Michael Heinrich-Παρέκβαση πάνω στον αντισημιτισμό

Στον πρόλογο της πρώτης έκδοσης του Κεφαλαίου, ο Μαρξ γράφει ότι «τις μορφές του κεφαλαιοκράτη και του γαιοχτήμονα δεν τις ζωγραφίζω καθόλου με ρόδινα χρώματα» (Καρλ Μαρξ, Το Κεφάλαιο, Τόμος Πρώτος, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, σελ.16, 1978), αλλά πως η περιγραφή του αναφέρεται στα μεμονωμένα άτομα «μόνο εφόσον αποτελούν την προσωποποίηση οικονομικών κατηγοριών», και έτσι ο στόχος δεν είναι «να θεωρούμε το ξεχωριστό άτομο υπεύθυνο για συνθήκες, κοινωνικό προϊόν των οποίων παραμένει το ίδιο όσο και αν υψώνεται υποκειμενικά πάνω από αυτές» (ό.π.). Όπως αποδείξαμε προηγουμένως οι οικονομικοί φορείς ακολουθούν μία ορθολογικότητα που τους επιβάλλεται από τις οικονομικές σχέσεις. Επομένως οι επίμονες προσπάθειες των καπιταλιστών να αυξήσουν το επίπεδο της αξιοποίησης (στην κανονική περίπτωση) δεν προκύπτουν από «μία υπερβολική ροπή προς το κέρδος» από μεριάς του μεμονωμένου κεφαλαιοκράτη· είναι ο ανταγωνισμός(/συναγωνισμός των κεφαλαίων) που επιβάλλει αυτήν την συμπεριφορά στους μεμονωμένους κεφαλαιοκράτες με την επαπειλούμενη οικονομική καταστροφή. Ο καθένας, συμπεριλαμβανομένων όσων κερδοφορούν από τη λειτουργία του καπιταλισμού, είναι μέρος ενός πελώριου μηχανισμού γραναζιών. Ο καπιταλισμός αποδεικνύεται πως είναι μία ανώνυμη μηχανή χωρίς οδηγό να κατευθύνει την μηχανή ή δυνάμενο να καταστεί υπεύθυνος για την καταστροφή που επέφερε αυτή η (καπιταλιστική) μηχανή. Αν κάποιος επιθυμεί να βάλει ένα τέλος σε αυτήν την καταστροφή, δεν αρκεί να προχωρά στην κριτική των καπιταλιστών. Αντίθετα, οι ίδιες οι καπιταλιστικές δομές στην ολότητά τους πρέπει να εξαλειφθούν.

Με την «προσωποποίηση των πραγμάτων και την υλοποίηση των σχέσεωνπαραγωγής» (Καρλ Μαρξ, Το Κεφάλαιο, Τρίτος Τόμος, σελ. 1019, εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή, μετάφραση Παναγιώτη Μαυρομμάτη), ο καπιταλισμός σαν ολότητα φαίνεται να είναι σε μεγάλο βαθμό απρόσβλητος απέναντι στην κριτική. Εφόσον η καπιταλιστική μηχανή εμφανίζεται να μην είναι τίποτα άλλο παρά η πιο ανεπτυγμένη εκδήλωση της διαδικασίας της κοινωνικής ζωής (ότι οι προσδιορισμοί της κοινωνικής μορφής δεν γίνεται πλέον να διακριθούν από το υλικό τους περιεχόμενο είναι ακριβώς αυτό που εκφράζεται από τον τριαδικό τύπο), η κοινωνία δεν μπορεί να απομπλέξει τον εαυτό της από αυτή τη μηχανή. Η καθυπόταξη σε φαινομενικά αναπόφευκτες «αντικειμενικές αναγκαιότητες» είναι, έτσι φαίνεται, αδύνατο να αποφευχθεί· πρέπει κανείς να έρθει απλά σε συμβιβασμό με την κατάσταση.

