Aφιέρωμα στον Buenaventura Durruti (14/7/1896 – 20/11/1936): Εμείς κουβαλάμε έναν νέο κόσμο, εδώ, στις καρδιές μας. Κι ο κόσμος αυτός μεγαλώνει κάθε στιγμή

αφιέρωμα στον Buenaventura Durruti

return-of-the-durruti-column1

%cf%87%cf%89%cf%81%ce%af%cf%82-%cf%84%ce%af%cf%84%ce%bb%ce%bf

πηγές: Οι άγνωστες περιπλανήσεις του Ντουρούτι (docx)

Emma Goldman: οράματα στη φωτιά (pdf)

Ο πολλαπλός θάνατος του Μπουεναβεντούρα Ντουρούτι (provo)

Abel Paz: Ντουρούτι – η Κοινωνική Επανάσταση (14330574-abelpazdurruti)

xronika05′

Buenaventura Durruti – Comic (durutti-comics)

          11

Ο Buenaventura Durruti δεν αποδέχτηκε πότε τους τίτλους του ληστή ή του ένοπλου κλέφτη. Οι περιγραφές αυτές απείχαν πάρα πολύ από την φύση της σκοπιμότητας των πράξεων του. Επέμενε ότι, χωρίς την δουλειά του “και εκείνη μιας χούφτας αφοσιωμένων αναρχικών, οι εργάτες δεν θα είχαν ποτέ αποκτήσει την απαραίτητη δύναμη και ισχύ που διέθεταν στην πραγματικότητα στις αρχές του Εμφύλιου Πολέμου”.

Το 1933, είπε: “Είναι πράγματι γεγονός ότι έχω ληστέψει τράπεζες. Και όχι μόνο στην Ισπανία, αλλά και σε άλλες χώρες. Όμως ήταν πάντα για τις ανάγκες του Γενικού Σκοπού. Όλα τα χρήματα πήγαιναν κατευθείαν στα ταμεία της Οργάνωσης (της CNT), μιας και αυτός ήταν ο προκαθορισμένος προορισμός τους. Κανείς δεν κράτησε ούτε ένα σεντ, και, αν αυτή η μέθοδος ήταν η μόνη αποτελεσματική τότε, αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι οι συνθήκες ήταν ριζικά διαφορετικές από τις σημερινές. Σήμερα λέμε, ‘Τέλος οι Ληστείες! Εμπρός για Συλλογικές Απαλλοτριώσεις!’

Όταν ρωτήθηκε από έναν δημοσιογράφο για το ότι ακόμη κι αν κερδιζόταν ο πόλεμος ενάντια στον Φράνκο, οι επαναστάτες θα παρελάμβαναν έναν σωρό από ερείπια, είπε:
Πάντοτε σε παραπήγματα ζούσαμε, θα αντέξουμε για λίγο ακόμα. Αλλά να ξέρετε ότι οι εργάτες δεν φοβόμαστε τα ερείπια, γιατί ξέρουμε επίσης και να χτίζουμε. Εμείς φτιάξαμε όλα τα μέγαρα, κι εδώ και στην Αμερική και παντού και θα τα ξαναφτιάξουμε ακόμα πιο όμορφα. Η αστική τάξη λοιπόν ας καταστρέψει τον κόσμο της, πριν αποχωρήσει οριστικά από το προσκήνιο της Ιστορίας. Εμείς κουβαλάμε έναν νέο κόσμο, εδώ, στις καρδιές μας. Κι ο κόσμος αυτός μεγαλώνει κάθε στιγμή. Μεγαλώνει και τώρα ακόμα που σας μιλάω»…

Στις 7 Ιανουαρίου του 1921, ένας νεαρός μηχανικός των σιδηροδρόμων, ονόματι Μπουεναβεντούρα Ντουρούτι, εγγραφόταν στους καταλόγους των μελών της αναρχοσυνδικαλιστικής Εθνικής Συνομοσπονδίας Εργασίας της Ισπανίας, της θρυλικής Confederacion Nacional del Trabajo (CNT). Δεκαπέντε χρόνια μετά, θα σκοτωνόταν, υπηρετώντας το υπέρτατο όνειρο του ανθρώπου.

Η καταγραφή της περιουσίας του, όταν…χάθηκε από μια, πιθανώς όχι και τελείως αδέσποτη, σφαίρα, που τον χτύπησε πισώπλατα, είναι ενδεικτική της ζωής του: «δύο αλλαξιές, δύο πιστόλια, ένα ζευγάρι γυαλιά ηλίου κι ένα ζευγάρι κιάλια». (xronika05)

