10/2/1910 Βόλος: ξεκινά η απεργία των καπνεργατών – τα αναρχικά ρεύματα στην πόλη

H πρώτη εργατική απεργία στο Bόλο (και σε ολόκληρη τη Θεσσαλία) πραγματοποιήθηκε το Δεκέμβριο του 1881 από τους εργάτες που κατασκεύαζαν τη σιδηροδρομική γραμμή Bόλου-Λάρισας. Tην κατασκευή είχε αναλάβει ιταλική εταιρία, η οποία είχε προσλάβει αρκετούς Iταλούς εργάτες, μερικοί από τους οποίους εικάζεται ότι ήταν αναρχικοί και σοσιαλιστές και αυτοί, σε συνεννόηση με κάποιους ντόπιους, υποκίνησαν την εν λόγω απεργία. Οι εργασίες διακόπηκαν και άρχισαν ξανά το 1887, αλλά ξέσπασε μια ακόμα απεργία.

Η πρώτη διαδήλωση που έγινε στο Βόλο ήταν αυτή των καπνεργατών της πόλης, τον Φεβρουάριο του 1892, εναντίον του νομοσχεδίου της τότε κυβέρνησης για το μονοπώλιο του καπνού. Το σωματείο των καπνεργατών ιδρύθηκε το 1901.
Στις 30 Mαΐου 1894, έγινε η πρώτη απεργία των καπνεργατών, εναντίον των άθλιων συνθηκών εργασίας και του κλίματος στρατοπέδου που είχε επιβληθεί στα καπνεργοστάσια.
Τον Oκτώβριο του 1901 έγινε άλλη απεργία των καπνεργατών εναντίον των άθλιων συνθηκών εργασίας. Tον Iούνιο του 1894, έγινε η πρώτη σοσιαλιστική εκδήλωση στο Βόλο, στο θέατρο «H Tερψιθέα». Kύριος ομιλητής ήταν ο Σπύρος Nάγος, από την Aθήνα, ταμίας εκείνη την εποχή του Σοσιαλιστικού Συλλόγου Aθήνας. Tο ακροατήριο ήταν αρκετά μεγάλο. Tην επόμενη ημέρα, η τοπική πατριωτική εφημερίδα «Φωνή του Λαού» επιτέθηκε με σφοδρότητα στην εκδήλωση και στις σοσιαλιστικές απόψεις. Στο διάστημα Oκτωβρίου-Δεκεμβρίου 1900 ιδρύθηκαν διάφορα εργατικά σωματεία, τυπογράφων, ασβεστοχτιστών, ελαιοχρωματιστών, ξυλουργών και ξενοδοχοϋπαλλήλων.
Οι αναρχικές και αναρχοσυνδικαλιστικές ιδέες εμφανίστηκαν δειλά-δειλά στα τέλη του 19ου αιώνα, ενώ την ίδια εποχή εμφανίστηκε και ένα χριστιανοσοσιαλιστικό μεταρρυθμιστικό ρεύμα, με κύριους εκφραστές το γιατρό Δημήτρη Σαράτση και τον τοπικό δημοσιογράφο και ποιητή Τάκη Οικονομάκη. Η συμβολή και των δύο τάσεων στη δημιουργία συνδικαλιστικών ενώσεων και αγώνων στην περιοχή του Βόλου ήταν σημαντική. Την ίδια περίοδο δρούσε και μια ομάδα οπαδών του Σταύρου Καλλέργη, στους κόλπους της οποίας μάλλον υπήρχαν και μερικοί αναρχικοί ή αναρχίζοντες.

Το 1898 εμφανίστηκε μια ολιγάριθμη ομάδα αναρχοσυνδικαλιστικών απόψεων (σύμφωνα με άλλες εκδοχές η ομάδα αυτή εμφανίστηκε το 1895), με σημαντικότερη φυσιογνωμία της τον εργάτη Δημήτρη Καλαντζόπουλο. Για τον Δημήτρη Kαλαντζόπουλο γνωρίζουμε ότι μάλλον καταγόταν από τον Πύργο και ήταν ανταποκριτής Βόλου της πατρινής αναρχικής εφημερίδας «Eπί τα Πρόσω». Σύμφωνα με τον Γ. Κορδάτο (άποψη που αναπαράγει και η Νίτσα Κολιού), στις 12 Αυγούστου 1899, η ομάδα αυτή εξέδωσε μια μικρή εφημερίδα με το όνομα «Εργάτης» από την οποία εκδόθηκαν τέσσερα τεύχη. Μερικοί ιστορικοί, όπως ο Μ. Δημητρίου, λένε ότι η ομάδα ήταν προϊόν διασπάσεων ή αποχωρήσεων στην ομάδα των οπαδών του Στ. Καλλέργη.

Ο Γιάνης Κορδάτος παραδέχεται ότι η ομάδα αλληλογραφούσε με τις αντίστοιχες αναρχικές κινήσεις και ομαδοποιήσεις του Πύργου και της Πάτρας, αλλά διατείνεται ότι δεν έπαιξε κανέναν απολύτως ρόλο στο εργατικό κίνημα της περιοχής. Ωστόσο, δεδομένης της έλλειψης περαιτέρω ιστορικών στοιχείων, δεν μπορούμε να πούμε περισσότερα για την ομάδα αυτή. Ο Δ. Καλαντζόπουλος συνέχισε, μάλλον, τη δράση του μέχρι το 1906 περίπου, αλλά δεν συμμετείχε στο αναρχικό και αναρχοσυνδικαλιστικό κίνημα του Bόλου από το 1908 και έπειτα. Επίσης, κατά μια πληροφορία, η ομάδα αυτή είχε επαφές με αναρχικούς της Iταλίας, της Iσπανίας, της Γαλλίας κ.λπ. Ευελπιστούμε να διεξάγουμε μια περισσότερο συστηματική έρευνα για τον Δ. Καλατζόπουλο και την ομάδα αυτή στο μέλλον.

4.2.7

Ένας άλλος σημαντικός αναρχικός του Βόλου την εποχή αυτή ήταν ο λόγιος Γεώργιος Αλεξανδράκης, ο οποίος από τις αρχές της δεκαετίας του 1900 προπαγάνδιζε, πότε μόνος και πότε με τον ομοϊδεάτη και στενό του φίλο Παναγιωτόπουλο, τις αναρχικές και αθεϊστικές ιδέες. Και οι δύο ήσαν δημοτικιστές (όπως και αρκετοί αναρχικοί της εποχής εκείνης). Στην αρχή, δεν είχαν συστηματική δράση και μιλούσαν κυρίως μέσα σε καφενεία. Έπειτα, όμως, στράφηκαν στους εργάτες. Κύρια στοιχεία της προπαγάνδας τους ήσαν η άμεση εναντίωση στη θρησκεία, στο κράτος, στο λογιοτατισμό και τις τοπικές πολιτικές φιλοδοξίες.

Ο Γ. Αλεξανδράκης φαίνεται ότι είχε μεγάλη θεωρητική κατάρτιση και μόρφωση (το ίδιο και ο Παναγιωτόπουλος) και μεγάλη ικανότητα στο να κινητοποιεί τους εργάτες. Δεν ήταν «ψευτοδιανοούμενος», όπως υποστηρίζει ο Κορδάτος. Ασπαζόταν την άποψη του Μπακούνιν ότι «δεν πρέπει να διδάξουμε το λαό, πρέπει να τον βοηθήσουμε να εξεγερθεί». Ήταν από τους πρωτεργάτες της ίδρυσης του Εργατικού Κέντρου Βόλου και παρά το ότι ήταν πολύ αγαπητός από τους καπνεργάτες, εντούτοις δεν επεδίωξε ποτέ να καταλάβει κάποιο αξίωμα στο Εργατικό Κέντρο ή στην Καπνεργατική Ένωση.

Η επιρροή που είχε στους εργάτες της πόλης φάνηκε από τον πρωταγωνιστικό του ρόλο στην καπνεργατική απεργία του 1909. Στην απεργία αυτή ο Αλεξανδράκης συνελήφθη μαζί με άλλους αναρχικούς και σοσιαλιστές εργάτες και φυλακίσθηκε για κάποιες ημέρες. Παραπέμφθηκαν όλοι σε δίκη που έγινε στις αρχές Οκτωβρίου 1909 («Εργάτης», τεύχος 36, 11 Οκτωβρίου 1909) για την οποία ο «Εργάτης» γράφει ότι «Ο κ. Αλεξανδράκης απηξίωσε να παραστή εις την δίκην». Πριν από αυτό το γεγονός, ο Αλεξανδράκης ήταν κατηγορούμενος και σε μια άλλη δίκη τον Ιούνιο του 1908, σχετικά με τα γεγονότα εναντίον των φαρμακεμπόρων. («Εργάτης», τεύχος 7, 31 Ιανουαρίου 1908 και τεύχος 23, 13 Ιουνίου 1908). Στην κατοπινή Δίκη των Αθεϊκών, ο Αλεξανδράκης (στην οποία δεν παραπέμφθηκε, αν και ήταν από τους κατηγορουμένους στη διάρκεια της προανάκρισης) χαρακτηρίστηκε από μερικούς μάρτυρες κατηγορίας ως… έκφυλος και διεφθαρμένος άνθρωπος (!)

Ο Γ. Κορδάτος λέει ότι μετά το τέλος των Βαλκανικών Πολέμων χάθηκαν τα ίχνη των Αλεξανδράκη και Παναγιωτόπουλου, αλλά δεν είμαστε σίγουροι.
Στο διάστημα 1905-1906, επίσης, πιθανόν κάποιες ελευθεριακές ιδέες να αναπτύχθηκαν και μέσα σε έναν κύκλο συζητήσεων και ιδεολογικών αναζητήσεων γύρω από τον γηραιό δικηγόρο και ποιητή Σπύρο Μουσούρη, ο οποίος υποστήριξε την οργάνωση των εργατών όχι μέσω συντεχνιακών σωματείων, αλλά μέσω ενός ενιαίου πανεργατικού οργανωτικού σχήματος.

Εμφάνιση του κινήματος – ο «Εργάτης»

Από τα μέσα της δεκαετίας του 1900, ο Βόλος και η γύρω περιοχή άρχισε να αναπτύσσεται ποικιλοτρόπως. Η πόλη, ως επίνειο ολόκληρης της Θεσσαλίας, σημείωσε σπουδαία οικονομική ανάπτυξη. Δημιουργήθηκαν νέα εργοστάσια, συσκευαστήρια και αποθήκες καπνού και εργαστήρια κάθε είδους και η πόλη μετατράπηκε σε σημαντικό μεταπρατικό κέντρο. Διαμορφώθηκε έτσι ένα προλεταριακό εργατικό στρώμα στην οργάνωση του οποίου οι αναρχικών απόψεων εργάτες και άλλοι αγωνιστές άρχισαν να διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο. Σε αυτό συνετέλεσε και η επιστροφή στην πόλη αρκετών ξενιτεμένων εργατών, κυρίως από την Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου και το Βερολίνο, από τους οποίους οι περισσότεροι ήσαν ειδικευμένοι καπνεργάτες και βρήκαν αμέσως εργασία στα διάφορα συσκευαστήρια και αποθήκες. Η πλειοψηφία όσων επέστρεψαν από την Αλεξάνδρεια εμφορείτο από αναρχικές και αναρχοσυνδικαλιστικές απόψεις, ενώ όσοι επέστρεψαν από το Βερολίνο έκλιναν περισσότερο προς το μεταρρυθμιστικό σοσιαλισμό.
Η πρώτη σοσιαλιστική οργανωτική προσπάθεια ήταν ο σύλλογος «Πρόοδος», ο οποίος διαλύθηκε γρήγορα. Αλλά η συστηματική προπαγάνδα των αναρχοσυνδικαλιστών άρχισε το 1908 και μερικοί από αυτούς άρχισαν να έχουν στενή επαφή με τον Σπύρο Μουσούρη, ο οποίος, όμως, πέθανε τον Ιούλιο του 1909. Στις αρχές του 1908, κυκλοφόρησε η εφημερίδα «Εργάτης» (καμιά σχέση με τη μικρή ομώνυμη εφημερίδα που εκδόθηκε λίγα χρόνια πριν), ως εκφραστικό όργανο του Πανεργατικού Συλλόγου «Η Αδελφότης», μιας φιλεργατικής λέσχης της οποίας πρόεδρος ήταν ο νεαρός τότε δικηγόρος Κωνσταντίνος Ζάχος και γραμματέας ο Κων. Νταϊφάς. Ο δε Σπ. Μουσούρης πριν πεθάνει, είχε παροτρύνει τους εργάτες να γίνουν μέλη της λέσχης αυτής. Οι αναρχοσυνδικαλιστές, πάντως, διατήρησαν μια χαλαρή σχέση με τον Πανεργατικό Σύλλογο, ο οποίος, αν και συσπείρωσε αξιόλογους τοπικούς κοινωνικούς αγωνιστές, διαλύθηκε μετά από λίγους μήνες.
Αντίθετα, η εφημερίδα «Εργάτης» άντεξε πολύ περισσότερο από τον Πανεργατικό. Διευθυντής της εφημερίδας αυτής ήταν ο Κων. Ζάχος και στην προμετωπίδα της αναγράφονταν οι τρεις αρχές της Γαλλικής Επανάστασης «Ελευθερία, Ισότητα, Αδελφότητα», το ρητό «Ο Θεός και το δίκαιόν μας» και «Με την αλήθεια για την αλήθεια». Στην εφημερίδα δημοσιεύονται αρκετά φιλεργατικά άρθρα, παραινέσεις για την ίδρυση λαϊκού δημοκρατικού κόμματος καθώς και κείμενα αναρχικού ενδιαφέροντος. Βασικά, στην εφημερίδα παρουσιάζονται διάφορες ιδεολογικές απόψεις οι οποίες ενυπήρχαν στο εργατικό κίνημα του Βόλου, αλλά και γενικότερα στον «ελλαδικό» χώρο. Ωστόσο, πέρα από τις ιδεολογικές διαφοροποιήσεις, ο γενικότερος ρόλος της εφημερίδας ήταν σημαντικός γιατί όλα τα χρόνια της έκδοσής της προάσπιζε με συνέπεια τους εργατικούς και αγροτικούς αγώνες προωθώντας μια ταξική θεωρητική ανάλυση και πρακτική στάση. Υπήρξε ξεκάθαρα υπέρμαχος της ταξικής πάλης και διεξήγαγε πολεμική σε κάθε πολιτική προσπάθεια συμβιβασμού των εργατικών και αγροτικών συμφερόντων με τους εργοδότες και τα αφεντικά.

