Το κράτος δεν κάνει διακοπές. Το κίνημα όμως κάνει.

από Black Athena project

Το κράτος είναι νεκρό.

Το κράτος δεν κάνει διακοπές επειδή δεν έχει ανάγκη από τέτοιες. Δεν έχει ανάγκη για διακοπές γιατί δεν είναι ζωντανό, είναι απονεκρωμένο. Δεν είναι άνθρωπος, είναι μηχανισμός. Στελεχώνεται από ανθρώπους που έχουν ανάγκη από διακοπές και ξεκούραση αλλά το ίδιο ως δομή συγκροτείται έτσι ώστε να είναι 24/7. Όπως τα βιομηχανικά εργοστάσια με τις τριπλοβάρδιες που δουλεύουν 24 ώρες το 24ώρο. Η προϊστορία των διακοπών ίσως να μπορεί να βρεθεί ήδη από τα αρχαία χρόνια με τα ταξίδια ανώτερων τάξεων, από τα Ρωμαϊκά χρόνια όπου οι πλούσιοι είχαν εξοχικές βίλες, από τις περιηγήσεις, πλουσίων πάλι, κατά το Μεσαίωνα και ύστερα από αυτόν. Παράλληλα, στην ευρώπη σε αυτό το ρομαντικό πνεύμα περιηγήσεων αναπτύσσεται και μια κουλτούρα εξερεύνησης της φύσης, της άγριας ζωής, του τέλος πάντων ανεξερεύνητου κόσμου από τον άνθρωπο της πόλης. Σε όλα αυτά – και ακόμα περισσότερα – μπορούμε να βρούμε ιστορικά χαρακτηριστικά που συγκροτούν τη σημερινή έννοια των διακοπών. Για παράδειγμα, αυτή η ρομαντική γοητεία του ανεξερεύνητου στην ευρώπη και η ανάπτυξη της στον 19ο αιώνα στην αμερική ως υγεία για τους ανθρώπους της πόλης  μπορεί αμέσως να συνδεθεί με το σημερινό camping, τη πεζοπορία και άλλα τέτοια εναλλακτικά. Αυτά όμως είναι όλα περιφερειακά στοιχεία και ήταν πάντοτε για πλούσιους.

Στην εποχή της μισθωτής εργασίας και της ανάπτυξης μιας μεσαίας τάξης οι διακοπές γίνανε και πόθος των φτωχότερων. Το πιο σημαντικό είναι όμως πως αναπτύχθηκε ως τουρισμός. Με τα λόγια του Debord ο τουρισμός είναι η ανθρώπινη κυκλοφορία θεωρημένη ως κατανάλωση. Ταυτόχρονα, είναι και ένα αντίδωρο για την πειθάρχηση και την υποταγή στην μισθωτή εργασία. Η επιβολή της μισθωτής εργασίας δεν ήταν ποτέ ένα εύκολο έργο για τους πρώτους καπιταλιστές, απαιτούσε συνεχώς αναβάθμιση των στρατηγικών τους, ακόμα και ανατίμηση της εργατικής δύναμης και όλο και περισσότερα ανταλλάγματα ακόμα και αν ήταν σε ιδεολογικό επίπεδο. Οι διακοπές, η αίγλη των διακοπών ως προνόμιο των πλουσίων και τώρα πια προσβάσιμες και από άλλες τάξεις δεν είναι λίγο πράγμα. Οι άνθρωποι γενικά, οι εργάτες και οι φτωχότεροι τέλος πάντων δεν πήγαιναν διακοπές γιατί δεν είχαν ανάγκη να διακόψουν τη ζωή τους, την εργασία τους από κάτι. Γιατί μέχρι την κυριαρχία του καπιταλισμού η εργασία και η ζωή δεν είναι απολύτως διαχωρισμένες, ακόμα και για την περίπτωση των ταξιδιών για εποχιακές εργασίες για περισσότερο εισόδημα. Οι άνθρωποι κάποτε δούλευαν όσο είχαν ανάγκη. Και αυτή η ανάγκη καθοριζόταν από τις συλλογικές ανάγκες των κοινοτήτων που ζούσαν. Έτσι οι διακοπές σε αυτό το πλαίσιο δεν έχουν κανένα νόημα. Πολλοί άνθρωποι ζούνε ακόμα έτσι και στην Ελλάδα (όσο και αν οι αθηναίοι μπορεί να το ξεχνάνε).