 Goldman : Visions on fire – Goldman on the Spanish  Revolution.      (pdf)           όπως αναφέρει
η ίδια στο γράμμα της προς την ανεψιά
της (17 – 10 – 1936), κατά τη διάρκεια της
πρώτης επίσκεψής της στην εμπόλεμη Ισπανία.
….Η CNT-FAI αποτελείται από ανθρώπους,
που όποια λάθη και αν διαπράξουν κάτω από
το φοβερό κίνδυνο που αντιμετωπίζουν, ποτέ δε
θα υποταχθούν σε μια αυστηρή εξουσία. Το
ένοιωσα αυτό πάρα πολύ έντονα, για άλλη μια
φορά, στο μέτωπο της Αραγωνίας, όπου πέρασα
δύο μέρες με τον Ντουρρούτι, έναν από τους πιο
αγαπητούς συντρόφους μας ακόμη και κάτω από
το παλιό καθεστώς και που τώρα ενσαρκώνει το
πνεύμα του αγώνα στη Σαραγόσσα. Πρόκειται
για την πιο εντυπωσιακή προσωπικότητα που συνάντησα
εδώ και για το φλογερότερο Αναρχικό.
Οι άνδρες του τον λατρεύουν και επί πλέον δε
χρειάζεται να χρησιμοποιήσει βία ή στρατιωτική
πειθαρχία για να τους πείσει να κάνουν σχεδόν
τα πάντα, ακόμη και να περάσουν μέσα από τη
φωτιά κατά παράκλησή του. Μου είπε: “Θα είναι
μια θλιβερή μέρα για μένα και τον Αναρχισμό, αν θα χρειασθεί να ενεργήσω με την ιδιότητα
του Στρατηγού και να κυβερνήσω την Ταξιαρχία
μου με σιδερένια πυγμή. Δεν πιστεύω
ότι θα έλθει ποτέ αυτή η στιγμή. Οι άνδρες στο
μέτωπο είναι σύντροφοί μου. Ζω, τρώω, κοιμάμαι,
δουλεύω μαζύ τους και μοιραζόμαστε τους
κινδύνους. Αυτό αποδίδει καλύτερα από τη στρατιωτική
αυστηρότητα”. Αυτά δεν ήταν απλώς
λόγια, αγαπητή μου. Μίλησα με τους άνδρες
του και επιβεβαίωσαν κάθε του λέξη.
* * * * * * * *
* Ένα μήνα αργότερα ο Ντουρρούτι ήταν νεκρός.
Η Γκόλντμαν παρουσιάζει αυτή την απώλεια
ως πολύ σημαντική για το Ισπανικό κίνημα,
την Επανάσταση και τον αντιφασιστικό αγώνα
σ’ αυτό το εγκώμιο που δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα
“Ισπανία και Κόσμος” (24 – 11 – 1937).
Το βρίσκω αδύνατο να αναφερθώ στο σύντροφό
μας Μπουεναβεντούρα Ντουρρούτι με
λίγες λέξεις ή ακόμη και μ’ ένα μακροσκελές
άρθρο. Η πληγή που ο οδυνηρός θάνατός του
έχει ανοίξει στην Ισπανική Επανάσταση, στον
αντιφασιστικό αγώνα και σ’ όλους όσους γνώριζαν
και αγαπούσαν τον Ντουρρούτι είναι ακόμη
πολύ νωπή ώστε να μην μπορεί κάποιος να
αποστασιοποιηθεί, προκειμένου να προβεί σε μιά
αντικειμενική εκτίμηση του σπουδαίου του ρόλου
στα μεγάλα γεγονότα της 19η Ιουλίου κα-
θώς και του γιγαντιαίου έργου του μέχρι τον
πρόωρο θάνατό του. Όχι ότι ο Ντουρρούτι ήταν
η μόνη σημαντική προσωπικότητα στη γενναία
μάχη που κατέπνιξε εν τη γενέσει του το Φασισμό
στη Βαρκελώνη και σ’ όλη την Καταλωνία.
Οι μεγάλοι ήρωες της μάχης είναι οι Ισπανικές
μάζες. Εδώ έγκειται το μεγαλείο της Ισπανικής
Επανάστασης. Πρόβαλε μέσα από τα σπλάχνα
της Ισπανικής γης. Ήταν ολοκληρωτικά εμποτισμένο
από το συλλογικό πνεύμα των Ισπανικών
μαζών. Είναι, συνεπώς, δύσκολο να πραγματευ-
θεί κανείς τη συμβολή των διαφόρων προσωπικοτήτων
μεμονωμένα και διαχωρισμένα απο τη
δύναμη που σάρωσε την Ισπανία, την 19η Ιουλίου.
Εάν, παρ’ όλα αυτά, θεωρώ το σύντροφό μας
Ντουρρούτι ως την ίδια τη ψυχή της Ισπανικής
Επανάστασης, είναι επειδή ήταν Ισπανός. Αντιπροσώπευε
τη δύναμη της Επανάστασης, την
ευγένειά της καθώς επίσης και την έντονη τρα-
χύτητά της, που τόσο λίγο κατανοήθηκε από
ανθρώπους έξω από την Ισπανία. Αυτά ήταν
που με εντυπώσιασαν τόσο πολύ στο χαρακτήρα
του νεκρού συντρόφου μας, όταν τον συνάντησα
στο Μέτωπο μαζύ με τους γενναίους συντρόφους του, που αμύνονταν με γυμνά χέρια, αλλά
με το πνεύμα τους φλεγόμενο από ένα πύρινο
πάθος. Στο Μέτωπο συνάντησα τον Μπουεναβε-
ντούρα Ντουρρούτι την παραμονή μιας επίθεσης,
περιτριγυρισμένο από πολλούς ανθρώπους,
που προσέτρεχαν σ’ αυτόν για να εκθέσουν τα
προβλήματα και τις ανάγκες τους. Κατανοούσε
με συμπάθεια τον καθένα και του έδινε συντροφικές
οδηγίες και συμβουλές. Ούτε μια φορά
δεν ύψωσε τη φωνή του, ούτε μια φορά δεν
έδειξε ανυπομονησία ή δυσαρέσκεια. Ο Μπουε-
ναβεντούρα είχε την ικανότητα να τοποθετεί τον
εαυτό του στη θέση του άλλου και να ανοίγεται
στα προβλήματα και στα ενδιαφέροντά του, διατηρώντας
συγχρόνως την προσωπικότητά του.
Πιστεύω ότι αυτό ήταν που συνέβαλε στη δημιουργία
της τόσο ασυνήθιστης εσωτερικής πειθαρχίας
μεταξύ των γενναίων μαχητών, που ήταν
οι πρωτοπόροι του αντιφασιστικού αγώνα. Και
δεν ήταν μονόν η δημιουργία αυτής της πειθαρχίας,
αλλά και η εμπιστοσύνη και η βαθειά αγάπη
προς τον Ντουρρούτι.
Ο τελευταίος φόρος τιμής προς τον Ντουρρούτι,
που αποδόθηκε από μισό εκατομμύριο
λαού, ίσως να μην επαρκεί για να δείξει τη
σημαντική θέση που κατέλαβε στα μυαλά και
στις καρδιές των μαζών. Αυτό που μέτρησε περισσότερο
για μένα ήταν το γεγονός πως συνάντησα τον ίδιο θαυμασμό και την ίδια αγάπη
για το σύντροφό μας ένα χρόνο μεχά το θάνατό
του. Δεν είχε κανείς παρά να αναφέρει το όνομά
του για να δει τα πρόσωπα να μεταμορφώνο-
νται και τους ανθρώπους να εκφράζουν τη σκέψη
πως η ύπουλη σφαίρα που τρύπησε την καρδιά
του Ντουρρουτι κατέφερε και σην Επανά-
σταση ένα τρομακτικό κτύπημα. Στο τέλος, σι-
γουρεύηκα όχι, αν ο Ντουρρούτι ζούσε, οι αντε-
παναστατικές δυνάμεις μέσα στην αντιφασιστική
Ισπανία δε θα σήκωναν το απεχθές κεφάλι
τους και ούτε θα είχαν τόσες πολλές επιτυχίες
στην καταστροφή των επαναστατικών κατακτή-
σεων της CNT-FAI. Ο Ντουρρούτι θα είχε απαλλάξει
οριστικά την αντιφασιστική Ισπανία απ’
όλα τα αντιδραστικά και παρασιτικά στοιχεία,
που προσπαθούν τώρα με σπασμωδικές κινήσεις
να υπονομεύσουν την Επανάσταση.
Έχω ήδη δηλώσει ότι στη σφοδρότητα και
στη θύελλα της Επανάστασης οι μάζες διαδραματίζουν
τον κύριο ρόλο. Παρ’ όλα αυτά, δεν
μπορούμε να παραβλέψουμε το γεγονός ότι και
το άτομο διαδραματίζει το δικό του ρόλο. Και
τίποτε δεν είναι πιο καθοριστικό για τη σοβαρότητα
και τη σημασία αυτού του ρόλου από το
μεγαλείο της προσωπικότητας που ανοίγει και
φωτίζει το δρόμο που παίρνουν οι μάζες. Μόνο
με αυτή την έννοια μπορεί κάποιος να εκτιμήσει
σωστά τον Μπουεναβεντούρα Ντουρρούτι, την
παθιασμένη του αγάπη για την ελευθερία, τον
φλογερά επαναστάτη, τον ατρόμητο αγωνιστή
που έδωσε όλο του τον εαυτό για την απελευθέρωση
του λαού του.
*

