Η καθημερινότητα στην πατριαρχία

(Αναδημοσίευση από προφίλ στο fb)

“Σκέφτομαι μέρες τώρα αν πρέπει να γράψω ένα τέτοιο κείμενο, αν έχω κάτι καινούργιο να πω. Και κατέληξα πως δεν έχω, αλλά γιατί όχι; Άλλωστε 4-5 άτομα θα το διαβάσουν, έχω το κοινό μου εγώ.
Στα δώδεκα μου ήμουν με την παρέα μου στο μετρό νωρίς το απόγευμα, με αρκετό κόσμο γύρω μας, όταν ένας κύριος 30-35 χρονών αποφάσισε πριν βγει από το βαγόνι να μου χαϊδέψει το μπούτι. Γύρισα, τον χτύπησα και άπλα έφυγε, κανείς δεν έκανε τίποτα. Η παρέα μου άπλα με ρώτησε τι συνέβη, όταν ικανοποίησα την περίεργα τους το θέμα θεωρήθηκε λήξαν. Κανείς δεν με ρώτησε αν είμαι καλά, κανείς δεν το θεώρησε κάτι σημαντικό. Σιγά μωρέ λίγο το μπούτι μου έπιασε δεν έγινε και κάτι. Προφανώς δεν μου συνέβαινε πρώτη φορά. Είχα μάθει από πολύ νωρίτερα ότι το σώμα μου δεν μου ανήκει.
Την ίδια χρoνια γυρνούσα σπίτι μου με τα πόδια και καθώς περνούσα από το πάρκο κοντά στο σπίτι μου πετάχτηκε από τους θάμνους ένα αγόρι 16-18 χρονών και έχωσε το χέρι του κάτω από την φούστα μου και έπιασε τον κωλο μου. Άρχισα να τον βρίζω ενώ εκείνος καθόταν και με κοιτούσε. Ήρεμος. Γιατί ήξερε ότι δεν θα γίνει κάτι. Και έφυγα. Γιατί έφυγα; Δεν είχα κάνει κάτι κακό άπλα περπατούσα. Γιατί έφυγα;
Στα δεκατρία μου περπατούσα με φίλη μου όταν μας σταμάτησε ένας νεαρός γύρω στα 25+ να μου πει στα αγγλικά πόσο όμορφη είμαι. Εγώ, που από τότε ήδη δεν μπορούσα να διαχειριστώ τα κομπλιμέντα, φανερά αμήχανη ψέλλιζα κάμποσα “thanks”.
– πω πω έχεις υπέροχα μαλλιά είσαι σαν λιονταράκι!
– thanks
– δεν έχω δει πιο ωραία μάτια στη ζωή μου!
– thanks
και κάπως έτσι κύλησε η συζήτηση, σε άπταιστα αγγλικά. Μέχρι που πρότεινε να τον ακολουθησω σπίτι του, έμενε στην γωνία είπε. Ήθελε άπλα να με γνωρίσει καλυτέρα είπε. Γνώριζε την ηλικία μου. Ήταν τόσο ευχάριστος και γοητευτικός, του είχα κλέψει την καρδιά είπε. Αρνήθηκα ευγενικά όσο επίμονος και αν ήταν, φανερά κολακευμένη ωστόσο από το ενδιαφέρον του. Έφυγα χωρίς να συνειδητοποιήσω τι είχε συμβεί.
Στα δεκατέσσερα μου βόλταρα με μια φίλη μου νωρίς το απόγευμα ώσπου άρχισε να φωνάζει προς το μέρος μας ένας κύριος «θα σας ξεσκίσω το μουνι γαμημένα πουτανακια, δεν φαντάζεσαι ποσό βαθιά θα στον χώσω, θα δεις τι θα κάνω στις βυζαρες σου» (και άλλα πολλά που δεν θυμάμαι). Κάναμε σαν να μην συνέβη τίποτα. Μάτια στο πεζοδρόμιο, ούτε κιχ και κάνε σαν να μην ακούς, δεν ξέρεις πως μπορεί να αντιδράσει ο άλλος, σωστά; Δεν είναι πως μας άγγιξε κιόλας, σωστά; Δεν έγινε και κάτι.