Η εφημερίδα αποτελούσε, θεωρητικά και πρακτικά, όργανο του Εργατικού Κέντρου της πόλης και όχι εφημερίδα μιας και μόνης ιδεολογικής τάσης. Εκτός όλων των άλλων, στις σελίδες της παρουσιάστηκε ο αναρχισμός και, ιδιαίτερα, η πρακτική του στο συνδικαλιστικό τομέα. Δεν είναι τυχαίο ότι στο τελευταίο στάδιο της εφημερίδας με τη μετονομασία της από «Εργάτης» σε «Εργάτης-Γεωργός» η αναρχική παρουσία μέσα από τις στήλες της εφημερίδας αναβαθμίζεται. Σίγουρα, η προσθήκη της λέξης «Γεωργός» στον τίτλο έγινε κατόπιν αναρχικής προτροπής, μιας και είναι πασίγνωστο ότι ο αναρχισμός πρωτοστάτησε στην ενότητα αυτών των δύο τάξεων. Στην εφημερίδα δημοσιεύτηκε, επίσης, σε συνέχειες το έργο του Πέτρου Κροπότκιν «Προς τους Νέους» (η δημοσίευσή του άρχισε στο τεύχος 3, στις 6 Ιανουαρίου 1908).
Ο Γ. Κόσσυβας ο πιο γνωστός αναρχικός εργάτης του Βόλου, βρισκόταν παντού, σε κάθε κινητοποίηση και εκδήλωση της εργατοαγροτικής τάξης, αλλά και μέσα από τις στήλες τις εφημερίδας προώθησε την επαναστατική κατεύθυνση που πρέπει να πάρει ο αγώνας για μια κοινωνία ισότητας και ελευθερίας. Δημοσιεύτηκαν, ακόμα, ανταποκρίσεις από αναρχικούς εργάτες της Αιγύπτου για τις εκεί κινητοποιήσεις.
Επιπλέον, αρθρογράφησε ο Ηρακλής Αναστασίου, γνωστός αναρχοσυνδικαλιστής της Αθήνας. Παρατίθεται απόσπασμα άρθρου του Ηρακλή Αναστασίου που δημοσιεύτηκε στο 47ο τεύχος του «Εργάτη», στις 11 Ιανουαρίου 1910:
«…Διατί δέχεται ο εργάτης και δίδι την εργασίαν του αντί αμοιβής την οποίαν του προσφέρει ο νοικοκύρης;
Διατί, είπομεν, στερείται των μέσων της ζωής.
Να πάρη διά της βίας από τους κατέχοντας;
Το Κράτος διά της δημοσίας δυνάμεως θα τον συλλάβη και διά των Δικαστηρίων του θα τον στερήση της προσωπικής ελευθερίας του και θα τον ατιμάση.
Αναγκάζεται λοιπόν να δεχθή οτιδήποτε του δώση ο νοικοκύρης.
Πάντοτε συσσωρεύουν και θησαυρίζουν οι νοικοκυραίοι, το Κράτος τους το εξασφαλίζει, εις δε τους επιτυγχάνοντας μέγαν πλούτον τοιουτοτρόπως, δίδει αξιώματα, τιμάς, παράσημα. Ο ίδιος αδικούμενος λαός τους τιμά, υπολήπτεται, θαυμάζει και υποτάσσεται!

Φανερόν λοιπόν είνε ότι το υπό τοιούτας συνθήκας Κράτος είνε η Δύναμις εκείνη ήτις εξαναγκάζει τους πολλούς να εκμεταλλεύονται υπό των ολίγων νοικοκυραίων, και λέγομεν ασφαλώς, τα σημερινά Κράτη αποτελούν Καθεστώς ληστού δολίου όστις μεταμορφωθή εις χωροφύλακα.
Εάν το Κράτος αντιπροσωπεύει την κοινωνίαν ως σύνολον, αφού από όλους ζητεί όπως τω δώσωσι το πάν, το αίμα των και την ζωήν των, έπρεπε να κηρύξη τα πάντα κοινά. Γαίας, εργαλεία, προϊόντα, μεσα συγκοινωνίας, τέρψιν, εκπαίδευσιν και πάσαν εκδήλωσιν της ζωής, ως καλή μήτηρ προς τέκνα και να προβή εις την διοργάνωσιν της κοινής παραγωγής των αγαθών της ζωής αφ’ όλων».
Ο δε Δημήτρης Καραμπίλιας, από το Παρίσι όπου βρισκόταν εκείνη την περίοδο, ήρθε επίσης σε επαφή και βοήθησε στη διανομή και την αύξηση των συνδρομητών της εφημερίδας. Είναι χαρακτηριστικό το παρακάτω που δημοσιεύτηκε στο 42ο τεύχος του «Εργάτη» (22 Νοεμβρίου 1909):

«Δημ. Καραμπίλιαν. (Παρίσι).- Ενδιαφέρον σας μας ενθαρρύνει. Συγχαίρομεν ενθουσιασμόν σας, ο οποίος δεν περιορίζεται σε λόγια.- Συνδρομηταί ενεγράφησαν, φύλλα εστάλησαν. Ευχαριστούμεν. Φροντίσατε συνδρομάς».
Αλλά και ο Κωνσταντίνος Ηλιόπουλος που είχε εγκατασταθεί την ίδια περίοδο και σε προχωρημένη ηλικία στο Βόλο, συμμετείχε και αυτός στη συνεχή συγγραφή άρθρων παρά τις μεγάλες βιοποριστικές του δυσκολίες. Τέλος, ο Αλεξανδράκης, ο οποίος ήταν από τους λίγους αναρχικούς που δεν ήταν εργάτης, μάλλον συνέβαλε και αυτός στη συγγραφή άρθρων είτε ανώνυμα είτε με ψευδώνυμα. Ωστόσο, ευελπιστούμε να επανέλθουμε στο θέμα στο μέλλον.
Επίσης, δημοσιεύτηκαν περίφημες ανταποκρίσεις και ιδεολογικά κείμενα από την Αίγυπτο. Διαβάζουμε στο τεύχος 48 του «Εργάτη», στις 23 Ιανουαρίου 1910:
«ΤΟ ΜΕΓΑΛΕΙΤΕΡΟΝ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΝ
Μία κινέζικη παροιμία λέγει «διά κάθε άνθρωπον όστις εξοδεύει πλέον του αναγκαιούντος αντιστοιχεί εις άλλας ο οποίος στερείται του απολύτως αναγκαίου».
Ο περίφημος κοινωνιολόγος Proudhon έδωκε τοιουτοτρόπος τον ορισμόν της ιδιοκτησίας «η ιδιοτησία είναι κλοπή».

Ο δε μέγας φιλόσοφος Roussu.. είπε: ο πρώτος άνθρωπος όστις προέφερεν αυτήν την λέξιν: «τούτο ανήκει εις εμέ», υπήρξεν εκείνος όστις εδημιούργησεν όλας τας κοινωνικάς ανισότητας».
Αληθώς η βάσις του κοινωνικού συστήματος είνε η ανισότης και η αμοιβαία εκμετάλλευσις.
Έπεται δε ότι οι έχοντες συμφέρον να διατηρήται η σημερινή κατάστασις, δηλ. να εξακολουθή να υφίσταται η πλουτοκρατία με όλα τα επακόλουθά της τα οποία όλοι μικροί και μεγάλοι γνωρίζομεν, διά παντός τρόπου … να καταπνίξουν την φωνήν της δικαιοσύνης και της αγάπης, ήτις πότε, πότε ακούγεται σιγαλή σιγαλή, ίνα καταπνίγη και πάλιν.

Αλλ’ η φωνή αύτη· αυξάνει και διαδίδεται· θα έλθη δε ημέρα όπου ως κεραυνός θα πέση εν τω μέσω των οργιαζόντων, οπότε θα σκορπίση εις τους τεσσάρας ανέμους τα σμήνη των κοράκων, άτινα συνέρευσαν πέριξ της ευκόλου λείας: του αγαθού εργάτου. Όμως προοίδατε; Είναι αναπόφευκτον.
Αυτό είναι η φωνή της αληθείας, είναι η φωνή της ελευθερίας, είναι η φωνή του ανθρωπισμού. Είναι η φωνή η οποία κηρύττει την πάλην κατά του βρωμερού καθεστώτος. Η γη εις τον γεωργόν, η μηχανή εις τον εργάτην λέγει αύτη η φωνή.
Ο γεωργός και ο εργάτης δεν την ήκουσαν ακόμη, αλλά θα την ακούσουν.
Το σύννεφον δεν αποκρύπτει επί πολύ τον ήλιον, το ψεύδος δεν υπερισχύει επί μακρόν της αληθείας.
Η αρπαγή δεν θα ευρίσκη πάντοτε δικαστήριον το οποίον να της αποδίδουν το άδικον δίκαιον.
Και το μεγαλείτερον δικαστήριον είνε η καθαρά συνείδησις του εργάτου.
ΚΑΪΡΟΝ
«Εργάτης»».

Το Εργατικό Κέντρο

Το φθινόπωρο του 1908, μια ομάδα αναρχοσυνδικαλιστών, με επικεφαλής τον αναρχικό Γεώργιο Κόσσυβα, ο οποίος είχε εργαστεί ως τσιγαράς στην Αλεξάνδρεια, αλλά και σοσιαλιστών εργατών, πήρε την πρωτοβουλία ίδρυσης Εργατικού Κέντρου στο Βόλο. Στην πρωτοβουλία αυτή συμμετείχαν οι καπνεργάτες και τσιγαράδες Χαράλαμπος Χαρίτου, Κωνσταντίνος Χειρογιώργος, Χρήστος Κουλοχέρης, Κωνσταντίνος Σούλιος, Νικόλαος Κατσιρέλος, Διονύσιος Σκούταρης, Α. Πανταζόπουλος, Απόστολος Καρασεΐνης, Π. Τζορβάς, Χρ. Παππάς, Π. Κωνσταντόπουλος, Κλεάνθης Νικολαΐδης, ο εργάτης Βασ. Κανάβας, ο τυπογράφος Γεώργιος Μπουρίτσας, ο ράφτης Καρασταμάτης, ο μικρέμπορος Ηλίας Νικολάου, ο εργάτης Ιωαννίδης (από τη Βουλγαρία), ο Ισραηλίτης ωρολογοποιός Σάββας Ραφαήλ, ο Νίκος Ευσταθίου, ο Πελοπίδας Γιαννούρας ο Γ. Αλεξανδράκης και άλλοι, αν και δεν υπέγραψαν όλοι στην έκκληση που στάλθηκε και δημοσιεύτηκε στο 27ο τεύχος του «Εργάτη» (21 Νοεμβρίου 1908) και που έχει ως ακολούθως:
«ΣΤΟΥΣ ΑΔΕΛΦΟΥΣ ΜΑΣ ΕΡΓΑΤΑΣ ΤΟΥ ΒΩΛΟΥ
Αδέλφια!
Ημείς καλύτερα από κάθε άλλον εννοούμεν τη θέση μας και τη σημερινή κατάστασί μας. Η τάξις μας είνε ολοφάνερο ότι ευρίσκεται σε κατάστασι απελπιστική. Ο Έλλην εργάτης σήμερα είνε δυστυχισμένος και φτωχός, ενώ ο κοινωνικός πλούτος αυξάνει. Αυτό συμβαίνει γιατί 1) του εκμεταλλεύονται ασυνείδητα την εργασία, 2) γιατί η πολιτεία όχι μόνο δε φροντίζει να τον προστατέψη, αλλά και τον φορολογεί δυσανάλογα και αλύπητα με τους εμμέσους φόρους, όπως λέγονται, οι οποίοι μπαίνουν στα πιό αναγκαία πράγματα (ρύζι, ζάχαρι, καφφέ, πετρέλαιο κλπ κλπ) και οι οποίοι όλο-ένα αυξάνουν και φορολογούν κατά 90% τους φτωχούς, δηλ. τους εργάτες.

