Μια Μέρα με τον Χρόνη

Πριν λίγα χρόνια, με τη συμβολή μιας φίλης δημοσιογράφου, της Κρυσταλίας Πατούλη, είχα συναντήσει τον Χρόνη Μίσσιο.  Όνειρο ζωής –και δεν είναι υπερβολή. Απ’ όταν διάβασα το «εσύ σκοτώθηκες νωρίς» και το «χαμογέλα ρε, τι σου ζητάνε» ήθελα να τον γνωρίσω. Βέβαια τότε, περισσότερα από 20 χρόνια πριν, αυτό ήταν κάτι σαν όνειρο θερινής νυκτός. Να, όμως, που η ζωή τα έφερε έτσι και το όνειρο έγινε πραγματικότητα.

Αφορμή στάθηκε μια εκδήλωση του δήμου όπου κατοικώ, και στην οποία εκδήλωση θέλαμε να συμμετάσχει και να μιλήσει ο Χρόνης. Δεν δέχθηκε, τελικά. Κυρίως διότι τα προβλήματα υγείας που αντιμετώπιζε τα τελευταία χρόνια δεν του επέτρεπαν να κάνει πολλά πράγματα. Δέχθηκε όμως να τον δούμε για λίγες ώρες και να συζητήσουμε.

Αυτή την ολιγόωρη συνάντηση θα προσπαθήσω να διηγηθώ. Όχι γιατί συνέβησαν ή μας είπε φοβερά και τρομερά πράγματα. Ο Χρόνης ήταν ανοιχτό βιβλίο, όταν είχε να πει κάτι το έλεγε δημόσια και δεν κρυβόταν. Απλώς, νομίζω ότι έχει αξία να επαναλάβω μερικά απ’ όσα υποστήριζε, τον τρόπο που σκεφτόταν, ψήγματα της νοοτροπίας του.

Για να είμαι ειλικρινής, είχα σκεφθεί να κάνω κάτι ανάλογο όταν έκλεισε ένας χρόνος αφότου έφυγε από τη ζωή. Το μετάνιωσα κατευθείαν. Ένιωσα ότι θα γίνω σαν τις εφημερίδες που, πριν προλάβει να κλείσει τα μάτια του ο καλλιτέχνης, μοιράζουν τα τραγούδια του, τα βιβλία του κλπ. Κι έτσι το ζήτημα πήρε παράταση. Τώρα όμως, δυο χρόνια μετά το χαμό του, νομίζω ότι είναι μια καλή στιγμή. Αρκετά κοντά, αρκετά μακριά. Επίσης, να σημειώσω ότι, επειδή η μνήμη μου δεν είναι το πιο δυνατό σημείο μου, είναι πιθανό κάποια από όσα θα γράψω να μην είναι απολύτως ακριβή. Όμως, θέλω να πιστεύω ότι ακόμη κι αν κάποια από αυτά που θα γράψω δεν είναι πιστή αντιγραφή των όσων μου είπε, δεν θα τον έχω παρερμηνεύσει. Κι αν κάπου κάνω λάθος, αν μας βλέπει από εκεί ψηλά, ελπίζω στην επιείκειά του.

 

Τέλη Μάιου 2011. Ένα κυριακάτικο πρωινό, ηλιόλουστο, πήραμε, εγώ και η Μαρία, το δρόμο για το Καπανδρίτι, το μέρος όπου ο Χρόνης ζούσε τα τελευταία αρκετά χρόνια.  Μολονότι ταλαιπωρηθήκαμε λίγο (το σπίτι είναι έξω από οικισμό, απομονωμένο), ρωτώντας δεξιά και αριστερά το βρήκαμε. Μεμιάς ζηλέψαμε το σπίτι του. Όχι γιατί ήταν κάποια βίλα περιωπής, αλλά για το μέρος: καταπράσινο, το σπίτι ζωσμένο από δέντρα και φυτά κάθε λογής. Και ζώα, γάτες, σκυλιά να περιφέρονται εντός της περιφραγμένης έκτασης.

