Η πατριαρχία και η γυναίκα στην αρχαία Ελλάδα

Η παρακάτω ενδιαφέρουσα και αξιόλογη έρευνα αναδημοσιεύεται για την αποδόμηση κάθε αφηγήματος εθνικισμού, πατριωτισμού και πατριαρχίας.

Α’

Αν επισκοπήσουμε τη μισή χιλιετηρίδα που κύλησε από τον Όμηρο ως τον μέγα Αλέξανδρο, δε θα βρούμε πουθενά αλλού στην ιστορία μια τόσο συνεπή απόρριψη της γυναίκας όσο στους πατέρες του «πολιτισμού» μας.
«Δεν υπάρχει στη γη πιο απαίσιο, πιο ξεδιάντροπο πλάσμα από τη γυναίκα», λέει ο Όμηρος. Όταν ο κυνικός Διογένης είδε μια γυναίκα κρεμασμένη σε μια ελιά, αναφώνησε: «Μακάρι να είχαν όλα τα δένδρα τέτοιους καρπούς!» Ο Ησίοδος λέει ότι τα κυριότερα δώρα που έκανε η Αφροδίτη στη γυναίκα είναι η φλυαρία, το μοχθηρό γέλιο της και οι πονηριές της. Και σε ένα άλλο σημείο: «Ποτέ μην αφήσεις να σε ξεμυαλίσει η γυναίκα η κουνοκώλα, ούτε οι κολακείες της, που με αυτές να σε τυλίξει θέλει!» Στο σημαντικότερο έργο του Ησίοδου, τη Θεογονία, η αφήγηση για το πλάσιμο της γυναίκας καταλαμβάνει μεγάλη έκταση (στίχοι 570 ως 612). Αφού ο Ησίοδος υπαινιχτεί ότι αυτή έφερε στον κόσμο όλα τα κακά, η ιστορία για τη γέννηση της Πανδώρας του δίνει μπολικες ευκαιρίες να «θεμελιώσει» την πεποίθηση πως οι έννοιες «γυναίκα» και «κακό» ταυτίζονται. Χαρακτηριστικά στον στίχο 591 και αφού έχει χρίσει την Πανδώρα γενάρχισα όλων των γυναικών αναφέρει: «κι έτσι ήρθε στον κόσμο το συφοριασμένο γένος των γυναικών, μεγάλη γρουσουζιά για τους άνδρες». Σύμφωνα με τον Πλάτων, στην αρχή όλες οι ψυχές φώλιαζαν σε ανδρικά κορμιά. Ο Θουκιδίδης μας λέει ότι: «αν τη γυναίκα την δημιούργησε θεός, ξέρει αυτός, όπου και αν βρίσκεται, ότι είναι ο πρόξενος της μεγαλύτερης συμφοράς». Ο Μένανδρος, εκπρόσωπος της παρακμής του αρχαιοελληνικού δράματος γράφει σε ένα έργο του: «Φύτρο κακό είν’ η γυναίκα στη ζωή, αλλά σαν αναγκαίο κακό την αγοράζουμε!» και σε ένα άλλο σημείο: «Κανείς δε βρήκε αντίδοτο να μας φυλάει απ’ τις κακές γυναίκες: τέτοιο βάσανο είναι οι γυναίκες!» Ο βραβευμένος Ευριπίδης γράφει: «Πάντα οι γυναίκες στέκουν εμπόδιο στην ευτυχία των ανδρών, πάντα ζημιά τους κάνουν» και κάπου αλλού βάζει μια γυναίκα να λέει για το ίδιο της το φύλο: «Εμείς οι γυναίκες δεν μπορούμε να κάνουμε κάτι ανώτερο αλλά το κακό