Είνε ακόμα δυστυχισμένος ο εργάτης γιατί είνε αμόρφωτος και βρίσκεται σε απελπιστική κατάστασι, και ως άνθρωπος και ως πολίτης. Ούτε για το πνεύμα του φροντίζει να το πλουτίση, ούτε να σκέπτεται συνήθισε, ούτε να αποκτήση δική του θέλησι και γνώμη κατώρθωσε, ούτε να διορθώση την οικονομική του κατάσταση αγωνίστηκε.
Αυτά όμως είνε αποτελέσματα της απελπισίας και της απογοήτευσης που μας κυρίεψε με τον αβίωτο βίο που περνούμε, τυραννούμενοι και εκμεταλλευόμενοι από το κεφάλαιο, απορφανισμένοι από κάθε νομοθετική προστασία της πολιτείας.
Όλη αυτή η απαίσια κατάστασίς μας δυστυχώς όχι μόνο ως τώρα μας ανάγκασε να διαμαρτυρηθούμε και να προσπαθήσωμε να καλυτερέψουμε τη θέσι μας, αλλά απεναντίας μας διέφθειρε πιο πολύ και μας απονάρκωσε σε σημείο απελπιστικό. Έτσι, αντί να ξυπνήσωμε να σκεφθούμε πώς θα διορθώσουμε την κατάστασί μας, αντί να ενωθούμε όλοι, για να κατορθώσουμε να επιβάλλωμε το δίκαιό μας, μένομε διαιρεμένοι κι κλαίμε μονάχα τη μοίρα μας, όταν η δυστυχία μας πλακώνη.
Βρίσκεται καμιά φορά κανένας μας που τον πνίγει η αδικία και διαμαρτύρεται και φωνάζη. Μα ένας και δύο τι μπορούν να κάνουν; Για να υπερασπίσωμε τα συμφέροντά μας, για να καλυτερέψωμε τη θέσι μας, για να εξημερωθούμε, και μορφωθούμε και γίνουμε άνθρωποι σωστοί, χρειάζεται αγώνας. Και για τον αγώνα χρειάζεται δύναμις. Και δύναμις ακατάβλητη θα γίνωμε ημείς οι ίδιοι μονάχοι μας άμα ενωθούμε. Μ’ αυτή τη δύναμι που θα μας χαρίση η ένωσί μας θα τα κατορθώσουμε όλα. Και την προστασία εκ μέρους της πολιτείας και τη μόρφωσί μας και το δίκαιό μας και όλα μόνοι μας μονάχα είνε δυνατόν να τα επιτύχωμεν με την μεγάλη δύναμι που θα μας χαρίση η ένωσί μας. Από αλλού μην περιμένομε.
Ούτε η πολιτεία μονάχη της βρήκε ποτέ καιρό απ’ τη ρουσφετολογία να σκεφθή για μας, ούτε οι πολιτικοί μας, που τους βγάνουμε ημείς, – γιατί ημείς είμαστε οι πολλοί – κι αυτοί φροντίζουν για τα συμφέροντά τους και τα συμφέροντα των μεγάλων και των πλουσίων.
Και συμβαίνει αυτό γιατί καταντήσαμε δούλοι τους και μας σέρνουν όπου κι όπως θέλουν, ενώ έπρεπε νάχωμε δική μας σκέψι και γνώμη και όχι να γελιόμαστε με τη μωρή ιδέα ότι είνε δυνατό να μας χαρίση ο σημερινός πολιτικός αληθινή και πραγματική προστασία.
Απόδειξη είνε πως ώς τώρα κανένα προστατευτικό μέτρο δεν ψηφίστηκε για τους εργάτες. Κι έτσι εμείς ιδρώνουμε, κοπιάζομε, εργαζόμαστε, τυραννούμαστε, και άλλοι πλουτούνε. Ημείς παράγομε με την εργασία το πλούτο και οι άλλοι απολαβαίνουν κάθε είδους ευτυχία και απόλαυσι, όταν εμείς δυστυχούμε και κακοζοούμε, έρημοι, περιφρονημένοι και κακομοιριασμένοι.

Νομίζομε λοιπόν πως έφθασε ο καιρός να σκεφθή και ο Έλλην εργάτης και για τον εαυτόν του και για τη θέση του και για την οικογένειά του και για τα παιδιά του και για το μέλλον του. Και ευτυχώς άρχισε κάπως η τάξη μας να εργάζεται κι ενώνεται σε σωματεία. Στον Πειραιά, στας Πάτρας, στο Αργοστόλι, στη Λάρισα, στο Βώλο, ιδρύθηκαν τέτοια Σωματεία, όπως ο ¨πανεργατικός», για την υπεράσπισι των συμφερόντων της τάξης του.
Αλλά τα σωματεία, η ένωσι δηλ. προϋποθέτει ομόνοια. Και η ομόνοια απαιτεί πρώτα να γίνωμε άνθρωποι με λίγη μόρφωσι, με αισθήματα, με φωτισμένη ψυχή και με χαρακτήρα τίμιο κι αληθινό. Δυστυχώς αυτά όλα που χρειάζονται για να υπάρχη η ομόνοια, η οποία πάλι χαρίζει την ένωσι, δεν τάχωμε ημείς οι ρωμηοί εργάτες. Στην κατάστασι που ζούμε, καταντήσαμε λίγο πολύ άγριοι, χωρίς τον απαιτούμενο χαρακτήρα, κι αισθήματα και αξιοπρέπεια, με πολλά ελαττώματα που μας τα σερβίρει η αμάθεια και το πνευματικό σκοτάδι στο οποίο μας αφίνουν να κυλιόμαστε.
Πρέπει λοιπόν να αποκτήσωμε αυτά που μας λείπουν. Τη μόρφωσι, τον ανθρωπισμό, τον χαρακτήρα το φιλότιμο και τίμιο, την αξιοπρέπεια, το πνευματικό φως. Τότε μονάχα θα μπορέσουμε να μωνιάσωμε, να αποκτήσωμε ομόνοια, χωρίς την οποία τα σωματεία και οι σύνδεσμοι δεν μπορούν ν εργασθούν και να ενεργήσουν αποτελεσματικά, και διαλύονται ή καταντούν άχρηστα.
Για να αποκτήσωμε λοιπόν όλα αυτά που θα μας χαρίσουν την πολύτιμη ομόνοια, πρέπει να κάμωμε ένα κέντρο. Όχι σωματείο, ούτε σύνδεσμο, ούτε προέδρους, ούτε εκλογές, κι όλα αυτά τα πράγματα που για ανθρώπους σαν κι εμάς είνε πολύ δύσκολομεταχείριστα. Ένα απλό εργατικό κέντρο, ένα σαλόνι το οποίο θα είνε η λέσχη μας και σχολείο μας και αναγνωστήριό μας. Στο «Κέντρο μας» θα μαζευόμαστε όλοι μας, εργάτες κάθε ισναφιού, αποφεύγοντας κάθε άλλο κέντρον και ασχολίες που μας διαφθείρουν υλικώς και ηθικώς.
Εκεί θα συνηθίζωμε στην ομόνοια και στη λογική συζήτησι, πέρνοντας το αναψυχτικό μας, αντί να πηγαίνωμε στις ταβέρνες, εκεί θα μεταδίδωμε ο ένας στον άλλον το βάσανό μας και τον πόνο μας, εκεί θα συνδεθούμε, θα αδελφωθούμε και θα νοιώσουμε τη μεγάλη σημασία της αλληλεγγύης και αλληλοβοήθειας. Εκεί ακόμα θα διασκεδάζωμε τη δυστυχία μας και θα σκεπτόμαστε να βρούμε τα μέσα τα οποία θα καλλιτερέψωμε τη θέση μας.
Στο κέντρο μας θα συνηθίσωμε στην αγάπη και την ομόνοια, που θα μας χρησιμεύη σε κάθε στιγμή, που θα θέλομε να υπερασπιστούμε τα δίκαια ολόκληρης της τάξης μας και ενός μονάχα ισναφιού που οπωσδήποτε πιέζεται και αδικείται. Χωρίς πολυτέλειες στη διοίκησι θα συντάξωμε ένα κανονισμό απλό, αλλά ιερό τον οποίο θα εφαρμόσωμε με ακρίβεια.
Το σπουδαιότερο όμως είναι ότι στο κέντρο μας θα φωτιστούμε με τακτική λαϊκή κοινωνική διδασκαλία. Σ’ αυτό θα μας βοηθήσουν άνθρωποι μορφωμένοι, μελετημένοι, φίλοι της τάξης μας και υπερασπισταί των δικαιωμάτων μας. Αυτοί θα μας διδάσκουν συχνά πράγματα ωφέλιμα και μορφωτικά. Με τα μαθήματα αυτά θα καταλάβωμε γιατί υποφέρωμε, και πώς θα διορθώσωμε την κατάστασί μας. Θα αισθανθούμε δε βαθιά την ιδέα, για την οποία θ΄ αγωνιστούμε και μόνο άμα αισθανθούμε μέσα μας ριζωμένη την ιδέα τότε μόνο θα κατορθώσωμε να αγωνιστούμε με υπομονή, επιμονή και αυταπάρνησι. Τα μαθήματα δε θα είνε μόνο ωφέλιμα και μορφωτικά, αλλά και τερπνά και ευχάριστα.

 Θα ακούμε συχνά να απαγγέλλονται ωραία και σχετικά με την ιδέα και τον αγώνα μας διάφορα ποιήματα, σιγά-σιγά δε αργότερα θα προσπαθήσωμε και μικρό θέατρο να ιδρύσωμε στην αίθουσά μας, – όπως σ’ όλα τα εργατικά κέντρα γίνεται, και σ’ αυτή τη Βουλγαρία – στο οποίο θα παίζωνται έργα που θα μας μορφώνουν, θα μας διδάσκουν, θα μας ευχαριστούν και θα μας ενθουσιάζουν.
Επίσης στο Κέντρο μας θα έχωμε και μικρό στην αρχή αναγνωστήριο, για να διαβάζουν, όσοι ξέρουν, ωραία βιβλία, που θα διδάσκουν, και θα μπαίνουν στο νόημα της ιδέας και του σκοπού του αγώνα μας.
Ένα τέτοιο Κέντρο, αντιλαμβάνεστε πόσα αποτελέσματα ωραία και σπουδαία θα επιφέρη. Γι΄ αυτό νομίζομε, ότι όλοι οι φιλότιμοι εργάτες, όλοι όσοι έχουνε ανθρωπισμό και σκέπτονται για τον εαυτό τους και γι την οικογένειά τους, και τα παιδιά τους, και για όλους τους αδελφούς τους θα το υποστηρίξουν με ενθουσιασμό και ζήλο! Το ίδιο πρέπει να κάμουν και τα σωματεία των διαφόρων ισναφιών, γιατί όταν το Κέντρο υποστηριχτή όπως πρέπει, υλικώς και ηθικώς απ’ τους εργάτες όλους, γρήγορα θα αποχτήση ηθική και υλική δύναμι, τόση, ώστε, – όταν πια και η διδασκαλία κ.λπ. μας χαρίση κάποια μόρφωσι, ώστε να στερεωθή η ομόνοια, να κατορθωθή μια γενική και αληθινή συνένωσι των εργατικών τάξεων και μια σοβαρή εργασία για την προστασία των εργατών και τοπικώς, – με την ίδρυσι ταμείου περιθάλψεως και συντάξεως, ταμείου απεργιών, διαιτητικού συμβουλίου, το οποίο θα προσπαθή να λύη κάθε διαφορά μεταξύ εργατών και εργοδοτών, και τόσων άλλων – και νομοθετικώς, το οποίο θα κατορθωθή με την υποβολή εις την Βουλήν προστατευτικών εργατικών νομοσχεδίων που για να ψηφιστούν χρειάζεται ένωσις και επιβολή.
Στο τέλος όταν το Κέντρο μας διδάξη, μορφώση χαρακτήρας, διαπλάση ψυχάς, φωτίση πνεύματα κι συνενώσει τους εργάτας εις ένα σώμα θα είναι εύκολο πλέον να δημιουργήσωμε ένα εργατικό κόμμα ισχυρό το οποίο θα εργασθή για την αναστήλωσι της Σημαίας των αρχών μας αποτελεσματικά.
Αυτό το σύστημα της εργασίας νομίζομε ότι με το Κέντρο μας θα το επιτύχωμε, όταν μάλιστα γενή το ίδιο και στις άλλες πόλεις της Ελλάδος.
Αδελφοί εργάτες!
Καθένας γνωρίζη καλά τον πόνο του, ώστε να αναγνωρίζη τη σημασία, τη σοβαρότητα και τα μεγάλα αποτελέσματα, που θα επιτύχωμε όταν με θέλησι εργασθώμεν για την ίδρυσιν του Εργατικού Κέντρου μας.
Αδελφοί εργάτες!
Ελάτε να εργασθούμε όλοι μαζί για το συμφέρο μας και σαν άνθρωποι που είμαστε για το συμφέρο των παιδιών μας και των συναδέλφων μας. «Καθένας για όλους και όλοι για τον καθένα» ας είνε το σύνθημά μας.
Αδελφοί εργάτες!