Υπό το πρίσμα των καταναγκασμών του καπιταλισμού – τής επιρρεπούς σε κρίσεις ανάπτυξης, συχνά καταστροφικής ως προς τα αποτελέσματά της πάνω στις ατομικές ζωές, της συνεχούς επερώτησής της όλων των ζωντανών συνθηκών και περιστάσεων – εμφανίζονται ξανά επανειλημμένα μορφές μιας στενόμυαλης άρνησης του φετιχισμού: «ένοχες» ομάδες αναζητούνται πίσω από την ανώνυμη καπιταλιστική μηχανή οι οποίες είναι δυνατό να καταστούν υπεύθυνες για τη δυστυχία. Προσπάθειες γίνονται να επηρεαστούν οι δράσεις τους· σε ακραίες περιπτώσεις, υποτίθεται πως πρέπει να εξιλεωθούν για τις κακές πράξεις που τους αποδίδονται. Έτσι λοιπόν, στις διάφορες καπιταλιστικές κοινωνίες, μια προσωποποίηση των φετιχιστικών σχέσεων μπορεί να παρατηρηθεί επανειλημμένα. Μεταξύ αυτών των μορφών προσωποποίησης βρίσκεται ο αντισημιτισμός· ωστόσο, δεν μπορεί να αναχθεί σε μια τέτοια προσωποποίηση.

Στο Κεφάλαιο, ο Μαρξ δεν καταπιάνεται με τέτοιες ενέργειες προσωποποίησης, ή με τον αντισημιτισμό. Σε αυτό το μέρος, επιδιώκουμε να ασχοληθούμε με αυτά τα φαινόμενα στο πλαίσιο της ανάλυσης του Μαρξ για τον φετιχισμό, αν και με τοντρόπο αυτό ερχόμαστε αντιμέτωποι με τα όρια της απεικόνισης του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής στον «ιδεατό μέσο (όρο του)» (ideal average): η προσωποποίηση και ο αντισημιτισμός δεν γίνεται να «συναχθούν» από τις κατηγορίες της κριτικής της πολιτικής οικονομίας. Η προσωποποίηση των καπιταλιστικών σχέσεων μπορεί να πάρει ολοκληρωτικά διαφορετικές μορφές ανάλογα με το ιστορικό πλαίσιο και τη συγκεκριμένη κοινωνική δομή, και πολλαπλές μορφές γίνεται να υπάρχουν ταυτοχρόνως η μία δίπλα στην άλλη.

Σπανίως συμβαίνει να θεωρούνται υπαίτιοι για συγκεκριμένες κακοτυχίες οικαπιταλιστές σαν σύνολο. Είναι αρκετά εμφανές ότι οι καπιταλιστές είναι επίσης συχνά εκείνοι που παρασύρονται, έχοντας να υπακούσουν τις «απαιτήσεις της αγοράς» αν δεν θέλουν να χρεωκοπήσουν. Αυτό φαίνεται να ισχύει για τους μικρούς και τους μεσαίους κεφαλαιοκράτες, ενώ οι μεγάλες επιχειρήσεις και τα μονοπώλια φέρεται να έχουν τη δύναμη να αποφεύγουν τέτοιες απαιτήσεις, ή να είναι σε θέση καταρχήν να τις δημιουργήσουν. Σαν αποτέλεσμα, μια διάκριση γίνεται ανάμεσα στον καλό καπιταλισμό των μικρών καπιταλιστών και τον κακό, αδίστακτο, εκμεταλλευτικό καπιταλισμό των μεγάλων καπιταλιστών. Οι τελευταίοι, λοιπόν, θεωρείται πως κινούν τα νήματα στο βάθος.