με πονηριά περίσση και εύκολα το κάνουμε». Ο Αντιφάνης λέει και αυτός ανάλογα πράγματα: «μονο σε ένα εμπιστεύομαι τη γυναίκα: πως σαν πεθάνει δε θα ξαναζήσει. Σε τίποτα άλλο δεν της έχω εμπιστοσύνη, ώσπου να πεθάνει». Ο ποιητής Καρκίνος από τη Ναύπακτο κάνει την εξής επίκληση: «Ω Δία, τι χρειάζονται άλλες βρισιές για τις γυναίκες; Πέρα για πέρα είν’ αρκετή η ίδια η λέξη «γυναίκα».
Ο Theodor Hopfner λέει στο έργο του “Η σεξουαλική ζωή των Ελλήνων και των Ρωμαίων”: «Γενικά λοιπόν η γυναίκα εμφανιζόταν κατώτερη, τόσο από σωματική όσο και από ψυχική και ηθική άποψη, πράγμα που οδηγούσε στον εκτοπισμό της από τη δημόσια ζωή, ακόμα μάλιστα και από την πνευματική και κοινωνική ζωή. Και αναρωτιέται: «γιατί άραγε ο έλληνας παραγκώνιζε τη γυναίκα; Όχι επειδή ήταν πραγματικά κατώτερη ούτε επειδή τη θεωρούσε κατώτερη, παρα ακριβώς για το αντίθετο: Επειδή φοβόταν την ανωτερώτητα της και επειδή οι αιώνες καταπίεσης, στους οποίους την είχε καταδικάσει, δεν ήταν δυνατόν παρά να εντείνουν τις ενοχές του και το φόβο του για την ΕΚΔΙΚΗΣΗ της.
Β’
Οι περισσότεροι αστοί ιστορικοί αποσιωπούν σε πόσο μεγάλο βαθμό η πατριαρχική αντίληψη για τη γυναίκα είναι σφραγισμένη, ως τις μέρες μας, από την πρωτοϊστορία των Ελλήνων.
Η σχέση ανάμεσα σε ένα κατακτητικό στίφος και τις γυναίκες του κατακτημένου λαού δηλητηριάζεται σχεδόν πάντα από την αμοιβαία περιφρόνηση. Όταν οι βιασμοί αποτελούν κανόνα, δεν μπορούμε βέβαια να ελπίζουμε ότι θα συναντήσουμε αμοιβαία κατανόηση ή αμοιβαίο σεβασμό. Όταν όμως οι Έλληνες εισέβαλαν στη Βαλκανική χερσόνησο και κακοποίησαν τις γυναίκες των γεωργικών λαών, προστέθηκε και άλλος ένας επιβαρυντικός παράγοντας: έκαναν τις γυναίκες σκλάβες. Αναφέραμε ήδη ότι η αδυναμία του πατριαρχικού Έλληνα να δει τη γυναίκα ως ισάξιο πλάσμα θα πρέπει να ξεκινά από αυτόν τον τραυματικό εξευτελισμό.
Από την άλλη μεριά, οι αιώνες της νομαδικής ζωής, της συμβίωσης ανδρών με άνδρες, άφηναν και αυτοί τα ίχνη τους. Οι αρετές που χάρισαν σε αυτούς τους νομάδες επιτυχίες κατά την κρίσιμη φάση της ιστορίας τους ήταν τα νιάτα και η αλκή. Έτσι, το σώμα του εύρωστου νέου άνδρα έγινε ζωτικό σύμβολο, που ακόμα και αιώνες αργότερα εξακολουθούσε να ασκεί κάποια έλξη στον άνδρα.