buenaventura_durruti buenaventura-durruti dur51 durruti

Στις 4 τα ξημερώματα της 20ης Νοέμβρη του 1936 σταμάτησε να χτυπά η καρδιά του Μπουεναβεντούρα Ντουρούτι. Είχε τραυματιστεί θανάσιμα την προηγούμενη μέρα, το μεσημέρι, στην πρώτη γραμμή του μετώπου της Μαδρίτης. Στο πέρασμα του χρόνου, γράφτηκαν πολλές εικασίες για τις ακριβείς συνθήκες του θανάτου του. Πιθανότερη όλων είναι η εκδοχή του ατυχήματος, όταν το αυτόματο που κουβαλούσε ο Ντουρούτι ή ο συνοδός του, Μανθάνα, εκπυρσοκρότησε βρίσκοντας στο έδαφος. Η επίσημη γραμμή των CNT-FAI της περιόδου υποστήριξε την εκδοχή της -στοχευμένης ή αδέσποτης- φασιστικής σφαίρας από την παρακείμενη μάχη.

Ελάχιστη σημασία έχει η λεπτομερής εξακρίβωση των συνθηκών του ατυχήματος. Εξάλλου ο Ντουρούτι θα μπορούσε να έχει σκοτωθεί την 15η Νοέμβρη, όταν μαζί με τον Γκαρθία Ολιβέρ επισκέφθηκαν τα χαρακώματα του ποταμού Μανθανάρες κατά τη διάρκεια αεροπορικής επιδρομής και μια βόμβα έσκασε δίπλα τους ή λίγες ώρες νωρίτερα από το θανάσιμο τραυματισμό του, όταν μια σφαίρα καρφώθηκε δίπλα σε αυτόν και τον Θιπριάνο Μέρα, ενώ οργάνωναν την αντεπίθεση στο πανεπιστημιακό νοσοκομείο. Αυτό που διαφοροποιούσε τους αναρχικούς διοικητές πολιτοφυλακών από τους υπόλοιπους διοικητές στρατιωτικοποιημένων μονάδων ήταν ότι μαχόντουσαν στην πρώτη γραμμή με τους συντρόφους τους και δεν διοικούσαν μόνο εξ αποστάσεως. Τι πιο λογικό λοιπόν από το θάνατο του Ντουρούτι στη Μαδρίτη, πλάι στους σχεδόν 1000 νεκρούς αναρχοσυνδικαλιστές της μονάδας του, από τους αρχικούς 1700 που αριθμούσε μόλις 4 μέρες νωρίτερα, όταν έφτανε στην πρωτεύουσα;

Το πτώμα του πιο γνωστού ισπανού αναρχικού μεταφέρθηκε στη Βαρκελώνη, όπου και κηδεύτηκε με τιμές ήρωα σε μια από τις συγκινητικότερες στιγμές της επανάστασης. Κι όμως, ο βιολογικός του θάνατος δεν ήταν ο μοναδικός.

Την επομένη της κηδείας, η σοβιετική εφημερίδα Ιζβέστια τον λοιδωρούσε, πληροφορώντας τα εκατομμύρια των αναγνωστών της ότι ο Ντουρούτι ήταν ο βασικός υποκινητής της συμμετοχής των αναρχικών στην κυβέρνηση, προσέγγιζε το ισπανικό κομμουνιστικό κόμμα, ένιωθε μπολσεβίκος και ήθελε «να βάλει το πορτρέτο του Στάλιν στο γραφείο του». Οι κομμουνιστές γκεμπελίσκοι της Μαδρίτης διέδιδαν ότι δολοφονήθηκε με εντολή της CNT, επειδή είχε προσχωρήσει μυστικά στο ΚΚΙ. Οι φασιστικοί ραδιοσταθμοί κατονόμαζαν τους κομμουνιστές ως εκτελεστές του Ντουρούτι, λόγω του φόβου που προκαλούσε στους πολιτικούς του αντιπάλους η παρουσία του. Αυτές οι επιθέσεις με στόχο την ηθική δολοφονία του Ντουρούτι -αλλά και την απαξίωση του αναρχικού κινήματος- συνεχίστηκαν μέσα στα χρόνια.

Η πιο οδυνηρή ηθική δολοφονία, όμως, ήταν αυτή που του επιφύλαξαν οι επιφανείς αγωνιστές της ίδιας του της οργάνωσης. Μετά το θάνατό του, ο Ντουρούτι παρουσιάστηκε ως θιασώτης της νίκης κατά των φασιστών με κάθε κόστος, αν και όσο ζούσε πίεζε συνεχώς για τη διατήρηση των επαναστατικών κεκτημένων και την ολοκλήρωση της ελευθεριακής επανάστασης ταυτόχρονα με τον πόλεμο. Σε αυτό τον φανατικό αντιμιλιταριστή και υπέρμαχο των λαϊκών πολιτοφυλακών αποδόθηκε η φράση: Απαρνιόμαστε τα πάντα, εκτός από τη νίκη, ώστε να υποστηριχθεί η επιλογή των διοικητικών επιτροπών των CNT-FAI υπέρ της στρατιωτικοποίησης[i] των πολιτοφυλακών. Κανείς μέχρι σήμερα δεν έχει τεκμηριώσει (κι ούτε καν έχει γίνει εικασία) το που ή πότε εκστομίστηκε αυτό το τσιτάτο. Παρόλα αυτά αποτέλεσε την μόνιμη επωδό αναρχικών, τροτσκιστών και κομμουνιστών όταν αναφέρονταν στον Ντουρούτι κατά τον εμφύλιο.