Ενωθήτε μαζύ μας, γιατί όταν δεν ενωθήτε σημαίνει ότι είστε εχθροί της εργατικής τάξεως, της δύναμης που θα αποκτήση όταν θα είναι ενωμένη, εχθροί ακόμα του εαυτού σας, των οικογενειών σας, του μέλλοντος των παιδιών, εχθροί της Προόδου σας και της προόδου του Έθνους, εχθροί του Δικαίου και της Αλήθειας. Και Αλήθεια είναι αυτός ο Θεός. Άμα δεν ενωθήτε λοιπόν μαζύ μας θα είσθε εχθροί και αυτού του θεού.
Οι αδελφοί σας
Ν. Μαρδέλης – Γ. Κόσυβας (σιγαροποιοί) – Νικ. Παυλής (καπνοκόπτης) – Γ. Μούσιος (ράπτης) – Κ. Κοντορήγας (καραγωγεύς) – Ε. Καλύβας (καφεπώλης) – Π. Παπαθανασίου (κουρεύς), Φ. Άνινος (υποδηματοποιός), Λ. Στράτος (τσαρουχοποιός), Θεο. Κανάς, Δ. Γκουταβάς (υφαντής), Ν. Τσαγκάλας (υπάλληλος παντοπωλείου), Β. Τσιμπανούλης (πιλοποιός), Κων. Τζαμτζής (ελαιοχρωματιστής).

Όποιος θέλει να βοηθήσει το έργο μας και να συνεργασθή για το κοινό συμφέρο μας μπορεί από σήμερα να έλθει εις το Καφφενεδάκι Βασ. Ιατρού ή εις το Καφφενεδάκι ο «Εργάτης» Σ. Κουτσοβέλη, απέναντι του Ταχυδρομείου, κάθε μέρα 6-8 μ.μ., όπου θα μάθη κάθε λεπτομέρεια και θα μπορή να γραφή στον κατάλογο των συναγωνιστών. Την ερχομένη δε Παρασκευήν θα συνέλθωμεν όλοι σε ώρα και μέρος που θα κάμωμε γνωστό για να αποφασίσωμε την ίδρυσι του «Κέντρου» μας και ψηφίσουμε τον κανονισμό του».
Τον Δεκέμβριο του ίδιου χρόνου έγιναν τα εγκαίνια του Εργατικού Κέντρου Βόλου και στην πανηγυρική τελετή παραβρέθηκαν εκπρόσωποι των τοπικών πολιτικών, εκκλησιαστικών και επιχειρηματικών αρχών. Βέβαια, σχεδόν αμέσως άρχισαν και οι παρασκηνιακές ενέργειες των αρχών να ποδηγετήσουν το Εργατικό Κέντρο.
Η ίδρυση του Εργατικού Κέντρου Βόλου αποτέλεσε σταθμό για το εργατικό και συνδικαλιστικό κίνημα του «ελλαδικού» χώρου. Σε αυτό στεγάστηκαν οι δραστηριότητες των μεταρρυθμιστών σοσιαλιστών Ζάχου, Σαράτση, Δελμούζου και άλλων, οι οποίοι κατέλαβαν και τις ηγετικές θέσεις του Κέντρου, αλλά και των αναρχικών και αναρχοσυνδικαλιστών, οι οποίοι, πιστοί στις απόψεις τους, δεν επεδίωξαν να καταλάβουν ηγετικές θέσεις και αρκούνταν στην προπαγάνδα από τα κάτω.
Αμέσως άρχισαν οι διεκδικητικοί αγώνες. Στις 23 Φεβρουαρίου 1909 ξέσπασε απεργία των καπνεργατών με αιτήματα, όπως μείωση της δωδεκάωρης εργασίας και αύξηση μισθών. Μέσα σε μια βδομάδα, η απεργία αυτή πήρε δυναμική τροπή, με επιθέσεις σε καπναποθήκες, σπάσιμο τζαμιών, αποδοκιμασίες σε βάρος απεργοσπαστών, συγκρούσεις με τη χωροφυλακή και τραυματισμούς εργατών. Ακολούθησε κύμα συλλήψεων και τρομοκρατίας και η κατάσταση παρέμεινε οξυμένη για αρκετό διάστημα. Οι καπνεργάτες μετέβησαν τότε στην εκκλησία της Ανάληψης, η οποία αποτέλεσε το ορμητήριό τους και όπου έγινε μια συνέλευση, στην οποία επελέγη ο αναρχικός Γ. Αλεξανδράκης, ως πρόεδρος της απεργιακής επιτροπής. Ο Γ. Αλεξανδράκης άρχισε να εκπροσωπεί τους καπνεργάτες σε διάφορες συσκέψεις προέδρων ή εκπροσώπων συντεχνιών και σωματείων για την πορεία της απεργίας.

Ορισμένοι δυσφόρησαν με την παρουσία του, αλλά οι καπνεργάτες αρνήθηκαν να τον ανακαλέσουν και έτσι ο Γ. Αλεξανδράκης παρέμεινε ο φυσικός ηγέτης των εργατών. Στις 4 Μαρτίου τα αιτήματα των καπνεργατών έγιναν δεκτά, αλλά το βράδυ της ίδιας ημέρας ο Αλεξανδράκης συνελήφθη, κρατήθηκε στο αστυνομικό τμήμα ως ηθικός αυτουργός των συγκρούσεων και οδηγήθηκε στις φυλακές Τρικάλων. Αποφυλακίστηκε, όμως, στις 27 Μαρτίου, μαζί με δύο άλλους συγκατηγορούμενούς του καπνεργάτες, μετά από πρόταση του εισαγγελέα και παρέμεινε ελεύθερος μέχρι τη δίκη του.
Στις 25 Μαρτίου 1909, το Εργατικό Κέντρο οργάνωσε εκδήλωση για την επέτειο στην πλατεία Ελευθερίας. Μίλησαν οι δικηγόροι Σοφοκλής Τριανταφυλλίδης και Κώστας Ζάχος, για τις μεταρρυθμιστικές σοσιαλιστικές ιδέες. Οι αναρχικοί, όμως, απείχαν και προτίμησαν να κάνουν διαδήλωση στους κεντρικούς δρόμους της πόλης.
Στις 6 Σεπτεμβρίου του ίδιου χρόνου, επανεκδόθηκε ο «Εργάτης» (είχε διακοπεί η έκδοσή του για κάποιο διάστημα) και από το 31ο τεύχος του αποτελούσε πλέον το εκφραστικό όργανο του Εργατικού Κέντρου Βόλου. Οι αναρχικοί συνέχισαν να συνεργάζονται με την εφημερίδα.
Στο διάστημα ανάμεσα στην έκδοση του 33ου (27 Σεπτεμβρίου 1909) και του 34ου τεύχους (4 Οκτωβρίου 1909) εκτελέστηκε στην Ισπανία ο αναρχικός παιδαγωγός, Φραντσίσκο Φερρέρ υ Γκάρδια. Στο 34ο τεύχος του «Εργάτη» δημοσιεύθηκαν ανάμεσα στα άλλα και τα ακόλουθα:
«Το βασιλικό χέρι του Αλφόνσου εβάφη εις αίμα αθώου. Υπέγραψε την καταδίκη ενός θύματος της Αληθείας. Και ο ειρηνικός, ο μεγάλος φιλόσοφος, η σάλπιγξ της Αληθείας και του Ανθρωπισμού, ο σοσιαλιστής Φερρέρ, ύστερα από μίαν δίκην η οποία ενθυμίζει τους μαύρους χρόνους του παρελθόντος του ισπανικού κράτους, τους χρόνους της Ιεράς Εξετάσεως, εδολοφονήθη ως κακούργος, τουφεκισθείς». Ταυτόχρονα, το Εργατικό Κέντρο ανάρτησε την εικόνα του στα γραφεία του, κρέμασε στους εξώστες μαύρες σημαίες και κήρυξε πενθήμερο πένθος. Διαβάζουμε στο 35ο τεύχος του «Εργάτη»:
«ΤΟ ΕΡΓΑΤΙΚΟΝ ΚΕΝΤΡΟΝ»
Μόλις ανηγγέλθη εις το «Κέντρον» ο άγριος και δολοφονικός τουφεκισμός του μεγάλου Ευαγγελιστού των Σοσιαλιστικών Ιδεών, απεφασίσθη να κηρυχθή πενθήμερον πένθος.
Η σημαία του «Κέντρου» ανηρτήθη εις τον εξώστην περιβεβλημένη μαύρον ύφασμα. Η επιτροπή του «Εργάτου» αποφάσισε να εκδώση το σημερινόν φύλλον πένθιμον.
Σήμερον δε συνεδριάζουν τα μέλη ίνα απευθύνουν συλλυπητήριον τηλεγράφημα εις την κόρην του δολοφονηθέντος, της οποίας τα δάκρυα και αι παρεκλήσεις δεν ίσχυσαν διά να μαλάξουν την θηριώδη καρδιάν του δολοφόνου βασιλέως, όστις ηρνήθη την χάριν ο απάνθρωπος.
Επίσης σκέψις γίνεται περί διοργανώσεως πολιτικού μνημοσύνου».
Πληροφορούμαστε, ακόμα, ότι και στη Θεσσαλονίκη έγιναν κινητοποιήσεις για την εκτέλεση του Φερρέρ:
«ΤΟ ΣΗΜΕΡΙΝΟΝ ΣΥΛΛΑΛΗΤΗΡΙΟΝ ΤΗΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
Και εις την Θεσσαλονίκην λοιπόν σήμερον διενεργείται διεθνές συλλαλητήριον υπέρ του σοσιαλιστού Φερρέρ.
Το συλλαλητήριον τούτο θα είναι κάτι πρωτοφανές υπό πάσαν άποψιν διά την πόλιν αυτήν.
Ξέρετε πού οφείλεται η πρωτοβουλία;
Εις τους Βουλγάρους!
Μάλιστα εις τους βαρβάρους όπως αρέσει να τους ονομάζουν οι ψευτοπατριώται.

Μάθετε λοιπόν ότι εις την Θεσσαλονίκην υφίσταται βουλγαρικός σοσιαλιστικός σύλλογος, ο οποίος εκδίδει και εφημερίδα την «Edinsdvo» και ο οποίος έδρασε κατά τα τελευταία γεγονότα υπέρ των δικαίων και των… Ελλήνων! Ακόμη, διαμαρτυρηθείς πολλάκις και διά τας κατ’ αυτών αγριότητας των Τούρκων και των συμπατριωτών των ακόμη Βουλγάρων!
Αυτοί είναι οι βούλγαροι που προοδεύουν και αποκτούν την εκτίμησιν των ευρωπαϊκών κρατών.
Εις την Βουλγαρίαν επίσης η εξέγερσις υπέρ του Φερρέρ ήτο μεγάλη και επιβλητική.
Υπάρχουν εκεί μεγάλα εργατικά κέντρα και συνδικάτα ανεγνωρισμένα υπό της «Διεθνούς Σοσιαλιστικής Ενώσεως», υπάρχει οργανωμένον εργατικόν σοσιαλιστικόν κόμμα και σοσιαλισταί βουλευταί.
Και ημείς οι πολιτισμένοι (!) προσπαθούμε να τρεφώμεθα, διά να υπάρχωμεν, με την δόξαν των… προγόνων και των μακαρίτιδων Μαραθωνομάχων και Σαλαμινομάχων!»
.
(«Εργάτης», τεύχος 36, 11 Οκτωβρίου 1909).
Η εφημερίδα συνέχισε τα δημοσιεύματα και τις ανταποκρίσεις για το ίδιο ζήτημα:
«ΤΟ ΕΡΓΑΤΙΚΟΝ ΚΕΝΤΡΟΝ ΔΙΑ ΤΗΝ ΔΟΛΟΦΟΝΙΑΝ ΤΟΥ ΦΕΡΡΕΡ
Η πληθώρα ύλης του προηγουμένου φύλλου, παρημπόδισε την δημοσίευσιν των αποφάσεων, τας οποίας έλαβε το «Εργατικόν Κέντρον» εις έκτακτον συνεδρίασιν, μόλις ανηγγέλθη η άτιμος δολοφονίαν του Φερρέρ.
Εδημοσιεύθη εις τας εγχωρίας και Αθηναϊκάς εφημερίδας έντονον ψήφισμα διά το οποίον οι εργάται του Βόλου διαμαρτυρήθησαν, εκφράσαντες την αγανάκτησίν των και τον αποτροπιασμόν των κατά της Κυβερνήσεως και του βασιλέως της Ισπανίας διά τον στραγγαλισμόν της ελευθερίας της σκέψεως διά της δολοφονίας του Φερρέρ.
Ετάχθη πενθήμερον πένθος.
Εξεδόθη πένθιμος ο «Εργάτης».