Αν επισκοπήσουμε τη μισή χιλιετηρίδα που κύλησε από το Όμηρο ως τον Αλέξανδρο, δεν θα βρούμε πουθενά αλλού στην παγκόσμια ιστορία μια τόσο συνεπή απόρριψη της γυναίκας όσο στους πατέρες του πολιτισμού μας. «Δεν υπάρχει στη γη πιο απαίσιο, πιο ξεδιάντροπο πλάσμα από τη γυναίκα», λέει ο Όμηρος στην Οδύσσεια. Όταν ο κυνικός Διογένης είδε μια γυναίκα κρεμασμένη σε μια ελιά, αναφώνησε: «Μακάρι να είχαν όλα τα δένδρα τέτοιους καρπούς!» Ο Ησίοδος λέει ότι τα κυριότερα δώρα που έκανε η Αφροδίτη στη γυναίκα είναι η φλυαρία, το μοχθηρό γέλιο της και οι πονηριές της. Και σε ένα άλλο σημείο: «Ποτέ μην αφήσεις να σε ξεμυαλίσει η γυναίκα η κουνοκώλα, ούτε οι κολακείες της, που με αυτές να σε τυλίξει θέλει!»

Στο σημαντικότερο έργο του Ησίοδου, τη Θεογονία, η αφήγηση για το πλάσιμο της γυναίκας καταλαμβάνει μεγάλη έκταση (στίχοι 570 ως 612). Αφού ο Ησίοδος υπαινιχτεί (512) ότι αυτή έφερε στον κόσμο όλα τα κακά, η ιστορία για τη γέννηση της Πανδώρας του δίνει μπόλικες ευκαιρίες να «θεμελιώσει» την πεποίθηση του ότι οι έννοιες «γυναίκα» και «κακό» ταυτίζονται. Ο σιδηρουργός θεός Ήφαιστος, σύζυγος της Αφροδίτης, πλάθει την Πανδώρα από χώμα και της δίνει τη μορφή μιας «σεμνής παρθένας». Οι άλλοι θεοί την προικίζουν με σπάνια ομορφιά. Ο Ησίοδος παραδέχεται ότι ήταν «χάρμα οφθαλμών», αλλά δεν μπορεί αν σκεφτεί τίποτα άλλο πέρα από το ότι ήτα γυναίκα και συνεπώς προσωποποίηση του ολέθρου. Η γυναίκα είναι μια συμφορά (570), μια ωραία συμφορά (585), μια καλοστημένη παγίδα, που μέσα της πέφτουν οι άνθρωποι (589).

Η Πανδώρα γίνεται γενάρχισσα όλων των γυναικών, «κι έτσι ήρθε στον κόσμο το συφορισμένο γένος των γυναικών, μεγάλη γρουσουζιά για τους άνδρες» (591). Ο Ερμής της δίνει «την αδιαντροπιά μιας σκύλας και την πονηριά» (591), «το ψέμα, την απάτη και την γαλιφιά» (78). Με αυτά τα εφόδια η Πανδώρα στέλνεται στη γη, όπου την παντρεύεται ο άμυαλος αδερφός του Προμηθέα, ο Επιμηθεύς, που δεν υποψιάζεται τι συμφορά φέρνει έτσι στον κόσμο (83 ως 89). Η Πανδώρα ανοίξει το περίφημο «κουτί», από το οποίο βγαίνουν όλα τα κακά και τα βάσανα και πάνε στους ανθρώπους, που ως εκείνη τη στιγμή ζούσαν ευτυχισμένοι (90 κε.):

Απ’ αυτή κρατάει τ’ ολέθριο γένος, των γυναικών οι αγέλες,
Που έγιναν βάσανο και μπελάς για τους κοινούς άνδρες.
Όπως στον Ησίοδο, έτσι και στον Πλάτωνα η γυναίκα παρουσιάζεται ως όψιμο, αλλά και κατώτερο δημιούργημα των θεών. Σύμφωνα με τον Πλάτωνα, στην αρχή όλες οι ψυχές φώλιαζαν σε ανδρικά κορμιά. Όσες από αυτές ζούσαν άψογα στη γη, επέστρεφαν στα αστέρια, από όπου και προέρχονταν. Αλλά η ψυχή που δε ζούσε άμεμπτη ζωή ξαναγύριζε στη γη χάρη για μια δεύτερη γέννηση, αυτή τη φορά με τη μορφή γυναίκας. Αν σ’ αυτή τη δεύτερη ενσάρκωσή της συμπεριφερόταν υπερβολικά φιλήδονα, υποβιβαζόταν ακόμα μια βαθμίδα χαμηλότερα: ξαναγεννιόταν για τρίτη φορά, με τη μορφή ζώου.
«Αν τη γυναίκα τη δημιούργησε θεός, ξέρει αυτός, όπου και αν βρίσκεται, ότι είναι ο πρόξενος της μεγαλύτερης συμφοράς», λέει ο Θουκυδίδης. Λέγεται ότι ο Σουσαρίων, ο πρώτος αττικός κωμωδιογράφος, είπε για τις γυναίκες ότι είναι ένα κακό, αλλά χωρίς αυτό δεν μπορεί να στηθεί κανένα σπιτικό.