Η σύζυγος του Χρόνη, μια γλυκύτατη γυναίκα με πανέμορφα γαλάζια μάτια, η κυρία Ρηνιώ, μας υποδέχθηκε και μας πέρασε μέσα. Λιτό σπίτι, αλλά πολύ όμορφο, όπως ακριβώς ταιριάζει σε ένα εξοχικό φτιαγμένο με γούστο και μεράκι. Ο Χρόνης καθόταν σε μια γωνιά και έγραφε. Σηκώθηκε, μας καλωσόρισε, και μας ρώτησε αν θέλουμε καφέ. Απαντήσαμε καταφατικά. Η κυρά-Ρηνιώ και η Μαρία πήγαν να φτιάξουν καφέ. Κατευθείαν άφησα επάνω στο γραφείο τα τρία βιβλία του που είχα φέρει μαζί μου για να μου τα υπογράψει (γιατί έφερα τρία βιβλία και όχι ένα, είναι κάτι που ακόμη το ψάχνω). Δυσανασχέτησε: «πολλά είναι. Ώρες θα πρέπει να σκέφτομαι για το τι θα σου γράψω». Τον καθησυχάζω: «Δεν χρειάζεται να αγχώνεστε, το όνομα και η υπογραφή φθάνουν και περισσεύουν». «Στον ενικό», μου λέει, κι αφού παίρνει τα βιβλία σκύβει επάνω τους κι αρχίζει να σκέφτεται τις αφιερώσεις.

Ενόσω έγραφε άρχισα να σκέφτομαι τη σειρά των ερωτήσεων που θα του κάνω. Είχα, βέβαια, φτιάξει ένα σχέδιο στο μυαλό μου, αλλά εκείνη την ώρα είχε καταρρεύσει, σαν να μην είχα σκεφθεί το παραμικρό. Ευτυχώς, όσο δυσκολεύτηκα εγώ να βάλω σε μια τάξη το μυαλό μου, άλλο τόσο δυσκολεύτηκε και αυτός με τις αφιερώσεις. Ήθελε να είναι κάτι πρωτότυπο, πιο προσωπικό και όχι μια «ξύλινη» αφιέρωση που απλώς θα διεκπεραίωνε την υποχρέωση.

Μας έφεραν δυο κούπες με καφέ και χωριστήκαμε. Η Μαρία με την κυρά-Ρηνιώ στο τραπέζι της κουζίνας, εγώ με τον Χρόνη στο γραφείο του. Κατευθείαν άρχισα τις ερωτήσεις. «Γράφεις κάτι τώρα;». Κάτι έγραφε, αλλά δεν ήθελε να μου πει πολλά πράγματα (πολύ θα ήθελα να μάθω εάν το τελείωσε). Κατόπιν άρχισα να τον ρωτάω για τα προηγούμενα βιβλία του. Πώς αποφάσισε να γράψει, αν περίμενε την τόση επιτυχία, αν το γράψιμο άλλαξε τη ζωή του;

Αρχίσαμε, αμφότεροι, να χαλαρώνουμε. Η επιφυλακτικότητα αντικαθιστούταν αργά αλλά σταθερά από μια συζήτηση χαλαρή, χωρίς το φόβο πως κάτι απ’ όσα είπες ή θα πεις θα παρεξηγηθεί. Κάποια στιγμή τον ρωτάω για τα χρήματα που εισέπραξε από τα βιβλία του. Με δεδομένο πως ήταν αρκετές εκατοντάδες χιλιάδες τα αντίτυπα που πουλήθηκαν, και τα χρήματα θα ήταν ανάλογα. Ποτέ δεν τον ενδιέφεραν τα χρήματα. Έτσι μου απάντησε. Πήρε βέβαια κάτι ψιλά, αλλά όχι σπουδαία πράματα. Άλλοι έχτισαν σπίτια απ’ τα βιβλία του… Αλλά δεν τον πείραξε. Έγραφε διότι αισθανόταν την ανάγκη να το κάνει και όχι για τα χρήματα.

Τον παρατηρώ: μιλάει αργά, λες κουρασμένα. Στην αρχή υπέθεσα ότι είναι επιφυλακτικός, ότι δεν θέλει να πει κάτι που θα το μετανιώσει. Κατόπιν κατάλαβα ότι ο χρόνος είχε βαρύνει στους ώμους του. Σε συνδυασμό με την κακή κατάσταση της υγείας του, όλα τα έκανε πιο αργά.