Εκεί γύρω στα δεκαπέντε μέρα μεσημέρι, τελευταίο κάθισμα λεωφορείου, δίπλα μου κάθεται ένας ηλικιωμένος κύριος. Απορροφημένη να σκέφτομαι γιατί πειναω συνεχώς συνειδητοποιώ μετά από λίγο ότι αυνανίζεται διπλά μου και με κοιτάζει. Το νιώθω ότι με κοιτάζει. Δεν έχω τολμήσει να γυρίσω να κοιτάξω, είναι πιο εύκολο αν δεν κοιτάξω. Θα το ξεπεράσω πιο εύκολα, θα ναι σαν να μην συνέβη ποτέ. Άλλωστε είχε την ευγένεια να μην με αγγίξει καν. Σηκώνομαι ήρεμη και κατεβαίνω στην επομένη στάση. Γιατί δεν τόλμησα να τον κοιτάξω; Γιατί δεν φώναξα; Γιατί έφυγα; Γιατί έφυγα εγώ;
Γιατί; Γιατί; Γιατί; Κάποια στιγμή μαζεύονται αυτά τα «γιατί» και γίνονται ένα τεράστιο «ΠΟΤΕ ΞΑΝΑ».
Διάβασα πολλά κείμενα για την απόφαση του δικαστηρίου στην Κόρινθο από cis άντρες. Διάβασα πολλά κείμενα να μιλούν για στοιχειά, για γεγονότα, για την αυτοάμυνα τη σωστή. Είδα λαικ σε τέτοια κείμενα από άτομα που εκτιμώ.
Μιλάτε για πράγματα που δεν γνωρίζετε.
Μιλάτε για έναν φόβο που δεν έχετε βιώσει.
Μιλάτε για συναισθήματα και ιδέες που δεν σας έχωσαν από μωρά μέσα σας.
Μιλάτε για μια λογική που δεν σας δίδαξαν ποτέ.
Γενικώς μιλάτε, μιλάτε, μιλάτε, μιλάτε και δεν ακούτε. Ποτέ. Θα μου πεις «μα και έμενα μου χει συμβεί το τάδε, δεν ξέρεις τι έχω περάσει εγώ». Ωπα, δεν κατάλαβες. Όσα περιέγραψα παραπάνω είναι περιστατικά που μου ήρθαν πρόχειρα στο μυαλό. Δεν είναι μόνο αυτά! Κάθε μέρα είναι έτσι, το εννοώ. Δεν υπερβάλλω.
Κάθε. Μέρα. Είναι. Έτσι.
Όχι μόνο για μένα, για όλες τις γυναίκες γύρω σου. Κάθε μέρα δεχόμαστε σεξουαλική παρενόχληση. Κάθε μέρα. Όταν τρίβεις το σώμα σου δήθεν τυχαία πάνω μου στο λεωφορείο, όταν κρατάς λίγο παραπάνω τα χεριά μου στην δουλεία ενώ σου δίνω τα ρέστα και μου κλείνεις το μάτι, όταν απλώνεις όλο σου το σώμα πάνω μου ενώ κάθομαι δίπλα σου στα ΜΜΜ. Αλλά δεν έγινε και κάτι τρομερό, έτσι δεν είναι; Δεν μας βίασες κιόλας, σωστά;
Όταν εσένα σε δίδασκαν αυτοπεποίθηση και «έλα μωρέ αγοράκι είναι» εμένα μου μάθαιναν ΝΤΡΟΠΗ, ΣΙΩΠΗ και ΑΠΟΜΑΚΡΥΝΣΟΥ γιατί δεν ξέρεις πως θα αντιδράσει. Μας μαθαίνουν από πολύ μικρές ότι η καλύτερη λύση είναι η σιωπή, μας μαθαίνουν ότι η παραβίαση του σώματος μας είναι κάτι το φυσικό αφού συμβαίνει κάθε μέρα. Καταλαβαίνεις τι σου λέω; Μας μαθαίνουν να ΣΚΑΜΕ και να φεύγουμε. Μαθαίνουμε να ζούμε έτσι, είναι κομμάτι της καθημερινότητας μας και δεν μας κάνει εντύπωση πια, είμαι καλή μαθήτρια εγώ. Είναι η καθημερινότητα μας.