Παρόμοια και ο Μένανδρος λέει:
Φύτρο κακό είναι η γυναίκα στη ζωή͘͘͘͘͘˙
αλλά σαν αναγκαίο κακό την αγοράζουμε !Ας προσέξουμε την έκφραση: «την αγοράζουμε»! Εδώ φαίνεται πεντακάθαρα η κατάρρευση του μητρικού ήθους στην εποχή των ψιλικατζήδων. Με παρόμοιο τρόπο, ο Ευριπίδης ονειρεύεται έναν κόσμο όπου ο άνδρας θα μπορεί να αγοράζει παιδικό σπόρο με το χρυσάφι του και το ασήμι του, για να αποφεύγει το σμίξιμο με τη γυναίκα.

Και σε ένα άλλο σημείο:
Κανείς ποτέ δε βρήκε αντίδοτο να μας φυλάει
απ’ τις κακές γυναίκες: τέτοιο βάσανο είναι οι γυναίκες!

Και πάλι ο Ευριπίδης:
Πάντα οι γυναίκες στέκουν εμπόδιο στην ευτυχία
των ανδρών, πάντα ζημιά τους κάνουν.

Ή ο Μένανδρος:
Τρία κακά υπάρχουν: η θάλασσα, η φωτιά και η γυναίκα.

Σε ένα άλλο σημείο:
Φορτίο δεινών είν’ η γυναίκα για τον άνδρα.

Ο ίδιος:
Ένας μπελάς, που πάντα μας ακολουθεί αυτό είναι η γυναίκα.

Ο ίδιος κάπου άλλου:
Απ’ τις γυναίκες μοναχά κρατούν τα βάσανα όλα, όλα τα κακά.

Και συνοψίζοντας:
Όπου είναι γυναίκες εκεί είν’ όλα τα κακά μαζί!

Στην ελληνική ανθολογία (Παράρτημα ΙΙΙ, 192):
Αλλά το πρώτο απ’ όλα τα δεινά είν’ η γυναίκα…

Ο Ησίοδος λέει:
Έτσι ο Δίας έστειλε στους άνδρες τις γυναίκες
σαν επιδημία, γεμάτες σχέδια ύπουλα.

Και ο Σημωνίδης:
Το μόνο που ξέρουν είναι να ντερλικώνουν,
γι’ αυτό είναι για τους άνδρες ο μεγαλύτερος μπελάς.

Σαν έμμονη ιδέα επανέρχεται κάθε τόσο η κατηγορία ότι οι γυναίκες είναι ανίκανες να κάνουν κάποια πράξη καλή. Ο Ευριπίδης βάζει μια γυναίκα να λέει για το ίδιο της το φύλο:

Εμείς οι γυναίκες δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα ανώτερο,
αλλά το κακό με πονηρία περισσή κι εύκολα το κάνουμε.

Ή:

…γεννηθήκαμε
και γυναίκες, που αν στα καλά μας είμαστε αδέξιες,
στο κακό είμαστε άφταστες μαστόρισσες!

O Σωκράτης συνήθιζε να λέει ότι ευγνωμονούσε τη μοίρα για τρεις λόγους: Πρώτον, επειδή γεννήθηκε άνθρωπος και όχι ζώο. Δεύτερον, επειδή γεννήθηκε άνδρας και όχι γυναίκα. Και τρίτον, επειδή ήταν Έλληνας και όχι βάρβαρος (FGH II, 334, 1 από το schol. Aristoph. pax 363˙ πρόσθετες μαρτυρίες στον Müller). Τέλος, για τώρα, ο Έρμιππος αναφέρει ότι το ίδιο έλεγε και ο Θαλής, ο πρώτος Ίωνας φυσικός φιλόσοφος, γύρω στο 600 π.Χ.