Υπεβλήθη αίτησις εις το Δημ. Συμβούλιον όπως εις μίαν των οδών της πόλεως δοθή το όνομα του δολοφονηθέντος μάρτυρος της Αληθείας.
Ανετέθη εις την διοικητικήν επιτροπήν η διοργάνωσις πολιτικού μνημοσύνου και απεστάλη εκ μέρους των εργατικών τάξεων του Βόλου σχετικόν τηλεγράφημα εις τας παγκοσμίους σοσιαλιστικάς εφημερίδας, «Ανθρωπότητα» των Παρισίων και «Εμπρός» του Βερολίνου.
Κατά την διάρκειαν του πενθήμερου πένθους, διεκοσμήθη ο εξώστης του Καταστήματος του «Κέντρου» πενθίμως και ανεπετάσθη η ερυθρά σημαία περιβλημένη μέλαν ύφασμα».

(«Εργάτης», τεύχος 37, 18 Οκτωβρίου 1909).
«ΦΩΝΗ ΔΙΑΜΑΡΤΥΡΙΑΣ ΚΑΤΑ ΤΗΣ ΔΟΛΟΦΟΝΙΑΣ ΤΟΥ ΦΕΡΡΕΡ
ΚΑΪΡΟΝ, 5 Οκτωβρίου 1909. (Του τακτικού ανταποκριτού μας). (καθυστέρησαν).
– Χθες τη πρωτοβουλία του «Διεθνούς συλλόγου εργατών και υπαλλήλων» συνεκροτήθη πολυπληθής διαδήλωσις κατά της καταδίκης και θανατώσεως του Φραγκίσκου Φερρέρ.

Οι διαδηλωταί εγκαίρως προσκληθένετες διά καταλλήλων προγραμμάτων, συνηθροίσθησαν εις την αίθουσαν του «Κλουπ Αρμονία», όπου πολλοί ρήτορες εξεφώνησαν λόγους εις Ιταλικήν, Γαλλικήν, Ελληνικήν, και Ρωσικήν γλώσσαν.
Κατόπιν οι διαδηλωταί, φέροντες την «κόκκινην» σημαίαν του συλλόγου, διηυθύνθησαν εις το Ισπανικόν Προξενείον, προ του οποίου προέβησαν εις αποδοκιμασίας καθώς αι προ του Ρωσικού και της Ιταλικής Εκκλησίας Άγιος Ιωσήφ, κραυγάζοντες:
– Κάτω οι δολοφόνοι!
– Κάτω ο Αλφόνσος.
– Κάτω ο Τσάρος
– Κάτω ο Πάπας.
Έπειτα έφθασαν προ του Γαλλικού προξενείου, όπου ήρχισαν ζητωκραυγάζοντες υπέρ του Γαλλικού λαού, που εις τοσαύτας θυσίας υποβαλλομένου, χάριν της απελευθερώσεως των εργατών».

(«Εργάτης», τεύχος 38, 23 Οκτωβρίου 1909).

Στο μεταξύ, εκείνη την εποχή, εξαιτίας των άσχημων συνθηκών εργασίας και διαβίωσης καθώς και της έλλειψης κατάλληλης και επαρκούς ιατρικής περίθαλψης, η φυματίωση και άλλες παρεμφερείς αρρώστιες έκαναν θραύση ανάμεσα στους καπνεργάτες. Ένας από αυτούς που είχαν προσβληθεί από φυματίωση ήταν και ο Γεώργιος Κόσσυβας, ο οποίος είχε πάει για θεραπεία στη Μακρυνίτσα του Πηλίου. Ο Γεώργιος Κόσσυβας εκείνες τις ημέρες έστειλε μια επιστολή στην εφημερίδα «Θεσσαλία» της 6ης Αυγούστου 1909, απαντώντας σε επιστολή κάποιου αγνώστου στην εφημερίδα «Πανθεσσαλική», ο οποίος είχε υπογράψει με το όνομά του (του Γ. Κόσσυβα) και στην οποία έκανε λόγο ότι από το Εργατικό Κέντρο δημιουργείται Ιερός Λόχος και άλλα.
Η επιστολή του Γ. Κόσσυβα έχει ως εξής:
«Κατά του θρασυτάτου πλαστογράφου, ο οποίος χθες εις δήλωσιν δημοσιευθείσαν εις την Πανθεσσαλικήν (ενώ εγώ ευρίσκομαι εις Μακρυνίτσαν χάριν της υγείας μου), επλαστογράφησε την υπογραφήν μου, επίτηδες κατερχόμενος αύριον επιδίδω μήνυσιν – θύμα της κοινωνικής αβελτηρίας και ζωντανόν παράδειγμα της εγκληματικής αφροντιστίας και απονιάς την οποίαν δεικνύει η Πολιτεία προς τον εργάτην, ως καταστρέψας την υγείαν μου εις την τρώγλην του καπνεργοστασίου – ήμην, είμαι και θα είμαι πιστόν μέλος του Εργατικού Κέντρου και θα αγωνισθώ μέχρι τελευταίας μου πνοής υπό την ιεράν σημαίαν του. Εκείνοι δε οι οποίοι εφαντάσθησαν ότι με τας δοξομανίας τους, τον τυφλόν εγωισμόν τους, με συκοφαντίας ύπουλους, δολοπλοκίας και πλαστογραφίας θα κατορθώσουν να διασαλεύσουν τα θεμέλια, του λατρευτού μας Κέντρου, ας μάθουν ότι θα εύρωσι ατράντακτον οχύρωμά του τα πονεμένα μου στήθη και τα στήθη όλων των τιμίων εργατών οι οποίοι θα αμυνθώμεν κατά πάσης δολίας ή ατίμου επιθέσεως οιουδήποτε επιδρομέως. Ιερόν μου Λόχον έχω το Εργατικό Κέντρο μας, ουδέποτε δε με επέρασε από το νου να εγγραφώ εις τον σαπουνόφουσκο Ιερό Λόχο της Πανθεσσαλικής. Γ. Κόσσυβας σιγαροποιός».

 

Η αρχή των διώξεων

Ταυτόχρονα, άρχισαν οι επιθέσεις από την πλευρά του μητροπολίτη Δημητριάδος εναντίον του Εργατικού Κέντρου, του Παρθεναγωγείου (για το οποίο θα μιλήσουμε αργότερα), των αναρχικών και του δημοτικισμού.
Στο μεταξύ, οι μεταρρυθμιστές σοσιαλιστές είχαν αναπτύξει σχέσεις με τον Πλάτωνα Δρακούλη και τον κάλεσαν στο Βόλο να δώσει διαλέξεις. Όμως η εσωτερική κρίση που υπέβοσκε στο Εργατικό Κέντρο γενικεύτηκε καθώς με αφορμή την έντονη αθεϊστική προπαγάνδα των αναρχικών, ο Κ. Ζάχος και άλλοι μεταρρυθμιστές σοσιαλιστές ζήτησαν στις 10 Απριλίου 1910 να θεσπιστεί μια καταστατική διάταξη, σύμφωνα με την οποία να απαγορεύονται οι θρησκευτικές συζητήσεις μέσα στο Εργατικό Κέντρο. Οι αναρχικοί τότε αντέδρασαν έντονα, λέγοντας στον Κ. Ζάχο ότι πάτησε την πεπονόφλουδα που του έστρωσε το κράτος και οι υπηρέτες του, ώστε να συστηματικοποιηθούν οι διώξεις εναντίον του Κέντρου.
Αν και αρκετοί πήραν το μέρος του Ζάχου, οι αναρχικοί συνέχισαν να αντιδρούν και η κατάσταση αυτή προχώρησε σε σημείο που οι αναρχικοί, με πρωτοβουλία των Κόσσυβα και Κατσιρέλου, ζήτησαν να αποσαφηνιστεί εγγράφως το αληθινό πρόγραμμα και η προοπτική του Εργατικού Κέντρου και να διακηρυχθεί ανοιχτά και δημόσια ο ταξικός του χαρακτήρας. Πρότειναν ακόμα να τροποποιηθεί το Καταστατικό και να προσλάβει περισσότερο ταξικό προσανατολισμό, με κύρια στοιχεία την αλληλεγγύη και την αλληλοβοήθεια. Η ομάδα του Ζάχου – που ήταν και η ηγεσία του Κέντρου – δεν έκανε δεκτά τα αιτήματα και τις προτάσεις των αναρχικών. Αυτό, όμως, προκάλεσε εντονότερες αντιδράσεις από πλευράς των αναρχικών. Ο Ζάχος παραιτήθηκε από την ηγεσία και το Κέντρο ανέστειλε τις δραστηριότητές του.
Τον Ιανουάριο του 1911, οι αναρχοσυνδικαλιστές οργάνωσαν μια ακόμα απεργία των καπνεργατών μέσω της Καπνεργατικής Ένωσης, η οποία είχε περίπου 3.000 μέλη και ελεγχόταν άμεσα από αυτούς. Τα αιτήματα της απεργίας αυτής ήταν μείωση του ωραρίου εργασίας, καλυτέρευση των συνθηκών εργασίας και άλλα. Η απεργία ξεκίνησε από πέντε αποθήκες και γρήγορα επεκτάθηκε και στις υπόλοιπες. Κράτησε 18 μέρες και, τελικά, τα αιτήματα έγιναν δεκτά στο μεγαλύτερο μέρος τους.
Στις 8 Φεβρουαρίου 1911, πραγματοποιήθηκε νέα καπνεργατική απεργία. Τα Εργατικά Κέντρα Βόλου, Αλμυρού και Λάρισας (τα δύο τελευταία ιδρύθηκαν μετά από το Εργατικό Κέντρο Βόλου και υπό την επιρροή του) οργάνωσαν εκδηλώσεις συμπαράστασης. Οι καπνεργάτες της Λάρισας και του Αγρινίου απήργησαν και αυτοί σε ένδειξη αλληλεγγύης στους απεργούς του Βόλου. Αργότερα, στην απεργία προσχώρησαν και οι καπνεργάτες της Καρδίτσας. Στο Βόλο, το προεδρείο της απεργιακής επιτροπής αποτελείτο αποκλειστικά από αναρχικούς και αναρχοσυνδικαλιστές (Αλεξανδράκης, Κόσσυβας, Χειρογιώργος, Σούλιος, Σίσκος και Κοντοβράκης), οι οποίοι παρότρυναν τους απεργούς και το λαό να ξεχυθούν στους δρόμους, να επιτεθούν στα κρατικά κτίρια και σύμβολα και να εντείνουν τον απεργιακό τους αγώνα. Παρ’ ότι, όμως, η απεργία κράτησε ένα μήνα, τα αιτήματα των απεργών δεν έγιναν δεκτά αυτή τη φορά, αφού η τότε κυβέρνηση Βενιζέλου είχε αποφασίσει να θέσει τέρμα στη δραστηριότητα τόσο του Εργατικού Κέντρου Βόλου και του Παρθεναγωγείου όσο και των αναρχικών. Εγκαινιάστηκε έτσι μια περίοδος άγριων διώξεων και τρομοκρατίας, όχι μόνο στο Βόλο, αλλά σε ολόκληρη τη χώρα.
Ο πόλεμος κατά του Εργατικού Κέντρου και του Παρθεναγωγείου έφθασε στο αποκορύφωμά του, όταν ο αντιδραστικός δημοσιογράφος του Βόλου Δημοσθένης Κούρτοβικ, μέσα από την εφημερίδα του «Κήρυξ», εξαπέλυε συνεχείς ανηλεείς επιθέσεις και ύβρεις. Στις 10 Φεβρουαρίου 1911, ο μητροπολίτης της περιοχής επισκέφθηκε το Παρθεναγωγείο και είχε κάποιο επεισόδιο με την καθηγήτρια Χριστάκου, επειδή όταν μπήκε στην τάξη οι μαθήτριες δεν σηκώθηκαν όρθιες. Στις 2 Μαρτίου 1911, «αγανακτισμένοι» πολίτες, παρακινούμενοι από το Δ. Κούρτοβικ και το μητροπολίτη, πραγματοποίησαν συλλαλητήριο εναντίον του Παρθεναγωγείου και επιτέθηκαν στο γιατρό Ντινόπουλο καθώς και σε κάποιο συντάκτη της εφημερίδας «Θεσσαλία» επειδή ήσαν δημοτικιστές.