Μια άλλα εκδοχή προσωποποίησης είναι η αναφορά στις τράπεζες (ή ενδεχομένωςστους «κερδοσκόπους»), οι οποίες μέσα από την πίστωση και την κατοχή μετοχών ελέγχουν έναν μεγάλο αριθμό επιχειρήσεων και είναι συνεπώς οι κρυφοί εγκέφαλοι της οικονομίας. Εδώ, ένα καλό, βιομηχανικό-παραγωγικό κεφάλαιο αντιπαραβάλλεται σε ένα κακό, αδήφαγο χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο.

Aυτές οι ενέργειες προσωποποίησης βασίζονται πάνω σε αρκετά πραγματικές διαφορές: η κατάσταση του ανταγωνισμού και το περιθώριο ελιγμών μιας μικρήςεπιχείρησης είναι συνήθως αρκετά διαφορετικό από αυτό μιας μεγάλης επιχείρησης· μεταξύ των τραπεζών και των βιομηχανικών επιχειρήσεων υπάρχουν συχνά σημαντικές διαφορές συμφερόντων σχετικά με πολλά ζητήματα. Υπάρχουν επίσης αρκετά παραδείγματα αφεντικών μεγάλων επιχειρήσεων και τραπεζών που επιχειρούν να εκμεταλλευτούν τις θέσεις εξουσίας τους. Ωστόσο μέχρι και οι μεγάλες επιχειρήσεις και οι μεγάλες τράπεζες δεν μπορούν να απαλλαχθούν μονίμως από τους καταναγκαστικούς νόμους ενός οικονομικού συστήματος που διαμεσολαβείται από την αξία. Συχνά, οι μεγάλες επιχειρήσεις, οι τράπεζες, και οι κερδοσκόποι κατηγορούνται πως κινητοποιούνται αποκλειστικά από την αναζήτηση του κέρδους, αλλά αυτό συμβαίνει πάντοτε στον καπιταλισμό για κάθε καπιταλιστή, μεγάλο ή μικρό.

Μια ειδική μορφή προσωποποίησης συμβαίνει στον αντισημιτισμό. Εδώ, οι Εβραίοι κατηγορούνται πως έχουν έναν οικονομικό προσανατολισμό προς το χρήμα και την κερδοσκοπία που κατά τα φαινόμενα είναι ριζωμένη στη «φύση» τους ή – από την ανάδυση των «φυλετικών θεωριών» στον δέκατο ένατο αιώνα – στη «φυλή» τους, όπως επίσης κατηγορούνται για έναν απεριόριστο αγώνα για εξουσία που περιλαμβάνει σχέδια για παγκόσμια κυριαρχία, σχέδια τα οποία φέρεται να είναι ήδη επιτυχημένα σε έναν ορισμένο βαθμό.

Μίσος και καταδιώξεις των Εβραίων υπήρχαν ήδη στις προ-αστικές κοινωνίες, πρωτίστως κατά τον Ευρωπαϊκό Μεσαίωνα. Αφετέρου, υπάρχουν σημαντικές διαφορές ανάμεσα στο μεσαιωνικό μίσος εναντίον των Εβραίων και τον αντισημιτισμό του 19ου και 20ου αιώνα. Από τον καιρό των Σταυροφοριών (η πρώτη έλαβε χώρα το 1096), το μίσος εναντίον των Εβραίων είχε ένα ισχυρό θρησκευτικό στοιχείο. Οι Εβραίοι είχαν ήδη κατονομαστεί «φονιάδες του Θεού» εξαιτίας τηςσταύρωσης του Ιησού, αλλά με τις Σταυροφορίες αυτή η κατηγορία απέκτησε μία νέα χροιά: διαδόθηκε ευρέως η άποψη ότι πρέπει να σφαχτούν αυτοί οι «φονιάδες του Θεού» όπως και οι «Μαχομετανοί» (μουσουλμάνοι) που καταλαμβάνουν τους «Ιερούς Τόπους». Την ίδια περίοδο, η απαγόρευση στους χριστιανούς να κερδοσκοπούν έγινε χαλαρότερη (3η Σύνοδος Λατερανού, 1179), ενώ στους Εβραίους αρνούνταν ταυτόχρονα την είσοδό τους σε μία ποικιλία επαγγελμάτων (4η Σύνοδος Λατερανού, 1215). Εάν οι Εβραίοι δεν επιθυμούσαν να βαφτιστούν Χριστιανοί, ως πηγή εισόδων είχαν σχεδόν αποκλειστικά το εμπόριο και τον δανεισμό χρημάτων.