Γ’

Ο Αλέξανδρος ο Αφροδισιεύς θεωρούσε ανθρώπους μόνο τους άνδρες. Ο ρήτορας Αριστείδης θεωρούσε πως η γυναίκα είναι από κάθε άποψη ατελέστερη από τον άνδρα. Ο Αριστοτέλης την έβλεπε ως ατελή οργανισμό, ως ημιτελή, ανολοκλήρωτο άνθρωπο. Ο Φίλων έλεγε ότι από τη φύση της είναι υποτακτική και «προορισμένη μάλλον για να πάσχει παρά να ενεργεί».

Ο Πλάτων βάζει τον Σωκράτη να διερωτηθεί ποιος είναι γενικά πιο λογικός, ο άνδρας ή η γυναίκα, και φυσικά η απάντηση είναι υπέρ του άνδρα. Ο Πλάτων επίσης θεωρεί το γυναικείο φύλο ασθενέστερο και πολύ πιο επίβουλο από το ανδρικό. Από αυτό ο γιατρός Ιπποκράτης συμπεραίνει: «Η γυναίκα χρειάζεται έναν σωφρονιστή, γιατί από τη φύση της έχει μέσα της την αχαλινωσία, που, αν δεν ξεριζώνεται κάθε μέρα σαν τα δένδρα, θα φουντώσει σαν αγριοβότανο». Παρόμοια και ο κωμωδιογράφος Πλάτων χαρακτηρίζει τη γυναίκα «κολασμένη και αχαλίνωτη ψυχή».

Οι φυσιογνώμονες, που ισχυρίζονταν πως μπορούσαν να διαβάσουν το χαρακτήρα του κάθε ανθρώπου από το πρόσωπό του, τις χειρονομίες και τις κινήσεις του, έλεγαν για τον άνδρα τα εξής: «Είναι ορμητικός, επιθετικός, ανεξίκακος, ευθαρσής, ευθύς, δεν αποχαυνώνεται, δεν ξεγελιέται από πονηριές και κατεργαριές, επιδιώκει τη νίκη με την αξία του και είναι μεγαλόψυχος». Τη γυναίκα αντίθετα την περιέγραφαν ως εξής: «Είναι στο χαρακτήρα πανούργα, ευέξαπτη, μισαλλόδοξη, αλλά και… φθονερή, ανίκανη να τα βγάλει πέρα με αντιξοότητες, …δόλια, πικρόχολη, άμυαλη, επιπόλαιη και δειλή». Ο Αριστοτέλης πίστευε ότι οι γυναίκες είναι νωθρότερες από τους άνδρες, πιο δυσκίνητες, αλλά πιο εύπιστες, αποθαρρύνονται και απελπίζονται ευκολότερα, έχουν μεγαλύτερη τάση να βάζουν τα κλάματα, είναι πιο γκρινιάρες, πιο ζηλιάρες, συγχωρούν δυσκολότερα και κοροιδεύουν ευκολότερα, είναι πιο ψεύτρες, πιο αδιάντροπες και πιο εριστικές από τους άνδρες. Ο Σημωνίδης ο Αμοργινός έλεγε ότι η γυναίκα είναι πονηρή σαν την αλεπού, περίεργη και αναιδής σαν τη σκύλα, άστατη και αναξιόπιστη σαν τη θάλασσα, λάγνα και έτοιμη να δοθεί στον καθένα σαν τη γαϊδούρα, κλέφτρα και φιλήδονη σαν τη γάτα, ματαιόδοξη σαν τη φοράδα.

Για καθένα από αυτά τα ελαττώματα που προσάπτονται στη Ελληνίδα βρίσκεται και ένας Έλληνας ως μάρτυρας. Ο Πολέμων χαρακτηρίζει τις γυναίκες «αναιδείς, πονηρές, άπιστες και ύπουλες».

Ο Μένανδρος παραπονιέται:

Πόσο άπιστη είναι η φύση της γυναίκας !

Ανάλογα πράγματα λέει και ο Αντιφάνης:

Μόνο σε ένα εμπιστεύομαι τη γυναίκα:

πως σαν πεθάνει δεν θα ξαναζήσει.

Σε τίποτα άλλο δεν της έχω εμπιστοσύνη, ώσπου να πεθάνει.