(παραθέτουμε ιστορικό αρχείο του ΔΗΚΚΙ)

Από το 1900 έως το 1912, ο δικηγόρος Σοφοκλής Τριανταφυλλίδης εξέδωσε την εφημερίδα Πανθεσσαλική, η οποία αγωνιζόταν υπέρ της αφύπνισης αγροτών και εργατών. Το 1906 κυκλοφόρησε το βιβλίο του «Οι κολίγοι της Θεσσαλίας», το οποίο αποτέλεσε ένα μανιφέστο υπέρ των φτωχών αγροτών της Θεσσαλίας και κατά των τσιφλικάδων.Την εποχή εκείνη, ο αγροτικός πληθυσμός του θεσσαλικού κάμπου ζούσε και εργαζόταν στα 360 τσιφλίκια της εποχής, σε σκληρές συνθήκες εκμετάλλευσης και φτώχειας. Μόνο σε 200 από τα συνολικά 560 χωριά οι αγρότες ήταν ελεύθεροι. Έτσι το βιβλίο χαιρετίστηκε ως μανιφέστο υπέρ των φτωχών αγροτών της Θεσσαλίας και κατά των τσιφλικάδων. Το Εργατικό Κέντρο Βόλου επιχείρησε ανοίγματα προς τους «αδελφούς αγρότες». Αυτό μαρτυρεί και η εφημερίδα του που εκδίδει το 1909 με τίτλο «Εργάτης – Γεωργός» και η οποία βρήκε μεγάλη ανταπόκριση στον κόσμο του κάμπου, επηρεάζοντας με τις ιδέες της την αγροτική εξέγερση των επόμενων ετών.Το 1907 κυκλοφόρησε η εφημερίδα Εργάτης, όργανο του βραχύβιου Πανεργατικού συλλόγου «Η Αδελφότης». Το σύλλογο συγκροτούσαν προοδευτικοί αστοί και στόχος του ήταν η επιμόρφωση και η συνδικαλιστική οργάνωση των εργατών. Αργότερα, η εφημερίδα έγινε όργανο του Εργατικού Κέντρου.Η εφημερίδα εξέφραζε τις ιδέες του δημοτικισμού και του σοσιαλισμού και προπαγάνδιζε τη δημιουργία εργατικού κινήματος. Σ” αυτή δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στα ελληνικά, το 1908, το Κομουνιστικό Μανιφέστου του Καρόλου Μαρξ σε μετάφραση Κωνσταντίνου Χατζόπουλου. Έκλεισε το 1911 -όπως και το Εργατικό Κέντρο και το Παρθεναγωγείο- μετά τις συντηρητικές αντιδράσεις των ιθυνόντων της τοπικής κοινωνίας.Το Εργατικό Κέντρο Βόλου λειτούργησε από το 1908 έως το 1911, οπότε διακόπηκε απότομα η λειτουργία του. Την πρωτοβουλία για την ίδρυσή του είχε μια ομάδα αναρχικών και σοσιαλιζόντων εργατών, κυρίως καπνεργατών και τσιγαράδων, οι οποίοι ήρθαν σε σύμπραξη με προοδευτικούς αστούς της εποχής, όπως ο δικηγόρος Κωνσταντίνος Ζάχος.</textshort>Στους κόλπους του Εργατικού Κέντρου Βόλου αναπτύχθηκαν δύο παράλληλες δράσεις. Οι εργάτες αναρχοσυνδικαλιστές εργάζονταν για την οργάνωση των εργατικών αγώνων και διεκδικήσεων, ενώ παράλληλα οι αστοί διανοούμενοι οργάνωναν διαλέξεις και μαθήματα για την επιμόρφωση των εργατών. Στα μαθήματα αυτά δίδαξαν, σε δημοτική γλώσσα, πράγμα πρωτοφανές για την εποχή, μορφές όπως: ο Σοφοκλής Τριανταφυλλίδης, ο Αλέξανδρος Δελμούζος, ο Τάκης Οικονομάκης. Σύντομα ωστόσο, το Εργατικό Κέντρο άρχισε να δέχεται πολλαπλές επιθέσεις, κυρίως για την ιδεολογική ταυτότητα των μελών του, οι οποίοι κατηγορούνταν ως «άθεοι, αναρχικοί, σοσιαλιστές, μαλλιαροί, σλαβόφιλοι, προδότες …». Το αποτέλεσμα ήταν το κλείσιμο του κέντρου το 1911 και η παραπομπή σε δίκη των πρωτεργατών του τον Απρίλιο του 1914.Τα γεγονότα των λεγόμενων «αθεϊκών» του Βόλου ξεκίνησαν από την αντίδραση στο Ανώτερο Παρθεναγωγείο του Βόλου, το οποίο κατηγορούνταν ως «άντρο» ανηθικότητας και κέντρο των «μαλλιαρών» (δηλ. δημοτικιστών), που θεωρούνταν εχθροί της θρησκείας.Τα «αθεϊκά» εντάσσονται στο ευρύτερο πλαίσιο του διχασμού που ξεσπά γύρω από το γλωσσικό ζήτημα μεταξύ δημοτικιστών και οπαδών της καθαρεύουσας, με την ισχυρή συμμετοχή της Εκκλησίας υπέρ των δεύτερων. Στο πλαίσιο αυτό ανακαλύπτονται και στο Βόλο οι «εχθροί» της πολιτείας, της θρησκείας και της οικογένειας στους κύκλους των μορφωμένων και των εργατών, οι οποίοι δραστηριοποιούνταν δυναμικά εκείνη την εποχή. Έτσι, εκτός από το Παρθεναγωγείο, κλείνει το Εργατικό Κέντρο Βόλου, ενώ διώκονται ποινικά για «αθεϊσμό» 21 άτομα. Η ετυμηγορία της δίκης του Ναυπλίου, το 1914, ήταν αθωωτική για όλους τους κατηγορούμενους, ανακόπηκε ωστόσο η προοδευτική κοινωνική δράση τόσο του Παρθεναγωγείου του Βόλου όσο και του Εργατικού Κέντρου. Οι δεκαετίες 1910 και 1920 χαρακτηρίζονται από μία αυξανόμενη λαϊκή δυσαρέσκεια, που επικεντρώθηκε στην αυξημένη τιμή του ψωμιού και στην αλόγιστη κερδοσκοπία των αλευροβιομηχάνων και αλευροπωλών. Το πρώτο σχετικό συλλαλητήριο οργανώθηκε το Γενάρη του 1917 και ακολούθησε το μεγάλο συλλαλητήριο του Φεβρουαρίου του 1921, το οποίο έγινε αιτία πολλών ταραχών στην πόλη.Το συλλαλητήριο του Φεβρουαρίου οργανώθηκε από την Πανεργατική Ένωση, η οποία άρχισε να δραστηριοποιείται το 1914, μετά τη δίκη των Αθεϊκών. Βασικοί ομιλητές ήταν οι Αβραάμ Μπεναρόγια, εκπρόσωπος της Φεντερασιόν Θεσσαλονίκης, Θ. Αποστολίδης, γραμματέας της Πανεργατικής, και Σπ. Σταυράκης, καπνεργάτης. «Το σύνθημα για την έναρξη των ταραχών δόθηκε όταν ο Μπεναρόγια ακούγοντας ήχο πιάνου από ένα γειτονικό σπίτι σε μια αποστροφή του λόγου του είπε: «Ενώ εμείς μιλάμε για την πείνα του λαού, αυτοί παίζουν πιάνο!». Το πλήθος ξεχύθηκε και άρχισε να καταστρέφει ό,τι έβρισκε στο δρόμο του. Οι καταστροφές συνεχίστηκαν και τη νύχτα. Την επομένη έγιναν συλλήψεις 109 ατόμων, μεταξύ αυτών και του Μπεναρόγια, ενώ οργανώθηκε αντισυλλαλητήριο από τους εμπόρους της πόλης και το Εργατικό Κέντρο, το οποίο εκείνη την περίοδο διοικούνταν από συντηρητικά στοιχεία…». Με εισαγγελική εισήγηση, στις 22 Φεβρουαρίου 1922, αποφασίστηκε η διάλυση της Πανεργατικής Ένωσης.
Επίθεση δέχθηκαν και ο Κώστας Ζάχος, ο δημοσιογράφος Τάκης Οικονομάκης, αλλά και ο Γεώργιος Κόσσυβας. Μερικοί κινήθηκαν εναντίον του κτιρίου του Παρθεναγωγείου και του σπιτιού του Δελμούζου, απειλώντας να τα κάψουν, αλλά αυτά φρουρούνταν. Η αντίδραση είχε ήδη καταφέρει καίρια κτυπήματα στο Παρθεναγωγείο και στους δημοτικιστές. Την ίδια ημέρα, το δημοτικό συμβούλιο Βόλου αποφάσισε την οριστική κατάργηση του Παρθεναγωγείου. Μειοψήφησαν τέσσερις σύμβουλοι, οι Α. Κουτσαγγέλης, Ζ. Παρθένης, Α. Παπαγεωργιάδης και ο Δημήτρης Σαράτσης, ο οποίος και παραιτήθηκε από το σώμα σε ένδειξη διαμαρτυρίας.
Η Εργατική Πρωτομαγιά αυτή τη χρονιά, γιορτάστηκε στο Βόλο με τη διοργάνωση ενός είδους συνεδρίου, στο οποίο μίλησαν ο Κ. Ζάχος, ο Ασπιώτης και ο αναρχίζων Δημοσθένης Μπιτσάνης, από τη Λάρισα.
Από το τεύχος 68, που κυκλοφόρησε στις 22 Ιουνίου 1911, επανεκδόθηκε ο «Εργάτης», αλλά ως «Εργάτης-Γεωργός», με τον υπότιτλο «Εφημερίς σοσιαλιστική και δισεβδομαδιαία» και ως όργανο των Εργατικών Κέντρων Βόλου και Λάρισας.
Ταυτόχρονα, το Εργατικό Κέντρο μήνυσε τον Δ. Κούρτοβικ, χωρίς, όμως, αποτέλεσμα, ενώ είχαν ήδη τερματιστεί οι ανακρίσεις για το Παρθεναγωγείο και η όλη υπόθεση, με το γενικό τίτλο «Αθεϊκά», διαβιβάστηκε στην Εισαγγελία Εφετών.
Έγραφε τότε ο Σπύρος Μελάς, ανάμεσα στα άλλα στην εφημερίδα «Χρόνος» της Αθήνας (το εν λόγω άρθρο αναδημοσιεύτηκε και από την εφημερίδα «Εργάτης-Γεωργός» του Βόλου, με το τον τίτλο «ΣΚΕΨΕΙΣ ΚΑΙ ΚΡΙΣΕΙΣ. ΑΘΕΟΙ», στο τεύχος 81, 10 Αυγούστου 1911):
«Γεγονότα περίεργα κύριοι: Πυρετώδεις ανακρίσεις γίνονται εις τον Βόλον εναντίον μερικών εργατών, οι οποίοι, ως λέγουν, είνε ύποπτοι αθεΐας. Εξ άλλου η Επισκοπή της ιδίας πόλεως δι’ εγγράφου της γνωστοποιεί ότι τα εκεί εργατικά Σωματεία δικαιούνται να τύχουν της ευλογίας της Εκκλησίας εάν πρεσβεύουν ότι αι αρχαί του σοσιαλισμού δεν συγκρούονται προς τα διδάγματα του Ευαγγελίου. Εν πρώτοις, λοιπόν, λαμβάνω την τόλμην να κάμω την παρατήρησιν ότι με κανενός είδους ανάκρισιν δεν είνε δυνατόν να εξακριβωθή αν ο τάδε ή ο δείνα είνε άθεος, εφόσον αυτός δεν το εκήρυξεν εις σύγγραμμα, φυλλάδιον, εφημερίδα, έντυπον οιονδήποτε ή δημοσίαν συνάθροισιν.
Άλλως τε γνωρίζω πολύ καλά ότι κανείς εργάτης εις τον Βόλον δεν φημίζεται ως σπουδαίος συγγραφεύς ή διάσημος ρήτωρ, δυνάμενος να κλονίση την πίστιν του πλησίον του. Η μικρά εφημερίς, την οποίαν εκδίδει το εκεί Εργατικόν Κέντρον, υποστηρίζει απλώς τα συμφέροντα της τάξεώς των, και είθε το ίδιο να έκαμαν και αι άλλαι τάξεις της κοινωνίας, η κάθε μία χωριστά, διότι τότε ο Τύπος θα ήτο ασυγκρίτως καλλίτερος.
Εις την εφημερίδαν εκείνην δεν εδημοσιεύθη ποτέ άρθρον ή μελέτη αρνητική απλώς ή προσβλητική του θείου. Και κανείς εργάτης εις τον Βόλον ή αλλού εκήρυξεν δημοσία την αθεΐαν».
Και ενώ ο Κούρτοβικ συνέχιζε τις επιθέσεις του και οι εισαγγελείς μελετούσαν την υπόθεση, ο Γεώργιος Κόσσυβας έστειλε επιστολή στον «Εργάτη-Γεωργό» (10 Αυγούστου 1911) στην οποία έκανε λόγο για την μπροσούρα του Γιώργου Τελεμίτη «Κάτω τα είδωλα», στέλνοντας, μάλιστα, για δημοσίευση και δύο άρθρα από την μπροσούρα αυτή. Η εφημερίδα τα δημοσίευσε, με τη σημείωση ότι δεν συμφωνούσε με το περιεχόμενο. Ακόμα στο ίδιο τεύχος, δημοσιεύθηκε ένα ακόμα άρθρο του Γ. Κόσσυβα για τη ζωή και το έργο του Μιχαήλ Μπακούνιν, στο τέλος, επίσης, του οποίου υπήρχε σημείωση της σύνταξης της εφημερίδας, με την υπόδειξη ότι πρέπει να γίνεται διαχωρισμός των σοσιαλιστικών από τις αναρχικές ιδέες (!).
Η επιστολή του Γεωργίου Κόσσυβα και η απάντηση-σχόλιο της σύνταξης της εφημερίδας είχαν ως εξής:
«Αγαπητέ “Εργάτη”. Σας στέλνω σήμερα δύο άρθρα “Παγκόσμιος Οδύνη» και “Γη και Ελευθερία». Είναι και τα δύο από το πολυθρύλητο φυλλάδιο “Κάτω τα Είδωλα” δια το οποίον έγινε τόσος λόγος και το οποίο έχει εκδώσει στην Αίγυπτο κάποιος Γ. Τελεμίτης. Είνε αλήθεια ότι το βιβλίο αυτό περιέχει και πράγματα και ιδέες πρόωρες και ακατάληπτες για τους Έλληνες εργάτες που είνε δυστυχώς αμόρφωτοι ακόμα και πνιγμένοι σε φανατισμούς και προλήψεις. Σ’ αυτούς αληθινά τέτοια βιβλία και ακατάληπτα και ανωφελή είνε.
Εν τούτοις ελπίζω ότι θα φιλοξενήσετε στην εφημερίδα σας τα δύο αυτά άρθρα πρώτα γιατί ο “Εργάτης-Γεωργός” διαβάζεται από μορφωμένους ως επί το πλείστον εργάτας ώστε να μην υπάρχη φόβος να παρερμηνευθούν και να παρεξηγηθούν και δεύτερο γιατί μ’ αυτά κυρίως τα άρθρα ησχολήθη ο λιβελογράφος Ιωαννίδης ο Κουρτοβίκιος δημοσιεύων κομματιαστά όσα τον συνέφεραν με σατανική προσπάθεια να τα διαστρέβλωση ώστε να μη φαίνεται το γενικό και αληθινό πνεύμα του συγγραφέως ο οποίος εις αυτά τουλάχιστο τα άρθρα λέγει τρανές αλήθειες (κατ’ εμέ) τας οποίας γράφει διότι είνε πεποιθήσεις κaι ιδεώδη του χωρίς να πληρώνεται γι’ αυτό ούτε να πουλάη τη συνείδησί του χάρι του Μαμμωνά, όπως κάμνει ο… προστάτης του θεού Κουρτοβίκιος.
Πρέπει άλλως τε σιγά σιγά να νοιώση ο κόσμος ότι αναρχισμός δε θα πει μπόμπα και δυναμίτις, αλλ’ ότι είνε σύστημα φιλοσοφικό με ορισμένας αρχάς που συζητούνται σοβαρά και από σοβαρά πνεύματα σ’ όλα τα άλλα κράτη.
Σημ. «Ε-Γ» Συμφώνως προς την αρχήν που εξ αρχής ελάβαμεν, δημοσιεύομεν τα δυο ρηθέντα άρθρα διότι ο «Εργάτης-Γεωργός» αποτελεί και ελεύθερον δημοσιογραφικόν βήμα δημοσιεύων και άρθρα με των οποίων το περιεχόμενον δεν συμφωνεί πολλάκις. Λαμβάνοντας εν τούτοις αφορμήν από την επιστολήν του αποστολέως, εν σχέσει προς όσα γράφει δια το φυλλάδιον «Κάτω τα είδωλα» και τον αναρχισμόν, σημειούμεν, ότι καθ’ ημάς το ρηθέν φυλλάδιον περιέχει μεν και αληθείας, αλλά συγχρόνως εκθέτει και ιδέας τελείως παρακεκινδυνευμένας εις άλλα μάλιστα άρθρα του, όλως διόλου δε αστηρίκτους επιστημονικάς και ουτοπιστικάς.