Περνάμε στα πολιτικά. Τον ρωτάω πως βλέπει την κατάσταση. «Σκατά, μας έχουν κυκλώσει από παντού. Δεν βλέπεις πού μας οδηγούν;». Για τον Χρόνη ο μεγάλος εχθρός ήταν ο σύγχρονος τρόπος ζωής, η αποκοπή από τη φύση. Όσοι έχουν διαβάσει τα –τελευταία ιδίως– βιβλία του θα έχουν καταλάβει πως ο Χρόνης, τα τελευταία χρόνια της ζωής του, είχε ασπαστεί την οικολογία. Πίστευε ότι ο άνθρωπος είναι προορισμένος να ζει στη φύση και όχι κλεισμένος σε τσιμεντένια κουτιά. Χωρίς αυτό να σημαίνει ότι είχε σβήσει το επαναστατικό του παρελθόν. Άλλες συνθήκες, άλλες ανάγκες. Έτσι μου είπε. Τώρα, όμως, η επανάσταση πρέπει να είναι διαφορετική, πρέπει να παλέψουμε τον εχθρό μας με τα όπλα του. Να, δες για παράδειγμα τους πιτσιρικάδες που τα σπάνε και τα καίνε. Θα έπρεπε την οργή τους να την διοχετεύουν δημιουργικά. Θέλεις να κάνεις τον επαναστάτη; Αντί να κάψεις την τράπεζα, κλέψε τα λεφτά της και μοίρασέ τα στους φτωχούς. Κι όταν λέω κλέψε, δεν εννοώ με πιστόλια, αλλά με την τεχνολογία. Βρες έναν τρόπο να τους παίρνεις τα λεφτά αναίμακτα. Μπες στο σύστημά τους και σήκωσέ τα όλα…

Μα γίνονται αυτά; Θα αναρωτηθεί κάποιος. Για τον Χρόνη, που πέρασε τη μισή του ζωή στη φυλακή και την παρανομία παλεύοντας για τις ιδέες του, όλα γίνονται. Όλα είναι στο μυαλό του ανθρώπου. Αλλά ακόμη κι αν δεν τα καταφέρεις, το ταξίδι, όπως είπε και ο ποιητής, πολλές φορές έχει μεγαλύτερη αξία από τον προορισμό. Κι ας μην το γνωρίζεις κατά τη διάρκεια του ταξιδιού…

ar1

 

Βγάλαμε τους Θεούς από τη Φύση για να την κακοποιούμε χωρίς ενοχές”. Το σημείωμα-αφιέρωση του Χρόνη Μίσσιου προς τον Νίκο Αραπάκη και τη σύντροφό του Μαρία.

 

Επιμένω στο ίδιο μοτίβο, προσπαθώ να του εκμαιεύσω τον τρόπο που θα σώσουμε τον κόσμο. Επιμένω, ότι η αποκτηθείσα μέσα από τις κακουχίες και τους αγώνες σοφία του θα έχει τη λύση. Με αφήνει να μιλώ χωρίς να επεμβαίνει. Μέχρι που κάποια στιγμή με κοιτά στα μάτια; «ρε μαλάκα, τον ρώτησες τον κόσμο εάν θέλει να σωθεί;». Κατεβάζω το κεφάλι. Όχι για το «μαλάκα», που ήταν περισσότερο δείγμα εγκαρδιότητας, όσο για το συμπέρασμα: ο κόσμος δεν θέλει να σωθεί. Επιλογή του είναι αυτό που συμβαίνει σήμερα. Κι αυτό που συνέβαινε χθες, προχθές… Ίσως λίγο ισοπεδωτικό, αλλά αποκομμένο από την πραγματικότητα δεν το λες.

Αρχίζει να βάλλει εναντίον του ανθρωποκεντρισμού, τον οποίον, οι περισσότεροι, έχουμε μπερδέψει με τον ανθρωπισμό. Όπως πασχίζουμε για τον άνθρωπο, έτσι πρέπει να πασχίζουμε και για τη φύση, τα ζώα, τα πουλιά, τα δέντρα. Η ένταση της φωνής του ανεβαίνει έναν τόνο. Το ζήτημα τον αγγίζει όσο κανένα άλλο. «Αν είναι να σώσουμε τους ανθρώπους και να καταστρέψουμε όλα τα άλλα, μη σώσει ποτέ και σωθούμε».