Η ανάγκη για διακοπές, λοιπόν, προϋποθέτει τη φυλάκιση, τον εξαναγκασμό στη μισθωτή εργασία, στην καπιταλιστική σχέση. Για παράδειγμα, η άδεια αν είσαι φυλακή ή η έξοδος αν είσαι σε υποχρεωτική θητεία στο στρατό είναι ζωτικής σημασίας. Μπορείς να ζεις περιμένοντας τες. Έτσι και οι διακοπές. Σε μια πόλη – όπου πόλη σημαίνει η καπιταλιστική σχέση οργανωμένη σε χώρο – ακόμα κι αν δεν είσαι εσύ μισθωτή εργαζόμενη η ζωή γίνεται αβίωτη και η άδεια, η έξοδος μοιάζει σαν όνειρο, επειδή όλη η πόλη λειτουργεί ως αναπαραγωγή της καπιταλιστικής σχέσης. Οι διακοπές επιτελούν αυτή τη λειτουργία για όσους έχουν τη δυνατότητα να το κάνουν. ΝΑ ΤΟΝΙΣΟΥΜΕ ΕΔΩ πως οι περισσότεροι από τα κατώτερα στρώματα ΔΕΝ έχουν τη δυνατότητα να πάνε διακοπές – θα το ξαναδούμε πιο κάτω αυτό.

Το κίνημα είναι και δεν είναι ζωντανό

Το κίνημα, λοιπόν, πάει διακοπές. Τι σημαίνει αυτό; 1) Σημαίνει πώς έχει αυτή την ανάγκη να βγει για λίγο από τη φυλακή επειδή είναι ζωντανό και ασφυκτιά μέσα στη σχέση κεφάλαιο με τα αφεντικά και το κράτος πάνω από το κεφάλι του όλη την ώρα. 2) Σημαίνει πως έχει πάρει λίγο από αυτή τη γοητεία της εξερεύνησης των ανώτερων τάξεων, του τουρισμού και της υπηρεσίας. Κυρίως όμως της εξερεύνησης, της φύσης και του camping. Εκεί επαναβεβαιώνει πως μπορεί να υπάρξει μια ζωή μακριά από την καπιταλιστική σχέση, μακριά από τη πόλη και ίσως ακόμα να ανακαλύπτει και μια μορφή κοινότητας εκεί στις γνωριμίες, στα κοινά μαγειρέματα, ζει μια ολιγοήμερη ουτοπία. 3) Το σημαντικότερο το άφησα για το τέλος. Σημαίνει ότι ΜΠΟΡΕΙ. Το «μπορεί» σημαίνει πως έχει τα λεφτά, την άνεση, δεν φροντίζει τους ηλικιωμένους γονείς του, μπορεί να φύγει από την εργασία του, είναι έλληνας υπήκοος και έχει χωριό και όχι μετανάστης. Σημαίνει ότι ΜΠΟΡΕΙ. Και αυτό μας πληροφορεί για την ταξική σύνθεση του αναρχικού/αυτοοργανωμένου/αυτόνομου χώρου. Ας το κρατήσουμε.