Ο Ντουρούτι υπήρξε ένας αγωνιστής που έζησε έντονα. Ο πολιτικός του λόγος συμπληρωνόταν από τη συνεχή δράση του και τον διακατείχε ένα έντονο συναίσθημα ευθύνης προς τις συλλογικές αποφάσεις της CNT. Τον διέκρινε μια ιδιαίτερη ευθύτητα και ειλικρίνεια, αλλά δεν ήταν δεινός ομιλητής ή κειμενογράφος. Στην τελευταία δημόσια ομιλία του στο ραδιόφωνο της Βαρκελώνης την 4η Νοέμβρη (ημέρα που οι αναρχικοί μπήκαν με 4 υπουργεία στην κεντρική κυβέρνηση), επιτέθηκε με σφοδρότητα στις πολιτικές που ήθελαν να στραγγαλίσουν την επανάσταση για χάρη μιας άχρωμης αντιφασιστικής ενότητας. Παρά το ότι η απομαγνητοφώνηση του λόγου του για την αναρχική εφημερίδα Solidaridad Obrera της επόμενης μέρας υπέστη αλλοιώσεις για να λειανθεί η πολεμική που άσκησε, ο Ντουρούτι αρνήθηκε ξεκάθαρα το διάταγμα της στρατιωτικοποίησης και ζήτησε από τις επιτροπές της οργάνωσης -οι οποίες τότε δρούσαν χωρίς την από τα κάτω νομιμοποίηση- να μείνουν πιστές στα επαναστατικά προτάγματα.

Μια βδομάδα αργότερα, ο Ντουρούτι αρνήθηκε αρχικά να μεταβεί με την ταξιαρχία του στη Μαδρίτη, αλλά μεταπείστηκε τελικά από τον γ.γ. της CNT, Βάθκεθ, τον Αμπάντ ντε Σαντιγιάν και -κυρίως- την αναρχική υπουργό Μοντσένυ. Μεταπείστηκε να «φέρει σε πέρας το καθήκον του προς την οργάνωση», όπως ακριβώς το είχε κάνει το 1923, όταν ο Γκαρθία Ολιβέρ υλοποιώντας απόφαση της CNT τον προσκάλεσε στην ομάδα των Σολιντάριος ή όπως όταν το 1933 αποδέχτηκε την τοποθέτησή του στην επαναστατική επιτροπή της Σαραγόσα, κατά την πανεθνική εξέγερση. Μόνο που αυτή τη φορά, το καθήκον του τον οδήγησε στο θάνατο και αυτοί που τον έπεισαν να πάει στη Μαδρίτη τον χρησιμοποίησαν μετά θάνατον για να προσδώσουν κύρος στις πολιτικές τους επιλογές και να εκμεταλλευτούν τη λαϊκή του απήχηση.

hospital clinico marzo 1937

Το πανεπιστημιακό νοσοκομείο της Μαδρίτης, όπως ήταν το Μάρτη του 1937. Ο Ντουρούτι τραυματίστηκε θανάσιμα πολύ κοντά στο σημείο όπου βρίσκονται οι στρατιώτες.

Τον Ντουρούτι, τη θυσία του και τη θέληση του «να κερδηθεί ο πόλεμος» επικαλέστηκε ο Γκαρθία Ολιβέρ στον πυροσβεστικό του λόγο, κατά τη διάρκεια των γεγονότων του Μάη του ’37, για να πείσει τους αναρχικούς να παραδώσουν τα όπλα στην κυβέρνηση. Ο Ντουρούτι ξανασκοτωνόταν από τα χείλη του παλιού συμπολεμιστή του.

Αλλά κι οι πιο πρόσφατοι συμπολεμιστές του, αυτοί που αρνήθηκαν τη στρατιωτικοποίηση της ταξιαρχίας και αποτέλεσαν τον πυρήνα της ομάδας «οι Φίλοι του Ντουρούτι», που έδρασε στα γεγονότα του Μάη ενάντια στις υψηλές επιτροπές των CNT-FAI, δεν του φέρθηκαν με πολιτική ορθότητα. Η ηρωοποίηση ενός επαναστάτη δεν συμβαδίζει με την αναρχική κοσμοθεωρία. Οι συνεχείς επικλήσεις και ερμηνείες παλαιότερων λόγων του δεν προσέφεραν επιχειρήματα στον επαναστατικό σκοπό, παρά μόνο συναισθηματική πίεση. Οι δε αναφορές στο «τι θα έλεγε» ή «τι θα έκανε ο Ντουρούτι αν ζούσε» είχαν περισσότερο μια μεταφυσική και προσωπολατρική χροιά και θύμιζαν έντονα τις προσπάθειες διερμήνευσης που κάνουν οι κομμουνιστές για τους δικούς τους αγίους, όπως τον Λένιν, τον Στάλιν, τον Μάο ή τον θεό Μαρξ.

Η τελευταία πολιτική δολοφονία του Ντουρούτι κατά τον εμφύλιο ήταν αυτή του Απρίλη του 1938 όταν ο κομμουνιστής πρωθυπουργός Νεγκρίν του απέδωσε μετά θάνατον τον τίτλο επί τιμή του αντισυνταγματάρχη του Δημοκρατικού Στρατού. Βαθμοφόρος του στρατού; Τα κόκαλα του Μπουεναβεντούρα έτριξαν στο νοτιοανατολικό νεκροταφείο της Βαρκελώνης.

Στην προσπάθεια ενίσχυσης του ηρωικού προφίλ του, ο αναρχικός τύπος και οι πλουμιστές πένες του αναρχικού κινήματος υποστήριξαν ότι τα τελευταία λόγια του θανάσιμα τραυματισμένου πολιτοφύλακα Μπουεναβεντούρα Ντουρούτι στο νοσοκομείο της Μαδρίτης ήταν Εμπρός σύντροφοι. Πάντοτε εμπρός!