Στις προ-αστικές κοινωνίες, οι ανταλλαγές και το χρήμα σαφώς και υπήρχαν, αλλά μόνο παίζοντας έναν δευτερεύοντα ρόλο. Η εκμετάλλευση και η καθυπόταξη ήταν άμεσα διαμεσολαβημένες από προσωπικές σχέσεις εξουσίας και εξάρτησης (εξάρτηση όπως αυτή των σκλάβων έναντι των ιδιοκτητών τους, όπως αυτή των δουλοπαροίκων και των χωρικών που είναι καταναγκασμένοι να φέρουν σε πέρας αγγαρείες για του γαιοκτήμονες, κοκ). Η διάδοση της ανταλλαγής και του χρήματος υπέσκαψαν τις προ-αστικές κοινωνικές σχέσεις και αύξησαν την φτώχια των κατώτερων τάξεων· συχνά η πτώχευση ξεκινούσε μέσω μίας πράξης δανεισμού από έναν μικρό δανειοδότη.

Ευγενείς και πρίγκιπες έκαναν χρήση των υπηρεσιών των μεγάλων Εβραίων τραπεζιτών. Οι τελευταίοι λάμβαναν, σε αντάλλαγμα, μία προνομιούχα θέση στην αυλή των ευγενών αλλά ήταν συχνά τα αντικείμενα γενικού φθόνου και κατηγορούνταν ως υπαίτιοι για τις πολιτικές και οικονομικές δυσμένειες.

Οι Εβραίοι δεν ήταν ο μόνος λαός που, κατά το Μεσαίωνα και την πρώιμη σύγχρονη περίοδο, ήταν απασχολημένος με το εμπόριο και τον δανεισμό, αλλά στο πέρασμα των αιώνων, ήταν εξόφθαλμα ορατοί ως μία «ξένη» ομάδα σαν αποτέλεσμα του καταναγκαστικού τους κώδικα αμφίεσης, την κατοίκηση στα γκέτο και την αποχή τους από τους Χριστιανικούς εορτασμούς. Ως εκ τούτου ήταν εύκολο να τους ταυτίσει κάποιος με την καταστρεπτική ισχύ του χρήματος και του τόκου, ανεξάρτητα αν βαλλόταν ο ίδιος από αυτήν ή αν είχε την παραμικρή επαφή με Εβραίους. Οι Εβραίοι έγιναν το αντικείμενο ενός πλατιά διαδομένου μίσους που ερεθιζόταν περαιτέρω από απίθανες φήμες όπως αυτή του υποτιθέμενου τελετουργικού φόνου Χριστιανόπουλων. Από τον Πρώιμο Μεσαίωνα, αυτό το μίσος εκτονωνόταν εντεινόμενα με τη μορφή των πογκρόμ και των μαζικών απελάσεων, συχνά με τις ευχές της Εκκλησίας, των πριγκίπων ή των εν τω άστυ ανώτερων τάξεων. Στο τέλος, μέλη τόσο των ανώτερων όσο και των κατώτερων βαθμίδων της κοινωνίας μερίστηκαν τις Εβραϊκές ιδιοκτησίες.