Οι άνθρωποι που δεν κάνανε διακοπές, λόγω του μη διαχωρισμού οικονομίας και ζωής, ήταν άρρηκτα δεμένοι με το τόπο τους για υλικούς και κοινωνικούς λόγους. Η σχέση με τη πόλη δεν είναι ακριβώς τέτοια. Και γι’ αυτό μπορεί να γίνεται εκκένωση κατάληψης το Δεκέμβρη και να γίνεται χαμός και να γίνεται εκκένωση τον Αύγουστο και να μη κουνιέται φύλλο. Αν τον Γρηγορόπουλο αντί για Σάββατο βράδυ, μήνας Δεκέμβρης, κέντρο Εξαρχείων τον σκοτώνανε Τρίτη πρωί, μέσα Αυγούστου, στην Ομόνοια θα υπήρχε Δεκέμβρης; Με βεβαιότητα θα έλεγα όχι. Όλο αυτό δείχνει πως δεν είμαστε τόσο δεμένοι με τον τόπο αλλά και με τον αγώνα. Ο αγώνας δεν είναι, για πολύ κόσμο που είναι ενεργός, αγώνας ανάγκης, αγώνας που τον προσδένει σ’ ένα έδαφος. Και αυτό πάλι έχει δύο όψεις. Από τη μια της αποξένωσης αλλά από την άλλη της κόπωσης. Και δεν θα πρέπει να κατηγορούμε όσους το κάνουν (εντάξει, λίγο μόνο) αλλά να κοιτάμε αυτό το δεύτερο, την κόπωση των αγώνων, την κούραση που δημιουργούν οι αγώνες μας και ταυτόχρονα γιατί το κίνημα δεν είναι κυρίως αγώνας ανάγκης. Αυτό το απαντάει εν μέρει και η ταξική σύνθεση που προανέφερα. Επιπλέον, αυτό που αναφέρω πιο πάνω, ότι οι περισσότεροι φτωχοί δεν πάνε διακοπές δημιουργεί ένα ερώτημα γιατί η πλειοψηφία του κινήματος δεν είναι αυτοί ακριβώς. Και αυτό έχει πολλαπλές απαντήσεις (τα κινήματα των μητροπόλεων είναι από τη φύση τους τέτοια θα έλεγε κάποιος). Νομίζω ότι το πιο βασικό είναι το θέμα με την ανάγκη. Οι αγώνες και το κίνημα δεν απαντάνε σε ανάγκες ώστε αντίστροφα οι αγώνες να γίνουν αναγκαίοι.

Οπότε έχουμε μια διπλή αλλοτρίωση του κινήματος που κάνει διακοπές. Μια αλλοτρίωση από τον ίδιο του τον τόπο του αγώνα και κατοικίας και μια αλλοτρίωση στα μέρη που πηγαίνει ως τουρίστας – μάλιστα να τονίσουμε εδώ τον σχεδόν αποικιοκρατικό, αφ’ υψηλού, υποτιμητικό τρόπο που αντιμετωπίζουν τους ανθρώπους της επαρχίας οι αθηναίοι αβανγκάρντ κινηματίες (ειδικά οι καλοσπουδαγμένοι με κουλτούρα). Όλα αυτά τα περιγράφω ως μια κυρίαρχη απ’ όσο καταλαβαίνω ενός κόσμου που με κάποιο τρόπο ασχολείται με το κίνημα. Φυσικά υπάρχουν και απαντήσεις σε όλες αυτές τις προβληματικές από κόσμο του κινήματος είτε ατομικά, είτε συλλογικά. Για παράδειγμα, το να φεύγεις και να πηγαίνεις κάπου συνεχίζοντας των αγώνα σεβόμενος την τοπικότητα και την ιδιαιτερότητα των ανθρώπων εκεί.

Όπως και να ‘χει το θέμα είναι να αναγνωρίζουμε τις αντιθέσεις στα πράγματα που κάνουμε και να μην νιώθουμε την ανάγκη να της θεωρητικοποιούμε και να τις δικαιολογούμε πολιτικά αν δεν είναι τέτοιες. Θα είναι πιο χρήσιμο να σκεφτόμαστε ποιοι τρόποι, ποιες διαδικασίες και ποια συγκεκριμένα περιεχόμενα θα πρέπει να αναπτύσσουμε ώστε να αμβλύνουμε τις αντιθέσεις, ώστε να ζούμε όλο και πιο κοντά έξω από σχέσεις εξουσίες. Και αυτό μπορεί να προϋποθέτει την αυστηρή κριτική αυτών που κάνουμε, δηλαδή, των συνθηκών που τις γεννάνε και όχι ένα αυτομαστίγωμα σε προσωπικό επίπεδο. Να κοιτάμε τις σχέσεις και όχι τα άτομα. Ή καλύτερα τα άτομα ως κοινωνικές σχέσεις.