Ο Θιπριάνο Μέρα, που τον επισκέφθηκε στις αγωνιώδεις τελευταίες ώρες του, επικαλείται τη μαρτυρία των συντρόφων που στάθηκαν πλάι του μέχρι να σβήσει και δίνει μια άλλη εκδοχή: Τα τελευταία λόγια του ήταν: Καμπόσες επιτροπές. Πάρα πολλές επιτροπές…

[i] Οι περισσότερες αναρχικές πολιτοφυλακές που δημιουργήθηκαν με το ξέσπασμα της επανάστασης λειτουργούσαν με εκλεγμένους και ανακλητούς διοικητές. Η συμμετοχή ήταν εθελοντική, η αποχώρηση δεν θεωρούνταν λιποταξία. Οι αγωνιστές που βρίσκονταν στις μικρότερες ομάδες που συνέθεταν τις μονάδες συχνά είχαν σχέσεις μεταξύ τους (εντοπιότητα, κοινό συνδικάτο, κλπ.), γεγονός που αύξανε την ομοιογένεια τους, την αλληλεγγύη και τη συνευθύνη. Με το πέρασμα του χρόνου, οι απώλειες, οι υλικές ανάγκες, οι συνθήκες στο εκάστοτε μέτωπο, οδήγησαν την κάθε αναρχική πολιτοφυλακή σε διαφορετική εξέλιξη. Η στρατιωτικοποίηση (βαθμοί, κυρώσεις, πειθαρχία, ένταξη στην κοινή διοίκηση του δημοκρατικού στρατού) εν τέλει επιβλήθηκε από την κυβέρνηση και ολοκληρώθηκε στις αρχές του 1937, με έντονες αντιδράσεις από πολλές μονάδες. Μεγάλο μέρος της ταξιαρχίας του -νεκρού πλέον- Ντουρούτι, αποχώρησε από το μέτωπο αρνούμενο να πειθαρχήσει. (provo)

Οι Άγνωστες Περιπλανήσεις του Durruti

Η χρονιά που οι Ισπανοί αναρχικοί άδειασαν τις αμερικανικές τράπεζες

Ένας ξαφνικός χτύπος στην πόρτα του Félix López. Η ώρα ήταν έξι το πρωί. Ήταν η αστυνομία; Όχι. Τα χτυπήματα ήταν του Pedro Nolasco Arratia, συντρόφου στις περιπέτειες της παράνομης ομάδας Φως και Δράση, και του αναρχοσυνδικαλιστή ηγέτη, Félix. Είχε φτάσει μυστικά, και έπρεπε να πάει αμέσως στα γραφεία της IWW, της οργάνωσης των Αναρχικών Εργατών του Κόσμου. Δεν έπρεπε να κάνει ερωτήσεις, είπε ο Arratia, επρόκειτο για μια υπόθεση που κανείς δεν έπρεπε να γνωρίζει το παραμικρό. Ήταν Ιούλιος, μέσα του χειμώνα, στο Σαντιάγκο της Χιλής. Η χρονιά ήταν το 1925.

Δεν πρέπει να υπήρχαν περισσότεροι από 5 άνθρωποι στα γραφεία της IWW. Και είχαν όλοι τους ιδιόρρυθμες, έντονες Σπανιόλικες προφορές. Μόνο δυο μίλησαν. Ο ένας ήταν μεγαλόσωμος, εξωστρεφής, φιλικός και παθιασμένος, με βαθύ βλέμμα και μπόλικο χάρισμα. Ο άλλος ήταν κοντός, αδύνατος, πολύ σοβαρός και πολύ νευρικός. Ο López θυμάται: “ένας μικροσκοπικός τύπος, αλλά με περίσσιο κουράγιο”. Ο πρώτος ήταν ο Buenaventura Durruti, ο άλλος, ο Francisco Ascaso. Οι υπόλοιποι: ο αδερφός του Ascaso, ο Alejandro, ο Gregorio Jover και ο Antonio Rodríguez, ο El Toto. Ήταν εκείνος που μετά τις ληστείες στην Χιλή θα επέστρεφε στην Γαλλία, φέρνοντας μαζί του 47.000 πέσος για τον αγώνα ενάντια στην δικτατορία στην Ισπανία.

Ήταν όλοι τους μέλη της Αναρχικής Ομάδας Solidarios, και γνωστοί κατά την διάρκεια των ταξιδιών τους ως Οι Περιπλανώμενοι, σχετικά με τους οποίους ο López και ο Arratia είχαν ακούσει σχεδόν απίστευτες ιστορίες σχετικά με την δυσφημισμένη επίθεση τους στην τράπεζα της Ισπανίας στην Gijón το 1923, καθώς και για άλλες δράσεις παρόμοιας απίθανης φύσης.

Καταδικασμένος σε Θάνατο

Ο López κατάλαβε ότι ο Durruti και ο Ascaso ήταν κάτι περισσότερο από φίλοι, ήταν αχώριστα αδέλφια που καταλάβαιναν ο ένας τον άλλο με μια απλή ματιά. Ο Durruti είχε βγάλει τον Ascaso από την Φυλακή της Σαραγόσα μόλις λίγο πριν ο Ascaso – ήδη καταδικασμένος σε θάνατο– συρθεί μπροστά στις σφαίρες του εκτελεστικού αποσπάσματος. Και είχαν ήδη μοιραστεί την ζωή του εξόριστου στο Βέλγιο και την Γαλλία, ενώ σχεδίασαν μαζί, και έφεραν εις πέρας, μια σειρά αντάρτικων επιθέσεων υψηλού επιπέδου. Μεταξύ του 1923 και του 1930, τα χρόνια της δικτατορίας του Primo de Rivera, αποτελούσαν έναν μόνιμο πονοκέφαλο για το καθεστώς, μιας και ήταν η ισχυρή αναρχοσυνδικαλιστική CNT (Confederación Nacional de Trabajadores — με τα 250.000 μέλη) η οργάνωση στην οποία ανήκαν.

Χωρίς να γνωρίζει ως τότε το παραμικρό ο López –η κίνηση των Περιπλανώμενων στην Χιλή ήταν εντελώς απρόβλεπτη– είχαν έλθει για επίσκεψη κατά την διάρκεια του ταξιδιού τους στην Νότια Αμερική με σκοπό την “συγκομιδή πόρων” για την την χρηματοδότηση της CNT, των ανταρτών και του ριζοσπαστικότερου μέρους του Κινήματος των Ισπανών Εργατών. Είχαν όλοι τους αποδεκατιστεί και κατασταλλεί κτηνωδώς από τον Primo de Rivera. Σύμφωνα με τον Hugh Thomas, περίπου 40.000 μέλη της CNT, γέμιζαν τις Ισπανικές φυλακές. Όπως και να είχε όμως, ο Durruti και τα φιλαράκια του διέθεταν την καλή ανατροφή ώστε να μοιράσουν μέρος των δύσκολα αποκτημένων λάφυρων τους με όλες τις αναρχικές ενώσεις σε όλες τις χώρες που επισκέφτηκαν.