Η θρησκευτική διάσταση δεν παίζει πλέον σημαντικό ρόλο στον σύγχρονο αντισημιτισμό. Σε έναν όλο και περισσότερο εκκοσμικευμένο κόσμο, η «λανθασμένη» θρησκεία δεν μπορεί πλέον να γίνει ένα καθοριστικό κριτήριο. Από την άλλη, η οικονομική συμπεριφορά που αποδίδεται στους Εβραίους – το υποτιθέμενο αποκλειστικό ενδιαφέρον τους για το χρήμα και το κέρδος, δίχως την υποχρέωση να δουλέψουν ως αποτέλεσμα της ισχύος του χρήματος και αντίθετα επιβιώνοντας από την εργασία άλλων – αποκτά μία ολοκαίνουργια σπουδαιότητα. Το χρήμα, η αξιοποίηση του κεφαλαίου, η μεγιστοποίηση του κέρδους και ο τόκος δεν βρίσκονται απλά στο χείλος της κοινωνίας [και της οικονομικής της δραστηριότητας] αλλά αποτελούν συστατικά στοιχεία για τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής. Ο αντισημιτισμός στην αστική-καπιταλιστική κοινωνία είναι λοιπόν θεμελιακά ξεχωριστός από όλες τις άλλεςμορφές διακρίσεων, προκαταλήψεων και κατηγοριών. Στην αστική κοινωνία, όπως και στις προ-αστικές κοινωνίες, άλλες ομάδες ήταν και είναι υποκείμενες σε διακρίσεις και στην απόδοση συγκεκριμένων τρόπων συμπεριφοράς ή ιδιοτήτων (μία ιδιαίτερη πανουργία, επιθετικό σεξουαλικό σθένος, κοκ). Μόνο στο σύγχρονο αντισημιτισμό κεντρικές καταστατικές αρχές της κοινωνίας προβάλλονται «εξωτερικά» πάνω σε μία «ξένη» ομάδα [1]. H προβολή αυτή επίσης δεν περιορίζεται στην οικονομική σφαίρα· αντίθετα, πολιτισμικά χαρακτηριστικά της σύγχρονης αστικής κοινωνίας (διανοητικότητα, κινητικότητα, κοκ) αποδίδονται σε υπερβολικό βαθμό στους «Εβραίους» και ταυτόχρονα λοιδορούνται ως παρακμιακά.

Εν τέλει, η «ξενότητα» που χαρακτηρίζει τους Εβραίους στην αντισημιτική σκέψη θεωρείται πως είναι θεμελιακή, σε αντίθεση σε κάθε κοινότητα. Ένας Τούρκος στην Γερμανία θεωρείται επίσης ξένος, αλλά μόνο επειδή ανήκει (υποτίθεται) σε μία άλλη κοινότητα. Στην αντισημιτική σκέψη, οι Εβραίοι δεν γίνονται αντιληπτοί απλά ως μέλη μίας άλλης κοινότητας, αλλά ως διαφθορείς και καταστροφείς κάθε κοινότητας. Αν περιοριστούμε στην οικονομία, τότε κανείς θα μπορούσε να επιδείξει αντισημιτικά στερεότυπα με τους όρους της θεωρίας της αξίας σε διαφορετικά επίπεδα. Η αντίληψη περί του «Εβραίου μεταπράτη» (Jewish huckster) ο οποίος κυνηγάει στο έπακρο να εκμεταλλευτεί την κάθε ανταλλαγή και ο οποίος βυθίζει τους οφειλέτες [debtors] στην καταστροφή μέσα από τον ρόλο του ως «τοκογλύφου» (usurer), παραμένει θεμελιακά (ακόμα και αν περιλαμβάνεται ο τόκος) στο επίπεδο της απλής κυκλοφορίας των εμπορευμάτων και του χρήματος. Η ισχύς της αξίας που αποκτά μία αυτόνομη ζωή σαν χρήμα, και η οποία αντιτίθεται στην συγκεκριμένη εργασία και την αξία χρήσης, προβάλλεται στους «Εβραίους» ως μία δύναμη η οποία εκπορεύεται από αυτούς. Είναι ο παραγνωρισμένος φετιχιστικός χαρακτήρας του χρήματος που προσωποποιείται [personalized] εδώ.