Προκειμένου λοιπόν περί εργατών οι οποίοι δεν έχουν ακόμη αντίληψιν του ανθρωπισμού των και των στοιχειωδεστάτων κοινωνιστικών αρχών, προκειμένου ακόμη περί πεπαιδευμένων αλλ’ αξέστων κοινωνιολογικώς και αμορφώτων, τοιαύται ιδέαι όχι μόνον «ακατάληπται και πρόωροι και ανωφελείς’ είναι, όπως λέγει ο επιστολογράφος, αλλά και επιβλαβέσταται και εις αυτούς και εις τον αγώνα τον σοσιαλιστικόν του οποίου ημείς ετάχθημεν στρατιώται, καθιστάμεναι πηγαί ακένωτοι συκοφαντιών και παρερμηνειών υστεροβούλων και ανυστεροβούλων κατά του ιδικού μας σοσιαλιστικού αγώνος, όχι μόνον εκ μέρους των εχθρών των υπούλων και δολίων, αλλά και εκ μέρους ειλικρινών τινών χαρακτήρων αλλ’ αδαών εις τα ζητήματα ταύτα, αμορφώτων ή φανατικών.
Επίσης η εφημερίς μας σεβομένη τας αρχάς του φιλοσοφικού αναρχισμού, όπως πάσαν άλλην αρχήν, δεν έπεται ότι συμφωνεί προς αυτάς. Τουναντίον δεν αποδέχεται ποσώς αυτάς όχι διότι θεωρεί αυτάς επικινδύνους ή ανηθίκους κλπ. αλλά διότι ευρίσκει ότι δι’ αυτάς η επιστήμη δεν οικοδόμησε ακόμη βάσιν ουδέ θεμέλιον. Τας εξηγήσεις ταύτας δίδουσα η εφημερίς μας εθεώρησεν αυτάς αναγκαίας και διά το μέλλον».
Και ακολουθεί στο ίδιο τεύχος η δημοσίευση των κεφαλαίων του «Κάτω τα Είδωλα», «Παγκόσμιος Οδύνη» και «Γη και Ελευθερία». (Ολόκληρο το κείμενο περιέχεται στο υποκεφάλαιο για τους Έλληνες αναρχικούς της Αιγύπτου).
Τα Εργατικά Κέντρα Βόλου και Λάρισας, διαλύθηκαν, τελικά, μεταξύ τέλους του 1911 και αρχών του 1912.

 

 

Η δράση των αναρχικών

Επανερχόμενοι στους αναρχικούς και αναρχοσυνδικαλιστές του Βόλου, να επαναλάβουμε ότι, πιστοί στις ιδέες τους, δεν ανέλαβαν ποτέ ηγετικές θέσεις στο Εργατικό Κέντρο Βόλου, γιατί αυτό αποτελούσε ένα από τα μέσα της δράσης τους, όπως έλεγαν και οι ίδιοι. Η συνύπαρξή τους με τους σοσιαλιστές δεν τους εμπόδισε να αναπτύξουν ξεχωριστή δραστηριότητα και προπαγάνδα. Στην πραγματικότητα, οι αναρχικοί είχαν ελάχιστη επαφή και συνεργασία με την ομάδα του Ζάχου, παρά τη συνύπαρξή τους στο Εργατικό Κέντρο.
Ο Αλεξανδράκης, ο Κόσσυβας, ο Κατσιρέλος και άλλοι, προσπάθησαν να αποτρέψουν τους εργάτες από το να δεχθούν τις μεταρρυθμιστικές απόψεις του Ζάχου και των άλλων σοσιαλιστών, προτρέποντάς τους διαρκώς σε άγριες απεργίες και μαχητικές διαδηλώσεις. Ακόμα, οι περισσότεροι εναντιώθηκαν στους Βαλκανικούς Πολέμους, πριν ακόμα αυτοί ξεσπάσουν, καθώς και στην ιδέα της πατρίδας, προβάλλοντας πάντα ιστορικά και κοινωνικά παραδείγματα. «Πηγαίνουμε στο στρατό μόνο και μόνο για να φυλάμε και να πολεμάμε για τα κτήματα των πλουσίων», έλεγαν.

Υπήρξαν και αναρχικοί, όμως, όπως οι Χειρογιώργος και Νικολαΐδης, οι οποίοι αναγκάστηκαν να πάρουν μέρος στους Βαλκανικούς Πολέμους ως στρατιώτες και ίσως να σκοτώθηκαν στο μέτωπο, γιατί τα ίχνη τους χάθηκαν μετά το τέλος των πολέμων. Οι αναρχικοί προπαγάνδιζαν, επίσης, την άμεση εναντίωση στις εθνικοαπελευθερωτικές ψυχώσεις και στις επετείους της 25ης Μαρτίου διοργάνωναν διαδηλώσεις με μαύρες και κόκκινες σημαίες και αντιπολεμικά συνθήματα.
Η κύρια δράση τους, όμως, εκτυλίχθηκε και συστηματοποιήθηκε στα καπνεργοστάσια, αλλά και στα καφενεία και, κυρίως, στο καφενείο «Κόκκινος Σκούφος», στο οποίο σύχναζαν οι περισσότεροι. Προωθούσαν απόψεις των Μ. Μπακούνιν και Π. Κροπότκιν. Τους αρκούσαν οι άγριες απεργίες και η μετωπική αντιπαράθεση με τις τοπικές δυνάμεις του κεφαλαίου και του κράτους, ενώ οι σοσιαλιστές ασχολούνταν με την οργάνωση διαλέξεων, στις οποίες οι αναρχικοί έπαιρναν μέρος μόνο ως ακροατές. Διένειμαν μπροσούρες όπως το «Κάτω τα είδωλα» και άλλες που τους στέλνονταν από την Αλεξάνδρεια, το Κάιρο, την Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη. Το ρόλο του συνδέσμου είχε αναλάβει ο περιοδεύων Κλεάνθης Νικολαΐδης. Αλληλογραφούσαν με αναρχικές ομάδες του εξωτερικού και παρελάμβαναν τα έντυπά τους. Επίσης, ο Καρασεΐνης είχε πάει στην Καβάλα και είχε έρθει σε επαφή με αναρχικούς της πόλης, για τους οποίους, όμως, δεν αναφέρεται λέξη από τους ιστορικούς και έτσι δεν υπάρχει καμία διαθέσιμη μαρτυρία για τη δράση τους.

Όπως είπαμε πριν, εκτός από τον Γ. Αλεξανδράκη, σημαντική φυσιογνωμία ανάμεσα στους αναρχικούς ήταν ο Γεώργιος Κόσσυβας, ο οποίος ήταν τσιγαράς και επέστρεψε στο Βόλο το 1906 από την Αλεξάνδρεια, όπου είχε γίνει αναρχικός. Ήταν αυτοδίδακτος. Δεν είχε τελειώσει ούτε το δημοτικό σχολείο, αλλά διέθετε συγκροτημένη σκέψη και είχε αρκετές γνώσεις για φιλοσοφικά και κοινωνικά ζητήματα. Ήταν από τους πρωτεργάτες της ίδρυσης του Εργατικού Κέντρου Βόλου. Έγραψε αρκετά άρθρα και σχόλια σε διάφορα έντυπα. Υποστήριζε, επίσης, τις απόψεις του Δαρβίνου για την καταγωγή του ανθρώπινου είδους.
Παραθέτουμε στη συνέχεια κείμενο του Γεωργίου Κόσσυβα που δημοσιεύτηκε στο τεύχος 69, 25 Ιουνίου 1911, της εφημερίδας «Εργάτης-Γεωργός» των Εργατικών Κέντρων Βόλου και Λάρισας (με μικρό πρόλογο της σύνταξης):
«ΕΡΓΑΤΑΙ ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΥΝΤΕΣ
 (Ευχαρίστως, τας κάτωθι ιδέας του Εν Βόλω γνωστού εργάτου σοσιαλιστού Γ. Κόσσυβα με τινας των οποίων ίσως δεν συμφωνούμε, δημοσιεύομεν, με σκοπόν να ενθαρρύνωμεν και άλλους εργάτας να εκθέτουν τας ιδέας των διά της εφημερίδος, πράγμα που συντείνει εις το να μάθουν να σκέπτωνται και να αποκτούν δική τους γνώμη. Το δημοσίευμα τούτο καταχωρίζομεν ακριβώς όπως έχει, διορθόνοντες μόνον την ορθογραφίαν του και ελπίζομεν να γίνη τούτο αιτία να ανοιχθή συζήτησις και επί του αυτού και επί άλλων θεμάτων, εκ της οποίας πάντοτε θα προκύψη ωφέλεια. Αναμένομεν μιμητάς. Σημ. ο γράφων εργάτης είναι απόφοιτος της Γης του Δημοτικού.)