ar2

Φιλαράκια κάποτε σ’αυτόν τον τόπο ήταν δύσκολο να παραμείνεις άνθρωπος

Περνάμε από το ένα θέμα στο άλλο. Τον ρωτάω για τη συγγραφή, τη σχέση του με τη λογοτεχνία. Τι διαβάζει, ποιους συγγραφείς αγαπάει. Τους κλασικούς, μου απαντά, αλλά διαβάζει χωρίς ταμπέλες. Ό,τι του κεντρίσει το ενδιαφέρον το πιάνει στα χέρια του. Το διάβασμα είναι φίλος. Τα χρόνια της φυλακής, της απομόνωσης του κράτησε την καλύτερη παρέα. Ήταν ένας τρόπος να κρατά επαφή με τον πραγματικό κόσμο, να μαθαίνει, να ενημερώνεται, να γίνεται καλύτερος άνθρωπος. Διότι, κι αυτό μου το τόνισε πολλές φορές, αν δεν καταφέρουμε να βελτιώσουμε τους εαυτούς μας, δεν θα καταφέρουμε να αλλάξουμε, προς το καλύτερο, τίποτα.

Συνεχίζουμε να συζητάμε γύρω από τα βιβλία. «Η τέχνη για την τέχνη ούτε με αφορούσε ούτε με αφορά», μου λέει κάποια στιγμή. Εγώ γράφω για να αφυπνίσω, στο μέτρο των δυνατοτήτων μου, τον κόσμο». Με προβληματίζει. Χρειάζομαι λίγο χρόνο για να αποκωδικοποιήσω αυτό που μου είπε, αλλά δεν τον έχω. Συνεχίζει να μιλά και περνά από το ένα θέμα στο άλλο. Τον αφήνω. Ποιος ο λόγος να κατευθύνω εγώ τη συζήτηση;

Περνάμε στα της κρίσης. Τρόικες, νούμερα, ελλείμματα…  Δεν τον πολυενδιαφέρουν. Του κάνω λόγο για την «κοινή λογική», την έλλειψη διαφωτισμού και διάφορα τέτοια, που τότε ήταν της μόδας και τα συζητούσαμε συνεχώς. Με διακόπτει και μου δείχνει με το χέρι έξω από τα παράθυρο: «Βλέπεις αυτή τη ροδιά; Από τη μέρα που την έβαλα ήταν ασθενική. Περιποίηση, φάρμακα, νερό, όλα της τα έδινα σε αφθονία. Αυτή, όμως, τίποτα, να πηγαίνει όλο και χειρότερα. Έφαγα τα λυσσακά μου να βρω τι φταίει, αλλά δεν τα κατάφερα. Ώσπου μια μέρα, βραδάκι για την ακρίβεια, κάθομαι δίπλα της κι άρχισα να της μιλάω. Να της λέω πόσο σημαντική είναι για μένα, πόση σημασία έχει να γίνει καλά, να ανθίσει, να βγάλει καρπό, πόσο χαρούμενο θα με κάνει εάν τα καταφέρει. Και, ω του θαύματος, την άλλη μέρα άρχισε να παίρνει τα πάνω της. Σε ένα μήνα είχε φουντώσει και θεριέψει. Η χαρά του Χρόνη απερίγραπτη. Μου το έλεγε και γελούσε σύγκορμος.

Για να είμαι ειλικρινής αυτή η, κατά κάποιο τρόπο, μεταφυσική προσέγγιση με ξένισε λίγο. Το κατάλαβε: «Άκουσε, ζωή με μόνο εργαλείο τον ορθό λόγο και χωρίς συναίσθημα, δεν μπορεί να υπάρξει. Η ζωή θέλει και λίγο παραμύθι. Είναι το μπαχάρι που νοστιμεύει το φαγητό. Χωρίς αυτό, θα παραφρονήσουμε όλοι. Αυτό που πρέπει να αντιπαλέψουμε πάση θυσία είναι ο φασισμός του ορθού λόγου».