“Έξι μασκοφόροι άνδρες όρμησαν στο υποκατάστημα Matadero της τράπεζας της Χιλής, και, τραυματίζοντας δυο υπαλλήλους, κατάφεραν να αποδράσουν με το Hudson, παίρνωντας μαζί τους τα 30.000 πέσος –που φυλάσσονταν στα χρηματοκιβώτια– μαζί τους”. Αυτά μετέδιδε το πρωτοσέλιδο της τελευταίας βραδινής έκδοσης της εφημερίδας Las Ultimas Noticias του Σαντιάγκο, η οποία δεν μπήκε σε κανένα άλλον κόπο να προχωρήσει σε λεπτομέρειες.

Η Αστυνομία δεν ήξερε απολύτως τίποτα. Είχε μόνο τις υποψίες της.

Πράγματι κανείς δεν γνώριζε τους αληθινούς δράστες, επειδή η ληστεία είχε πραγματοποιηθεί με τόση τόλμη, ή τι είχαν απογίνει τα λάφυρα. Αυτό, ίσως γιατί ο Χιλιανός τύπος δεν μπορούσε να σκαρφιστεί τίποτα καλύτερο από το να αποκαλέσει την ομάδα οι Aπάτσι.

Ο Felix López είναι ήδη (το 1994) ένας ηλικιωμένος παππούς στα 90 του. Ζεί μόνος του, όπως έκανε πάντα, στην οδό Sotomayor, στο Σαντιάγκο της Χιλής. Ο Arratia πέθανε την δεκαετία του 1940. Όμως πρόσφατα ο López προθυμοποιήθηκε να αποκαλύψει όσα γνώριζε για τους περιπλανώμενους παράνομους του Durruti, και την σχέση του μαζί τους, ενόσω βρίσκονταν στην επαρχία. Αν και, βέβαια — ως καλός, δύσπιστος αναρχικός, παρά τα χρόνια που έχουν περάσει από τότε– αρνήθηκε να φωτογραφηθεί. Ήταν ένας από τους επικεφαλείς των Αναρχικών της Χιλής, στο Σωματείο Οικοδόμων, με σημαντική δράση στις δεκαετίες του είκοσι και του τριάντα.

Ο Durruti και η παρέα του δεν ζήτησαν ποτέ βοήθεια από τον López και τον Arratia, όσον αφορά ενισχύσεις σε άνδρες, για καμία από τις εφόδους τους σε τράπεζες. Το μόνο που ήθελαν ήταν οι ελάχιστες, ακριβείς πληροφορίες που χρειάζονταν για να σχεδιάσουν την ληστεία. Οι Χιλιανοί τους παρείχαν τις πληροφορίες. Σύμφωνα με τον López αυτές ήταν πολύ γενικές και όχι ιδιαίτερα αξιοποιήσιμης φύσης. Ήταν λίγο πολύ της κατηγορίας “Γειά” και, “Αντίο”.

Ο López είπε: “Ο Durruti μας ήταν ήδη αρκετά γνωστός. Συχνά εξέδιδε άρθρα για τους Ισπανούς συντρόφους μας, και, ήταν ο γνωστότερος πρακτικός της ‘Αναρχίας με Παραδείγματα’. Ο Durruti μας είχε πει τότε: ‘Χρειάζεστε οικονομική ενίσχυση. Θα φροντίσουμε εμείς για αυτό’. Και οι πέντε έμοιαζαν με ευηπόληπτους, καλοντυμένους κυρίους”. Συνέχισε λέγοντας πως ήθελαν να περνάνε απαρατήρητοι. Παρά την κατάσταση, ο Arratia δεν μπορούσε να σταματήσει να γελάει μιας και ήξερε ότι η προφορά του Durruti θα τον πρόδιδε αμέσως. “Μας ζήτησαν να μην πούμε σε κανέναν τίποτα για την συνάντηση που είχαμε. Δεν κάναμε ερωτήσεις και δεν μας έδωσαν άλλες εξηγήσεις. Ο Durruti είπε γελώντας πως εάν μας έλεγε περισσότερα, μάλλον θα κυκλοφορούσαμε με ζωγραφισμένη την έκπληξη στα πρόσωπα μας. Μας είπε να αναθαρρήσουμε και να τον αφήσουμε να μας βοηθήσει. Και, χωρίς κανέναν δισταγμό, βρήκε τα χρήματα”.

“Πόσα;” ο Felix López δεν θυμόταν, αλλά δεν ήταν μικρό ποσό. Με τους πόρους αυτούς χρηματοδότησαν ενώσεις, έστησαν ένα μικρό τυπογραφείο, οργάνωσαν συναντήσεις και ανέβασαν θεατρικές παραστάσεις για τους εργάτες.

Η Μεγάλη Επιδρομή – Οι Περιπλανώμενοι του Durruti έκαναν όλη την δουλειά μόνοι τους. Και ήταν άψογη.

Οι επιδρομές που πραγματοποίησε ο Durruti και η παρέα του ενόσω βρίσκονταν στην Χιλή ήταν μάλλον πέντε όλες και όλες. Ενώ είναι γνωστό ότι εργάζονταν στο Σαντιάγκο στις 18 και 19 Ιουλίου. Ωστόσο, ο Τύπος δεν αναφέρονταν σε λεπτομέρειες –παρά μόνο σε εκτενείς εικασίες– για την μεγάλη επίθεση στην Τράπεζα της Χιλής. Ήταν άλλωστε η πρώτη μεγάλη επιδρομή σε τράπεζα σε ολόκληρη την ιστορία της χώρας.