– Έχουν οι εργάτες πατρίδα;
Πολύς λόγος γίνεται αυτές τες ημέρες από διάφορους εκμεταλευτάς οσίων και πατρίων και φωνάζουνε από τον μικρότερον μέχρι τον μεγαλύτερον: «Αυτοί οι σοσιαλισταί θέλουν να μας χαλάσουν την πατρίδα» κλπ. και πολλοί απ’ αυτούς είνε και εργάτες και ακολουθούν και αυτοί ως όργανα τυφλά τους δημίους αυτούς όπου τους έχουν φέρει εις την άθλια κατάστασι που βρίσκονται δηλαδή στη φτώχια, στην κακομοιριά, στη στέρησι και σ’ αυτή την έλλειψι του ανθρωπισμού. Αλλά θα μου πη κάποιος: «Οι εργάτες δεν πρέπει να πονούν και να σκοτώνωνται για την πατρίδα;» Η απάντησις είνε εύκολη. Εγώ απαντώντας ερωτώ: Οι εργάτες έχουν πατρίδα;

Η ιδέα μου είνε ότι οι εργάτες στερούνται πατρίδος δια τους εξής λόγους.
Ας υποθέσωμε ένα εργάτη που εργάζεται 40-50 χρόνια εις τη ζωή του πληρώνοντας φόρους και παράγοντας με την εργασίαν του πλούτον και βαστάζοντα έτσι τα βάρη της πατρίδος και επειδή τώρα δεν έχει την νεότητα όπου είχε μια φορά για δουλέβη 12-16 ώρες την ημέραν ή επειδή είνε άχρηστος πια στο εργοστάσιό του με την εφεύρεσι μιάς μηχανής και παύεται, ή επειδή δουλεύοντας σε κάπια μηχανή έκοψε το χέρι του, ή επειδή δουλεύοντας σε κάπιο μπουντρούμι όπου το ονομάζουνε εργοστάσιο απολαμβάνει για ανταμοιβή το μικρόβιο της φθίσεως, για όλα αυτά τα επειδή ας τον φανταστούμε χωρίς δουλιά. Που τραβάει;
Στην πείνα, την αρρώστια και το θάνατο ή στο έγκλημα, την κλοπή και τη φυλακή: Κι’ αυτό γιατί η πατρίδα για το καλό της οποίας δούλεβε σ’ όλη του τη ζωή, τον εγκαταλίπει άσπλαχνα και άγρια στην τύχη του. Μην αλησμονείτε όμως πως όταν ήτανε νέος και γερός δούλεψε χρόνια παρήγαγε με την εργασίαν του πλούτο και μ’ αυτόν και τους φόρους του και τη στρατιωτική του υπηρεσία, με το αίμα του και τον ιδρώτα του, στήριξε την πατρίδα του και διατηρούσε τας ανάγκας του Κράτους σαν αληθινό παιδί μιάς καλής μάνας. Τώρα βρίσκεται χωρίς δουλιά, ανίκανος για δουλιά και έχει και 3-4 παιδάκια. Σπήτι δεν έχει και κάθεται με το ενοίκιο σε κανένα καμαράκι ισόγειο και υγρό αλλά και υπ’ αυτού ο σκληρός ιδιοκτήτης (που προσπαθεί να πείση πως είνε θέλημα θεού νάχη αυτός καμμιά δεκαριά σπήτια και θέλημα θεού να πεθαίνη ο άλλος από πείνα και κακομοιριά) ο ιδιοκτήτης λοιπόν επειδή δεν παίρνει ενοίκιο αμέσως τον πετάει έξω. Και να τώρα ο καλός μας εργάτης βρίσκεται πεταμένος στους δρόμους χωρίς νάχη κι’ αυτό το ψωμί. Και η πατρίδα;
Η πατρίδα τον αφήνει να ψοφήση σα σκύλος. Κωφαίνεται στες παρακλήσεις του φτωχού και εγκαταλειμένου παιδιού της, ενώ άλλοι παρηγορηταί, ψυθυρίζουν στ’ αυτί του πως «τον αγαπά ο θεός και τον παιδεύει» πως θα βρή ανταμοιβή!.. – αφού ψοφήση πρώτον από δυστυχία- εις τους ουρανούς. Σας ερωτώ τώρα εσάς φωνακλάδες που δε μάθατε τίποτε άλλο παρά με τι τρόπο να εκμεταλλεύεστε τον λαόν.
Πού είνε η πατρίδα γι’ αυτούς τους ανθρώπους που πεθαίνουνε στο δρόμο και για τόσες άλλες υπάρξεις που τες καταπίνει η κοινωνική άβυσος; Αποτείνομαι και σε σας εργάτες. Βλέπετε ότι η σημερινή πατρίδα όπως γίνηκε στα χέρια των εκμεταλλευτών, δεν είνε αληθινή πατρίδα ούτε καλή μητέρα όπως μας λένε από μικρά παιδιά; γιατί αν ήτανε καλή μητέρα θα φρόντιζε για όλα της τα παιδιά. Βλέπετε ότι η σημερινή πατρίδα την μεταμόρφωσαν σε μητρυιά που τα αγαθά της τα μοιράζει σε ολίγους μονάχα κηφήνας που κυριαρχούν και την τρυγούν, ενώ σ’ εμάς τους πολλούς και εργαζομένους μας αφήνει μονάχα, να γνωρίζωμε τον πόνον και την αθλιότη και μας βάνει καμμιά φορά να χάνωμε τη ζωή μας και να χύνωμε το αίμα μας για να φυλάμε τα διάφορα συμφέροντα της πλουτοκρατίας, τα τσιφλίκια τους και της τράπεζές τους, την ησυχίαν τους ακόμα, αφήνοντας τα παράσημα, τους παχείς μισθούς και τα γαλόνια, για τους κηφήνας πάλι της πλουτοκρατίας;
Αλλά σταθήτε εκμεταλλευταί της ανθρωπότητος. Αρκετά χρόνια μας γελούσατε μ’ αυτές τες άγαρμπες ψευτιές. Άρχισαν πλέον οι εργάτες να βλέπουν καλά τον κάθε ρόλο που παίζετε σε κάθε Κράτος, και σιγά σιγά αλληλοφωτιζόμενοι εμείς οι ίδιοι εργάτες, θα αντιληφθούμε όλες αυτές τες ψευτιές σας με τες οποίες στήνετε εμπόδια στο δρόμο μας, στο δρόμο της Προόδου και τότε θα γίνομε και εμείς καλλοί πατριώτες αφού μεταμορφόσωμε την Πατρίδα μας σ’ αληθινή πατρίδα, μητέρα πράγματι, που να φροντίζη αληθινά για όλα της τα παιδιά, πατρίδα που να στηρίζεται στην αληθινή Δικαιοσύνη.
Βόλος
Γιώργ. Δ. Κόσσυβας
Εργάτης».

Το παρακάτω κείμενο είναι, επίσης, του Γ. Κόσσυβα και δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Εργάτης-Γεωργός», τεύχος 78, 27 Ιουλίου 1911:
«ΕΛΕΥΘΕΡΟΝ ΒΗΜΑ
ΕΡΓΑΤΑΙ ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΥΝΤΕΣ
ΑΠΟ ΟΣΑ ΑΚΟΥΩ ΚΑΙ ΑΝΤΙΛΑΜΒΑΝΟΜΑΙ

Και βουίζει ο κόσμος: «Σοσιαλισταί εδώ, αναρχικοί εκεί, πάει καταστραφήκαμε!» Έχουν δίκαιον να τα λεν αυτά όσοι ανήκουν εις την τάξιν των πλουτοκρατών και καλογήρων και εις την τάξιν των λοιπών κηφήνων, διότι αντιλαμβάνονται ότι κινδυνεύουν τα συμφέροντά των. Αλλά από την τάξιν των δυστυχισμένων εργατών, τι κίνδυνον βλέπουν και φωνάζουν και αυτοί μαζή με τους νεκροθάπτας της ανθρωπότητος, ενώ γι’ αυτούς αρχίζει να ανατέλλη κάποιος ήλιος δικαιοσύνης και ευτυχίας, που μέχρι σήμερα ευρίσκονται εις το σκότος και την κακομοιριά, χωρίς να γνωρίζουν ποια θέσι κατείχον σ’ αυτή την κοινωνία;! Αλλά αν συμβαίνη πολλοί από τους εργάτες να ενώνουν φωνήν διαμαρτυρίας μαζή με τους τυράνους των κατά του σοσιαλισμού που είνε ο ελευθερωτής των, δεν σημαίνει τίποτε.

 Αν δεν γνωρίζουν ακόμη τον προορισμό του δεν θα αργήση πολύ που αυτοί οι ίδιοι θα αντιληφθούν τα κατορθώματα και τας παγίδας της πλουτοκρατίας που φρόντιζε πάντοτε και με κάθε τρόπον φροντίζει να τους διαστρεβλώνη την αλήθεια και το μυαλό τους, τυφλώνοντάς τους με μεγάλες ψεύτικες ιδέες και προλήψεις, που τες εμφυτεύει στη ψυχή τους από τη στιγμή που βλέπουν το φως!
Αν τώρα επίσης βλέπομεν την πλουτοκρατίαν και την κληροκρατίαν να απολαμβάνουν ήσυχοι την βασιλείαν των, την οποίαν απέκτησαν αφού μας ετύφλωσαν, αφού αφήρεσαν κάθε συνείδησιν αληθείας και δικαιωμάτων από τον λαόν τον οποίον διήρεσαν εις διάφορα έθνη και θρησκεύματα, τάχα θα την απολαμβάνουν την βασιλείαν των αυτήν επ’ άπειρον;
Όχι, χίλιες φορές όχι! Απαντά ο σοσιαλισμός και αναρχισμός τους οποίους αυτοί, καθώς και παραπάνω εσημείωσα, φοβούνται ακριβώς διότι είνε εις θέσιν αυτοί να γνωρίζουν καλά ότι άμα κυριαρχήσουν αυτές οι ιδέες, παύει πλέον η Βασιλεία των! Γι’ αυτό φωνάζουν διαρκώς, διότι θέλουν να βαστούν ημάς τους εργάτας αιωνίως εις τον ύπνον της αγνοίας, διά να απολαμβάνουν αυτοί των αγαθών της γης και σ’ εμάς τους εργάτες να αφίνουν την πείναν και την δυστυχίαν, τάζοντάς μας διαρκώς ανταμοιβάς εις τον ουρανόν.
Και όμως ο αγαθός λαός δεν κάμνει κάποια κρίση για να δη ότι είνε μεγάλη και πολύ ύποπτος αυτή η γενναιοδωρία τους! Να χαρίζουν σ’ εμάς τα αγαθά της ουρανίας βασιλείας και να μη τα κρατούν για τον εαυτό τους!; Μα δεν είνε αλήθεια ύποπτο και περίεργο αυτό; Να προσπαθούν αυτοί με κάθε τρόπο, καταπίεσι, εκμετάλευσι, τυρανία, να απολαμβάνουν τα αγαθά της επιγείου ζωής, να τα υστερούν από ημάς και να μας παρηγορούν και μας χαρίζουν αιωνίως τα ουράνια αγαθά, χωρίς να μας δίδουν κάποιο μερτικό που μας αναλογεί και από τα επίγεια;
Αδελφοί εργάτες!

 Πάψτε πλέον ανόητοι να τρέμετε, (ακούοντας τα λόγια τα γλυκά της αλεπούς πλουτοκρατίας) μπρός εις τον Σοσιαλισμό, αλλά αρχίσατε να μελετάτε και να φωτίζεσθε διαβάζοντας, αν όχι τα όσα εγώ σας γράφω (εγώ είμαι απλούς εργάτης) αλλά τα όσα είπαν και γράφουν τόσοι άλλοι σοφοί άνθρωποι που μελετήσανε καλά την κοινωνία και ίδανε ότι ο οργανισμός της είνε άρρωστος αφού δημιουργεί τόσον μεγάλη οικονομική ανισότητα, που είνε πηγή της δυστυχίας των πολλών και εργαζομένων χάριν των ολίγων κηφήνων, πηγή αδικιών και εγκλημάτων, που ποτέ δεν θα εκλείψουν με το σημερινό κοινωνικό καθεστώς. Το φάρμακον προς θεραπείαν της αρρώστιας της κοινωνίας, το υποδεικνύει ο σοσιαλισμός. Την θεραπείαν μη την περιμένομεν από τας σημερινάς Βουλάς και από ανορθωτικάς κυβερνήσεις, τα όργανα της πλουτοκρατίας, που προσπαθούν να ανακόψουν την ορμή μας με τα ψίχουλα που μας σερβίρουν κάθε τόσο με δήθεν προστατευτικούς νόμους!
Ο σοσιαλισμός, ο ανόθευτος από την αστική επίδραση, δε θέλει να διορθώση το σάπιο κοινωνικό οικοδόμημα με ψευτοσοφατίσματα και χρωματίσματα. Αυτό θα ήταν νέα χειρότερη πλάνη! Θέλει να γκρεμίση σιγά σιγά το παληόσπητο αυτό, να το ανατρέψη εκ θεμελίων κτίζοντας το νέο ατράνταχτο και μεγαλόπρεπο.
Πρέπει λοιπόν ημείς οι ίδιοι εργάτες αφού αποκτήσωμεν συνείδησιν δικήν μας, της τάξης μας και αφού ανοίξωμε καλά τα μάτια μας και δούμε τι ευτυχία μας αφήρεσαν, να οργανωθούμε ιδιαιτέρως με ένα σκοπό: πώς να πάρωμε πίσω με το χέρι μας την ευτυχία που μας έκλεψαν και άρπαξαν, μη ξεχνώντας ότι: ποτέ η ευτυχία δεν χαρίζεται απ’ εκείνους που την κρατούν, αλλά κερδίζεται με αγώνας και βία.
Βόλος
Γ. Κόσσυβας
Εργάτης-σιγαροποιός».

Για μια Ιστορία του Αναρχικού Κινήματος του ελλαδικού χώρου 1830 – 1940 του Δ. Τρωαδίτη