ar3

Φιλαράκια η ζωή είναι αισθήσεις και αισθήματα

Καθόμαστε στο τραπέζι. Λέω κάτι για τη Μαρία, και την αναφέρω ως « η σύζυγός μου». «Σας έδεσε, ρε, κάποιος σε ζυγό; Σύντροφος είναι, έτσι να τη λες». Αγκαλιάζω τη Μαρία και του υπόσχομαι ότι θα τηρήσω την εντολή του. Χαμογελά και αρχίζουμε να τρώμε. Η κυρία Ρηνιώ έχει ετοιμάσει ένα φαγητό Θρακιώτικο, σαρμάδες, που δεν το έχουμε δοκιμάσει ξανά. Ανοίγουμε και ένα μπουκάλι κρασί. Το ενδιαφέρον του κερδίζει η Μαρία και αρχίζει να τη ρωτά για τη δουλειά της, την καταγωγή της. Μεταξύ ερωτήσεων, απαντήσεων, κρασιού και φαγητού μας διηγείται διάφορα. Τότε που πήγε πρώτη φορά στη Σοβιετική Ένωση.  Ήταν τη δεκαετία του ’60, όταν το κόμμα αποφάσισε να τον στείλει στη Σοβιετική Ένωση. Μέσο μεταφοράς ένα πλοίο του σοβιετικού ναυτικού. Ο Χρόνης πέταγε από τη χαρά του. Ώσπου… διαπίστωσε ότι τα πράγματα δεν ήταν τόσο ιδανικά, όσο τα είχε στο μυαλό του. Από το πλοίο ήδη, κατάλαβε ότι κάτι δεν πήγαινε καλά. Ο Χρόνης ήταν κομμουνιστής με το κάπα κεφαλαίο. Πίστευε ότι, σε αυτό το καθεστώς, όλοι θα ήταν ίσοι. Φευ… Όταν είδε τους αξιωματικούς του πλοίου να τρώνε ξεχωριστά από τα υπόλοιπα μέρη του πληρώματος, αλλά και το πόσο καλύτερη ήταν η ζωή τους σε σχέση με το κατώτερο πλήρωμα, κάτι γκρεμίστηκε μέσα του. Αυτή του η εντύπωση ενισχύθηκε και από τη διαμονή του στη Σοβιετική Ένωση: Γραφειοκρατία, ανισότητα, φόβος… Όταν γύρισε, σύντομα θέλησαν να τον στείλουν ξανά. Τους το ξέκοψε: «Σύντροφοι, εγώ είμαι μαλθακός κουμουνιστής και τα βλέπω όλα στραβά. Να στείλετε έναν πιο ψημένο. Να αντέχει τα όσα βλέπει…».

Η ώρα πέρασε. Η κλονισμένη υγεία του δεν του επέτρεπε να καθίσει περισσότερο μαζί μας. Τον παρακαλέσαμε να βγάλουμε μια αναμνηστική φωτογραφία. «Άντε, να μην σας χαλάσω το χατίρι». Βγάζουμε δυο τρεις φωτογραφίες, τον χαιρετάμε και τον βλέπουμε να κατευθύνεται αργά προς την κάμαρά του. Η κυρά-Ρηνιώ μας οδηγεί στην έξοδο. Φιλιόμαστε σταυρωτά, την ευχαριστούμε για το γεύμα και τη φιλοξενία, και υποσχόμαστε ότι, σύντομα, θα βρεθούμε ξανά.

Δεν ήτανε γραφτό…

 