Μια αστυνομική αναφορά που ολοκληρώθηκε μήνες μετά την αναχώρηση των Περιπλανώμενων, υποδείκνυε μόνο ότι κάποιοι Ισπανοί (δεν είχαν καταφέρει να εξακριβώσουν τίποτα περισσότερο για τις ταυτότητες τους) είχαν “απασχοληθεί σε διάφορα επαγγέλματα μέχρι την ημέρα της ληστείας”, και ότι είχαν αναλάβει φυσιολογικές δουλειές ξανά μέχρι τις πρώτες ημέρες του Αυγούστου. Η σπιτονοικοκυρά του μικρού πανδοχείου που τους είχε φιλοξενήσει αποκάλυψε πολύ αργότερα ότι ήταν πέντε από αυτούς, “μορφωμένοι κύριοι”, αλλά “κύριοι” που συζητούσαν διαρκώς για τους κοινωνικούς αγώνες και αποκαλούσαν τους εαυτούς τους επαναστάτες, σε αναζήτηση πόρων για την χρηματοδότηση της ανατροπής της Ισπανικής Μοναρχίας.

Η επιδρομή πραγματοποιήθηκε στην 1.15 μ.μ., την Πέμπτη της 16ης Ιουλίου του 1925. Η εφημερίδα Las Ultimas Noticias στο πρωτοσέλιδο της ανέφερε ότι “η ενέργεια θυμίζει κάποια από τις εντυπωσιακότερες Αμερικανικές ταινίες, ή μάλλον, ήταν προϊόν έμπνευσης από τις σκηνές κάποιας τέτοιας εντυπωσιακής ταινίας”.

Οι πέντε μασκοφόροι Ισπανοί πραγματοποίησαν την ληστεία. Τείνοντας τα περίστροφα τους προς τον ταμία και τους υπαλλήλους, πήραν περισσότερα από 30.000 πέσος, λίγα περισσότερα από ένα πολύ μεγάλο ποσό με τα δεδομένα της εποχής.

Τρεις ημέρες αργότερα, με την πρωτεύουσα της Χιλής αναστατωμένη ακόμα από τα γεγονότα, εμφανίστηκε και η πρώτη ημι-βεβαιότητα των αρχών πως η ενέργεια ήταν δουλειά ξένων. Ως άμεση συνέπεια, η αστυνομία συνέλαβε αρκετά μέλη της, τότε, όχι και τόσο συμπαθούς κοινότητας ξένων.

Ένας δημοσιογράφος κάποιας άλλης εφημερίδας του Σαντιάγκο κορόϊδευε όσα έλεγαν κάποιοι άνθρωποι για αυτό που εκείνος είχε χαρακτηρίσει “μια υπόθεση που έφεραν εις πέρας χυδαίοι ληστές με μοναδικό παρ’ ολίγον θύμα έναν δευτερεύων υπάλληλο του Σιδηροδρόμου”. Αν και ο δημοσιογράφος ήταν απορριπτικός, σύμφωνα με την αφήγηση του López, η δουλειά είχε όλα τα χαρακτηριστικά του Durruti και των Περιπλανώμενων. Παρόμοια, μια περιοδική έκδοση της εποχής αναφέρθηκε στο γεγονός ότι τα χρηματοκιβώτια της Λέσχης Αριστοκρατών Ιππέων του Σαντιάγκο είχαν επίσης αδειάσει εντελώς από δράστες άγνωστης ταυτότητας.

Εν τω μεταξύ, η αστυνομία συνέχιζε να μαζεύει υπόπτους. Ένα από τα θύματα αυτών των συλλήψεων ήταν ο οδηγός του Hudson που είχε χρησιμοποιηθεί στην ληστεία. Ήταν ο οδηγός ταξί Enrique Barcoj. Οι ληστές τον ανάγκασαν να σταματήσει το ταξί του και να τους πάει στην τράπεζα. Η Las Ultimas Noticias τόνιζε ότι, μόλις η επιδρομή ολοκληρώθηκε με επιτυχία, το ταξί δεν έπαιρνε μπρος, και έτσι “οι παράνομοι αναγκάστηκαν να το σπρώξουν για κάμποση απόσταση” μέχρις ότου πάρει μπρός η μηχανή. Ο σχολιαστής πρόσθεσε ακόμη ότι, ενώ το αυτοκίνητο ήταν σταματημένο, έγινε ξεκάθαρα φανερή “η απροθυμία, εκ μέρους των περαστικών,” να, με οποιονδήποτε τρόπο, εμποδίσουν την φυγή τους.

Η Απόλυτη Αποτυχία

Λόγω αυτών των “ύποπτων πράξεων”, ο Barcoj ήταν ο πρώτος που κατηγορήθηκε για συμμετοχή στην ληστεία, και υποχρεώθηκε να περάσει αρκετό καιρό στην φυλακή, παρά το γεγονός, ότι στην πραγματικότητα, δεν είχε καμία απολύτως ανάμειξη. Η ιστορία του –πως είχε υποχρεωθεί από δυο Σπανιόλους– δεν έπεισε τις αρχές. Απελευθερώθηκε τελικά όταν η υπόθεση έκλεισε λόγω της “απόλυτης αποτυχίας όλων των ερευνών”, όπως παραδέχτηκε η ίδια η αστυνομία.

Λόγω μιας απρόσμενης μεταστροφής της μοίρας, ήταν τον ίδιο εκείνο Αύγουστο, του 1925, όταν ο στρατηγός Ibáñez del Campo, βάσει γενικών αρχών, υποχρέωσε εκατοντάδες ηγέτες των εργατών, φοιτητές και ομοφυλόφιλους, σε εξορία στα μακρινά νησιά του Πάσχα και του Ροβινσώνα Κρούσου. Ένας από τους εκτοπισθέντες ήταν και ο Felix López. Μεταφέρθηκε στα νησιά, αλυσοδεμένος, την ίδια ακριβώς στιγμή που ο Durruti και οι άνδρες του εγκατέλειπαν την Χιλή για πάντα.

Όταν ο Τύπος άρχισε να εκφράζει την δημοφιλή εκδοχή σχετικά με την μεγάλη ληστεία που ήθελε τους παράνομους ως “κομψούς και περισπούδαστους Σπανιόλους κλέφτες”, ο αξιότιμος δικαστής Fernando Soro Barriga, ο οποίος διεξήγαγε τις ανακρίσεις, εξοργίστηκε. Έστειλε μια επίσημη επιστολή στην Βουλή, παραπονούμενος για “τα φανταστικά παραμύθια που εμφανίζονται σε διάφορες εφημερίδες όπου αυτοί οι εγκληματίες κυριολεκτικά θεοποιούνται”.