Με τη διάκριση που γίνεται συγκεκριμένα από τους Ναζί ανάμεσα στο«παραγωγικό» ή «μη-Εβραϊκό» (schaffendem) κεφάλαιο και το «παρασιτικό» ή «Εβραϊκό» (raffendem) κεφάλαιο, σύμφωνα με την οποία το τελευταίο διατηρεί το προηγούμενο σε έναν ασφυκτικό κλοιό μέσω των τραπεζών και των χρηματοπιστωτικών αγορών, η αντίθεση ανάμεσα σε μια ανεξάρτητη εκδήλωση της αξίας με τη μορφή του χρήματος και της συγκεκριμένης εργασίας μετατοπίζεται πάνω στο επίπεδο της συνολικής διαδικασίας της καπιταλιστικής αναπαραγωγής. Είναι το φετίχ του κεφαλαίου, στην πιο ανεπτυγμένη του μορφή ως τοκοφόρου κεφαλαίου, το οποίο προσωποποιείται. Στο κεφάλαιο 8.1 καταδείχθηκε πώς ο τόκος, σαν το φαινομενικά αρχικό προϊόν του κεφαλαίου, κάνει το επιχειρηματικό κέρδος προϊόν της επιχειρηματικής εργασίας και συνεπώς αναγάγει τον ενεργό καπιταλιστή σε μια συγκεκριμένη κατηγορία εργάτη. Η προσωποποίηση που αναφέρθηκε παραπάνω οικοδομείται πάνω σε αυτή την ομοιότητα. Ο διαχωρισμός του τόκου και του επιχειρηματικού κέρδους δεν τίθεται υπό αμφισβήτηση, αλλά η μυστηριώδης δύναμη του κεφαλαίου να παράγει τόκο αμφισβητείται. Είναι οι «Εβραίοι» εκείνοι που κρατούν τους πραγματικούς εργαζόμενους, είτε αυτοί είναι καπιταλιστές είτε εργάτες, στα «δεσμά του τόκου» και οι οποίοι ως μη-εργάτες δεν είναι τίποτε άλλο παρά «παράσιτα» [2].

Κατά το ότι «οι Εβραίοι» εντοπίζονται να είναι οι πραγματικές κεφαλαιοκράτες στην αντισημιτική σκέψη, είναι δυνατό να καταστούν υπεύθυνοι για τα δεινά και τους κατακλυσμούς που γεννάει ο καπιταλισμός. Την ίδια στιγμή, παρουσιάζονται να είναι πανίσχυροι: μέσω των τραπεζών και των χρηματοπιστωτικών αγορών διαφεντεύουν τις μεγάλες επιχειρήσεις, με το χρήμα τους μπορούν να αγοράσουν τον τύπο (το οποίο αποκαλύπτεται κατά τα φαινόμενα από κάθε άρθρο εφημερίδας που κατευθύνεται ενάντια στον αντισημιτισμό), και σε τελική ανάλυση επηρεάζουν τα πολιτικά κόμματα και τις κυβερνήσεις. Ταυτοχρόνως, «οι Εβραίοι» θεωρείται πως είναι κοσμοπολίτες και ξεριζωμένοι, αλλά με παγκόσμιες συνδέσεις με τον δικό τους λαό. Αυτά τα δύο στερεότυπα, η παντοδυναμία των Εβραίων και ο ξεριζωμένος χαρακτήρας τους, οδηγούν σε ένα τρίτο στερεότυπο στην αντισημιτική σκέψη: την «παγκόσμια Εβραϊκή συνομωσία» (στην οποία αποδίδεται επίσης συχνά ο «Εβραϊκός κομμουνισμός»). Οι Εβραίοι κατηγορούνται ότι επιδιώκουν την παγκόσμια κυριαρχία και πως έχουν ήδη φτάσει κοντά στην εκπλήρωση αυτού του σκοπού. Όλες οι απειλές προέρχονται από ανώνυμες, ακατανόητες δυνάμεις που τώρα αποκτούν ένα πρόσωπο: την απειλή του «παγκόσμιου Ιουδαϊσμού» (global Jewry).