”Ένα μεσημέρι, με παίρνουν και με πάνε σε μια σάλα. Με καθίζουν σε μια καρέκλα. Μέσα είναι καμιά σαρανταριά από δαύτους. Μ’ έχουνε φάτσα στην πόρτα της σάλας. Σε λίγο, φέρνουν μέσα τα παιδιά αντιπαράσταση. Μόλις τα είδα, μάτωσε η καρδιά μου· τα είχαν σακατέψει, οι πούστηδες. Ε, αυτοί ρωτάνε, και τα παιδιά λένε όλο ναι, με σκυμμένο κεφάλι. Αυτός δεν είναι ο Σαλονικιός; Ναι. Αυτός δεν σας έδινε εντολές; Ναι. Όταν τελείωσαν, λέω, μπορώ να πω κάτι; Εκεί την πατάει ο Σωτήρης, ο διοικητής ντε, και λέει ναι. Νόμιζε ότι μπορεί και να βγάλει τίποτα, ποιος ξέρει. Λέω, εγώ ξέρω τι καθάρματα είστε και πόσο τα βασανίσατε τα παιδιά· και γυρίζοντας στα παιδιά λέω στα γρήγορα, εντάξει, ρε, είμαστε πάντα σύντροφοι, δεν τρέχει τίποτα, εγώ σας αγαπάω και σας εκτιμώ όπως και πρώτα, μην τους ακούτε, ξέρω πως και σεις μ’ αγαπάτε. Έπρεπε να τους τα πω, και για να καθαρίσω τη στάση μου απέναντί τους, αλλά και γιατί του γανώνανε το κεφάλι κάθε μέρα οι χαμούρες, λέγοντάς τους, τώρα που σπάσατε, το κόμμα θα σας περιφρονεί, όπου σας βλέπουν θα σας φτύνουν, είστε προδότες και τα τέτοια… Όλη η προσπάθειά τους, όλη η δουλειά τους, είναι να καταστρέψουν κάθε δυνατότητα επικοινωνίας μέσα στον άνθρωπο, οι καργιόληδες. Μήπως και η καθοδήγησή μας τα ίδια δεν έλεγε; Σκατά. Αλλά ο άνθρωπος είναι άνθρωπος. Ρε γαμώτο, γιατί είναι υποχρεωτικό όλοι να αντέξουν μέσα στο σφαγείο, όλοι να συμπεριφέρονται όπως ορίζουν τα εκάστοτε μέτρα και σταθμά; Τότε, που θα ’ναι η ποικιλία; Πιστεύω πως εκείνο που καθορίζει τον πολιτισμό μας και τη δυνατότητα εξέλιξης της ανθρώπινης κοινωνίας, είναι η μοναδικότητα του κάθε ανθρώπου, η ποικιλία της συμπεριφοράς του. Τέλος, νομίζω πως κανένας άνθρωπος δεν μπορεί να είναι αμετάκλητα τούτο ή το άλλο, δεν μπορεί να έχει μια μόνιμη και αμετάκλητη ταμπέλα. Κάθε άνθρωπος έχει τεράστια περιθώρια προσαρμογής, αντοχής και ανανέωσης, χωρίς γι’ αυτό να είναι ανάγκη να έχει την ταμπέλα του εξαιρετικού. Τώρα πάλι, στην Τρίτη παρανομία, μας είχανε απομονωμένους σε μια ακτίνα των φυλακών της Κέρκυρας, δεκαπέντε πολιτικούς ανάμεσα σε πεντακόσιους ποινικούς. Στη γειτονική μας ακτίνα ήταν ένας ποινικός που, σύμφωνα με τα δικά μας μέτρα, είχε φτάσει στο έσχατο όριο εξαθλίωσης. Άπλυτος, κουρελής, ζήτουλας, μπορούσε να κάνει τη μεγαλύτερη παλιανθρωπιά για ένα τσιγάρο. Καμιά «ηθική», ένα περιφερόμενο κουρέλι, πρεζάκιας σε προχωρημένο στάδιο. Κι όμως. Ένα βράδυ δεν είχα ύπνο, από πολλή ώρα είχε βαρέσει σιωπητήριο, καθόμουνα και διάβαζα. Ξαφνικά, μέσα στην απόλυτη σιγαλιά της νύχτας, ακούω κάποιον να τραγουδά ένα τραγούδι σε στίχους ενός μεγάλου Ισπανού ποιητή, του Λόρκα. Η φωνή είχε τόση καθαρότητα, ένταση και πάθος, τόσο βαθιά τρυφερότητα και νοσταλγία, που κυριολεκτικά τα έχασα. Ήταν ένα τραγούδι που μου άρεσε και το είχα ακούσει αρκετές φορές. Όμως πρώτη φορά ένιωθα τον ποιητή, την απέραντη τρυφερότητά του για τη ζωή, μέσα από την αναπότρεπτη αναγκαιότητα του θανάτου.

Αν πεθάνω, άσε το μπαλκόνι ανοιχτό.

Τρώει πορτοκάλια το παιδί,

Απ’ το μπαλκόνι μου το βλέπω,

Θερίζει ο θεριστής τα στάχυα,

Απ’ το μπαλκόνι τον ακούω.

Πετάχτηκα απάνω, πιάστηκα από τα κάγκελα του φινιστρινιού και κοίταξα έξω. Στον μωβ ουρανού κρεμόταν ένα ολόγιομο αυγουστιάτικο φεγγάρι, και απέναντι από το κελί μου, στην ακτίνα των ποινικών, ο Ανέστος, ο πρεζάκιας που σου ’λεγα πιο πάνω, κρεμασμένος από τα κάγκελα του κελιού του, μεταμορφωμένος σε άνθρωπο, πολυβολούσε το φεγγάρι με τους στίχους του Φεντερίκο Γκαρσία Λόρκα… Ίδε ο άνθρωπος. Ξανακύλησα στο κελί μου γεμάτος τρυφερότητα, αισιοδοξία και περηφάνια.”

Απόσπασμα από το «…Καλά, εσύ σκοτώθηκες νωρίς».