Και σε άλλο σημείο:

Ποτέ μην εμπιστεύεσαι τη ζωή σου σε γυναίκα !

Και επίσης:

Πίστη απ’ τις γυναίκες δεν θα δεις ποτέ !

Αλλά και παλιότερα ο Ησίοδος έλεγε:

Όποιος εμπιστεύεται γυναίκα, δείχνει εμπιστοσύνη στο ληστή.

Ο Αριστοφάνης λέει: «Δεν υπάρχει στη γη φάρα τόσο ξετσίπωτη από όσο οι γυναίκες». Ένας άλλος κωμωδός, ο Άλεξις, λέει το εξής σχετικό: «Δεν υπάρχει πιο ξετσίπωτο ζώο από τη γυναίκα».

Συχνά  γυναίκα ψέγεται για τη ζηλοφθονία της, όπως π.χ. από τον Μένανδρο: «Η ζήλεια της γυναίκας βάζει φωτιά στο σπίτι». Ακόμα και η συμπεριφορά των θεαινών (θεές Ολύμπιες και μη) χαρακτηρίζεται από τη ζήλεια. Η Κόρη, η γυναίκα του Άδη-Πλούτωνα, ποδοπατά από ζήλεια την ερωμένη του Μίνθη, που ο Πλούτων, για να την κρύψει, την είχε μεταμορφώσει στο ομώνυμο φυτό. Η Οινώνη, πρώην ερωμένη του Πάρι, τον ανασταίνει, αλλά τον ξαναφήνει αμέσως να πεθάνει, όταν αυτός ξυπνώντας ψιθυρίζει το όνομα της Ελένης. Η Ινώ τρελαίνεται από τη ζήλεια της για τη σκλάβα Αντιφέρα και παίρνει στο λαιμό της τον ίδιο της το γιο.

Όταν μαθαίνουμε ότι οι Έλληνες δε θεωρούσαν τη γυναίκα ούτε καν ελκυστική, παρά αντίθετα απωθητική, άσχημη και βρόμικη, είναι φυσιολογικό να διερωτηθούμε γιατί τάχα την χρειάζονταν ως ερωτική τους σύντροφο. «Άσχημη σαν μαϊμού, βρόμικη σαν γουρούνα», χαρακτήριζε την Ελληνίδα ο Σημωνίδης (ποιητής, 7ος αιώνας π.Χ.) ο Αμοργινός. «Χρυσωμένη βρόμα και ακαθαρσία –να τι είναι η γυναίκα !» είπε ο Μένανδρος. Ο Ιππίας (τύραννος, 6ος αιώνας π.Χ. και γιος του Πεισίστρατου) αποκαλεί τη γυναίκα «βόθρο», «δειχνομούνα», «καυλοσείστρα». Αυτή η βαθύτατα μισογυνική τάση των αρχαίων Ελλήνων, και όχι η έλλειψη καθαριότητας της Ελληνίδας, μας εξηγεί και τη λέξη κίκκη,που σήμαινε την υποτιθέμενη δυσωδία των γυναικείων γεννητικών οργάνων.

Ο Καρκίνος (ποιητής, 5ος αιώνας π.Χ.), όπως τόσο συχνά, κερδίζει το πρώτο βραβείο, συνοψίζοντας (Αποσπ. ΙΙΙ, Ν 3):

Ώ Δία, τι χρειάζονται άλλες βρισιές για τις γυναίκες;

Πέρα για πέρα είν’ αρκετή η ίδια η λέξη «γυναίκα» !

Ο Ησίοδος (703 κε.) προειδοποιεί τους ομόφυλούς του να αποφεύγουν τις γυναίκες που «στραγγίζουνε» τον άνδρα και τον παραδίνουν σε θλιβερά γεράματα»: «Μέτρο κανένα δεν γνωρίζουν, σε όλα είναι άσωτες, κι έτσι μοιάζουν με τους κηφήνες, που δεν κάνουν καμία δουλειά παρά κατεβάζουν στην κοιλιά τους των άλλων τον μόχθο… Όποιος λοιπόν γλυτώνει από το γάμο και τα αισχρά έργα των γυναικών, αυτός σώζει το βιός του. Αλλά όποιος παίρνει ένα πλάσμα τόσο βλαβερό, αυτού η ζωή γίνεται μαρτύριο αδιάκοπο και τα βάσανα είναι αβάστακτα» (591-612).