Ωστόσο, με αυτό τον γενικό προσδιορισμό του αντισημιτισμού τίποτε δεν λέγεταιγύρω από το εάν και σε ποια έκταση είναι πράγματι διαδεδομένος ο αντισημιτισμός. Το γεγονός πως η προσωποποίηση των καπιταλιστικών σχέσεων παρέχει μια αποδέσμευση για τα άτομα που υποφέρουν κάτω από αυτές τις σχέσεις δεν σημαίνει αναγκαστικά πως αυτά τα άτομα επιδιώκουν πάντοτε αυτή την αποδέσμευση. Ούτε όταν το κάνουν αυτό, προκύπτει πως οι ενέργειες της προσωποποίησης έχουν πάντοτε έναν αντισημιτικό χαρακτήρα. Πρέπει να υπογραμμιστεί πως στο γενικό επίπεδο επιχειρηματολογίας στο Κεφάλαιο του Μαρξ [3], στο οποίο συμβαίνουν οι σκέψεις που σκιαγραφήθηκαν παραπάνω, κανένας ισχυρισμός δεν είναι δυνατός αναφορικά με τις συγκεκριμένες κοινωνικές επιδράσεις του αντισημιτισμού, ή με την έκταση της ζημιάς που προκαλεί [4].

Σημειώσεις

1. Το γεγονός ότι ταυτόχρονα με την ανάδυση των «φυλετικών θεωριών» στα τέλη του 19 ου αιώνα ο αντισημιτισμός επενδύθηκε με μια «θεωρητική-φυλετική» θεμελίωση εμφανίζεται λιγότερο σημαντικό ως χαρακτηριστικό του σύγχρονου αντισημιτισμού, ο οποίος χρωστάει περισσότερα στην ευλαβή πίστη στην επιστήμη του 19ου αιώνα, καθώς δόθηκε μια επιστημονική αμφίεση στον αντισημιτισμό. Ο σύγχρονος αντισημιτισμός ήταν λειτουργικός πριν από την ανάδυση των «φυλετικών θεωριών» όπως επίσης και ύστερα από την απαξίωσή τους.

2. Ο αντισημιτισμός σε αυτή την έκφραση οικοδομείται πάνω σε μια επιφανειακή και κουτσουρεμένη κριτική του καπιταλισμού. Δεν είναι κάθε κουτσουρεμένη κριτική στον καπιταλισμό, η οποία, για παράδειγμα, βλέπει τις χρηματοπιστωτικές αγορές ως τη μοναδική αιτία για τα δεινά του καπιταλισμού, ήδη αντισημιτική, αλλά τέτοιες επιφανειακές κριτικές προσφέρουν εύκολα σημεία σύνδεσης για αντισημιτικά στερεότυπα.

3. Για τον λόγο αυτό, είναι αρκετά εύλογo να στρέφεται κανείς στις ψυχολογικέςδομές που παράγονται από την αστική κοινωνία, αν θέλει να αποκτήσει πιο ακριβή γνώση αναφορικά με τη διάδοση του αντισημιτισμού. Δεν μπορούν να ειπωθούν εδώ περισσότερα αναφορικά με τη διαμάχη που ξεκίνησε στη δεκαετία του 1930 από τον Χορκχάιμερ και τον Αντόρνο όπως επίσης και από τον Βίλχελμ Ράιχ.

4. O Moishe Postone ενδίδει σε μια τέτοια επιπόλαιη βεβαιότητα στο κείμενό του «Αντισημιτισμός και Εθνικοσοσιαλισμός»: προτείνει μια άμεση και αναπόφευκτη διαδρομή από το φετίχ του εμπορεύματος στο Άουσβιτς.

Από το κεφάλαιο “10.2 Excursus on Antisemitism” του παραπάνω βιβλίου (σελ. 185-191). Μτφρ: rocket-team.