Με κατηγορείς λοιπόν αν δεν αντιδράσω γιατί “οφείλω” να αντιδράσω, “οφείλω” να ουρλιάξω «όχι» πάνω από μια φορά, γιατί οι γυναίκες καμιά φορά λένε «όχι» και εννοούν «ναι», ακόμα και αν κλαίω στα χέρια σου και είναι αυτονόητο, “οφείλω” να αντισταθώ παραπάνω ακόμα και με το μαχαίρι στο λαιμό μου αλλιώς ίσως να γούσταρα και λίγο. Με κατηγορείς όμως και όταν αντιδράσω. Γιατί η αντίδραση πρέπει να είναι υπολογισμένη και ιση με την επίθεση, σωστά; Αν μου πιάσεις το βυζί θα σου πιάσω το βυζί και είμαστε πάτσι, κάπως έτσι δεν πάει; Ή θα σου χώσω μια σφαλιάρα και πρέπει να φύγω μετά, να είμαι ψύχραιμη εγώ γιατί εσύ «αγοράκι είσαι ποιος ξέρει πως θα αντιδράσεις», σωστά; Γενικώς με κατηγορείς λοιπόν.
Εσύ δεν έχεις ιδέα πως είναι να φοβάσαι να περπατήσεις 5 λεπτά μέχρι το σπίτι σου. Να βάζεις τα ακούστηκα με τέρμα τη μουσική, να σε κραταει σε εγρήγορση αν γίνει κάτι, γιατί τρομάζεις με τον παραμικρό ήχο. Είναι ένας από τους πολλούς λόγους που ακούω μεταλ ξέρεις, με έκανε πάντα να νιώθω πιο δυνατή. Δεν έχεις ιδέα πως είναι να σφίγγεις τα κλειδιά ανάμεσα στα δάχτυλα σου και να αναρωτιέσαι «και αν συμβεί κάτι θα ξέρω να τα χρησιμοποιήσω σωστά; Να μην του κάνω μόνιμο κακό, άπλα να με αφήσει να φύγω». Δεν γνωρίζεις πως είναι να φοβάσαι την διαδρομή από το ταξί, που σε αφήνει ακριβώς απέξω από το σπίτι σου, μέχρι την πόρτα σου. Την αγωνία μέχρι να κλείσει η πόρτα πίσω σου, την ευγνωμοσύνη για τον ταξιτζή που θα σου πει «θα περιμένω να μπεις μέσα». Δεν ξέρεις πως είναι να αλλάζεις τον τρόπο που ντύνεσαι γιατί δεν αντέχεις να ακούσεις ένα ακόμα «κωλάρα για σκίσιμο έχεις», που θα ακούσεις έτσι και αλλιώς. Να ακούς φίλες σου να εξιστορούν τον βιασμό τους ξανά και ξανά σαν να μην έγινε και τίποτα, να ξεροκαταπίνεις γιατί ξέρεις πως ποναει λιγότερο αν δεν αναφερθεί η λέξη «βιασμός», να σκας και να τις ακούς γιατί αυτό χρειάζονται. Όχι ένα ακόμα «γιατί;» μέσα τους. Να καλοπιάνεις τον εαυτό σου να μην κλάψει μπροστά τους. Να παγώνεις εντελώς στη θέα ενός πεζού που έρχεται προς το μέρος σου σε έναν άδειο δρόμο. Να χτυπάει η καρδιά σου σαν να θέλει να ξεκολλήσει από μέσα σου όταν ένα αμάξι, με άντρες μέσα, επιβραδύνει για να σε ρωτήσει «Που πας καυλα;» και να επαναλαμβάνεις από μέσα σου «σε δυο λεπτά θα σαι σπίτι Λένα, μην απαντήσεις, θα γίνει χειρότερο, ΜΗΝ απαντήσεις». Δεν ξέρεις πως είναι να μην μπορείς να ανεχτείς ούτε ένα ακόμη άγγιγμα στο σώμα σου ή σε όσων αγαπάς χωρίς συναίνεση. Να μην ΘΕΣ να ανεχτείς.
Δεν οπλίζω εγώ τα χεριά καμίας γυναικάς με το να θεωρώ την αυτοάμυνα δικαίωμα της. ΕΣΥ την οπλίζεις με την σάπια κουλτούρα σου, με το σύστημα που υποστηρίζεις, με την δικαιοσύνη που καταλαβαίνεις.
Αν δεν μπορείς να ελέγξεις τον εαυτό σου γύρω μου, δεν μπορώ και εγώ να ελέγξω την αντίδραση μου.”