Όταν ο Έλληνας κατηγορούσε έτσι τη γυναίκα για απληστία και σπατάλη, δεν του περνούσε ποτέ από το μυαλό  ότι αυτό που της καταλόγιζε ήταν το αναπόφευκτο αποτέλεσμα της οικονομικής κηδεμόνευσης στην οποία την είχε καταδικάσει. Όταν ο Μένανδρος λέει: «Η γυναίκα σε κολακεύει μόνο και μόνο για να σου πάρει κάτι», κάθε Ελληνίδα του καιρού του, παντρεμένη, σκλάβα ή εταίρα, θα μπορούσε με το δίκιο της να τον ρωτήσει: «Πως αλλιώς να συντηρηθώ; Ποια άλλη δυνατότητα μου δίνετε; Και όταν ο Μένανδρος, σε ένα άλλο σημείο, λέει: «Η γυναίκα μπορεί να εξανεμίσει ακόμα και μια μεγάλη περιουσία», μπαίνει κανείς στον πειρασμό να ρωτήσει: «Για ποιο σκοπό αποκτάς την περιουσία σου, αν δεν θέλεις να την ξοδέψεις με αυτόν που ποθείς; Αν όμως δεν ποθείς τη γυναίκα, δεν έχεις λόγο να παραπονιέσαι για αυτήν»

Η αντίληψη ότι η γυναίκα είναι «άχρηστη» θα ήταν διασκεδαστική, αν δεν ήταν θλιβερή. Ο Μένανδρος λέει:

…κι όφελος κανένα δεν λέει να φέρει η γυναίκα.

Και ο Ευριπίδης:

Γιατί τέτοια φύτρα ούτε τη γη θρέφει ούτε τον ωκεανό.

Το γεγονός ότι ο Έλληνας είχε στερήσει τη γυναίκα από τη χρησιμότητα της, κατακερματίζοντας την αλλοτινή της ενότητα ως μητέρας, συνεργάτισσάς του και ερωμένης και υποβιβάζοντας άλλες γυναίκες σε αναπαραγωγικά ζώα ή υπηρέτριες και άλλες σε πόρνες ή εταίρες, αυτό το γεγονός το είχε απωθήσει τόσο τέλεια από τη συνείδηση του, ώστε έφτανε στο σημείο να θεωρεί την αχρηστία, στην οποία ο ίδιος είχε καταδικάσει τη γυναίκα, ένα είδος κληρονομικού ελαττώματος. Ελάχιστοι Έλληνες κατόρθωσαν να διακρίνουν αυτή την αλήθεια. Ο Ευριπίδης τη πλησίασε για ΜΙΑ και μοναδική φορά στους παρακάτω αριστουργηματικούς στίχους από τη Μήδεια:

Απ’ όλα πόχουνε ψυχή και γνώση,

εμείς οι γυναίκες, είμαστε το πλάσμα

το πιο άθλιο. Με χρήματα περίσσια,

πρώτη χρεία ν’ αγοράσουμε τον άνδρα

και να βάλουμε αφέντη στο κορμί μας˙

το ένα κακό χειρότερο από τ’ άλλο !

…………………………………………………………

Ο άνδρας δε, σα βαρεθεί το σπίτι

έξω πάει τη σκάση του να γιάνει

με συνανάθρορο μαζί ή με φίλο˙

όμως εμείς σε μια ψυχή τα μάτια

πρέπει να τα βαστούμε καρφωμένα.

(Μετάφραση Παντ. Πρεβελάκη)

*Ernest Borneman, Η Πατριαρχία (Η προέλευση και το μέλλον του κοινωνικού μας συστήματος),
μετάφραση Δημοσθένης Κούρτοβικ, α’ ανατύπωση, ΜΙΕΤ, Αθήνα 2001

από sexpolnow