Ούτε και ο δικαστής Soro Barriga είχε πέσει πολύ έξω. Στην πραγματικότητα, ο Τύπος συνέχιζε να παίζει με την εντυπωσιακή φύση της επιδρομής, συγκρίνοντας την ευνοϊκά με –όσα ένας δημοσιογράφος ανέφερε ως – “προηγούμενες εγκληματικές δραστηριότητες ενός χυδαίου συναφιού που πραγματοποιήθηκαν σε αυτή την χώρα, δραστηριότητες αντάξιες καθυστερημένων έφηβων παραβατικών”. Η καυστική φρασεολογία της καταδίκης του Soro Barriga είχε άμεσα αποτελέσματα. Η θέση “ληστές από την Ισπανία” χάθηκε υποχρεωτικά. Οι εφημερίδες επιπλήχθηκαν από τις αρχές και προειδοποιήθηκαν ώστε “να μην σκαρφίζονται παρόμοιες τρελές και απίθανες ιστορίες”.

Ο Durruti και η παρέα του έφυγαν χωρίς την παραμικρή κατηγορία, γεγονός που δεν τους ενόχλησε ιδιαίτερα, αλλά ακόμη και αν τους είχε απασχολήσει αυτό, είχαν επιστρέψει στην Ευρώπη πια. Έφτασαν πίσω αφού πρώτα περιπλανήθηκαν στην Αργεντινή και το Μοντεβιδέο, όπου, για την ακρίβεια, κινδύνευσαν να συλληφθούν ενώ πραγματοποιούσαν άλλες “συγκομιδές πόρων”. Η “καθαρή” επίσκεψη στην Χιλή είχε διαρκέσει περίπου έναν μήνα και περιλάμβανε δυο πόλεις, το Βαλπαραΐσο (όπου και είχαν αρχικά φτάσει ερχόμενοι από την Κούβα) και το Σαντιάγκο. Και αυτό χωρίς να προσμετράται το πέρασμα τους από την Πόλη των Άνδεων. Από εκεί, πήραν τον ΥπερΑνδειακό σιδηρόδρομο, ως απλοί επαρχιώτες επιβάτες που έρχονταν από την πόλη Μεντόζα της Αργεντινής.

Αναδρομή

Τον Δεκέμβριο του 1924, με πλαστά διαβατήρια, ο Buenaventura Durruti και ο Francisco (Paco) Ascaso έφυγαν από την Χάβρη, επιβιβαζόμενοι σε ένα Ολλανδικό εμπορικό με προορισμό τις Αντίλλες. Ο Ricardo Sanz είχε φτάσει ήδη στο Παρίσι. Θα αντικαθιστούσε, στην ομάδα Solidarios, τον πρόσφατα δολοφονημένο Gregorio Suberbiela. Είχε έλθει για να πληροφορήσει τους εξόριστους εκείνους αναρχικούς για την απελπιστική κατάσταση που είχε βρεθεί τότε η CNT. “Έπρεπε να βρεθούν” οικονομικοί πόροι ώστε να σταθεί και πάλι στα πόδια της. Έτσι προέκυψε η αμερικάνικη περιπλάνηση. Με τον Sanz, ο Durruti και ο Ascaso, σχεδίασαν την διαδρομή τους. Θα πήγαιναν στην Κούβα και από εκεί θα περνούσαν στην δράση στο Μεξικό και την Αργεντινή.

Έφτασαν στην Κούβα. Εκεί, βρέθηκαν μέσα στην πλήρους ακμής δικτατορία του Machado, ενώ το εργατικό κίνημα μάραζε θλιβερά. Στην Σάντα Κλάρα εργάστηκαν στις ζαχαροφυτείες. Εκεί οργάνωσαν μια απεργία για την αύξηση των μισθών. Οι επόπτες έπιασαν τρεις απεργούς αγρότες και τους χτύπησαν ανηλέητα, έτσι ώστε να τρομοκρατήσουν τους υπόλοιπους, και τους έστειλαν πάλι πίσω στην δουλειά σε άθλια κατάσταση.

Το επόμενο πρωϊνό, ο ιδιοκτήτης της φυτείας βρέθηκε νεκρός στο κρεβάτι του. Στο πτώμα του, με λαμπερά γράμματα, είχε καρφιτσωθεί ένα σημείωμα: “Αυτή είναι η Δικαιοσύνη των Περιπλανώμενων”.

Μια εντατική έρευνα διεξήχθη μεταξύ των καλαμοκοπτών προκειμένου να βρεθεί ο υπεύθυνος για τον φόνο. Η έρευνα ζητούσε από όλους και κάθε έναν ξεχωριστά να πουν αν γνώριζαν ποίοι μπορεί να ήταν οι Περιπλανώμενοι. Έτσι γεννηθηκε και ο μύθος.

Από την Αβάνα, η ομάδα κατευθύνθηκε προς το Γιουκατάν, στην μεξικανική ακτή. Εκεί συνελήφθησαν από το λιμενικό του Μεξικό ως “λαθρέμποροι”. Κι όμως, από εκεί, κατάφεραν να φτάσουν στην πόλη του Μεξικό. Εκεί τους υποδέχτηκε και τους φιλοξένησε ο Rafael Quintero, ένας εργάτης που είχε πολεμήσει με τον Zapata. Προς το τέλος του Μαρτίου του 1925, συναντήθηκαν με τον Gregorio Jover και τον Alejandro Ascaso, τον μικρότερο αδελφό του Paco.

Την εποχή εκείνη στο Μεξικό –υπό την διακυβέρνηση του στρατηγού Plutarco Elías Calles– ανακάλυψαν μικροπρεπείς εσωτερικούς ανταγωνισμούς μεταξύ των Αναρχικών, και λίγα εναπομείναντα ψήγματα της Επανάστασης. Τα ελάχιστα προπύργια που επέμεναν αποκάλυπταν έναν μάλλον καταθλιπτικό ορίζοντα. Οι Περιπλανώμενοι αποφάσισαν να βοηθήσουν τις διάφορες Αναρχικές ομάδες με χρήματα, βοηθώντας κατά συνέπεια στην επανένωση του Κινήματος.

Εγκαταστάθηκαν σε μια φάρμα στο Τικομάν, και από εκεί σχεδίασαν τις μελλοντικές “δράσεις” τους. Τον Απρίλιο του 1925, λήστεψαν το υφαντουργείο Carolina. Επανέλαβαν παρόμοιες ενέργειες και σε άλλα εργοστάσια και υφαντουργεία. Με τους “πόρους” που συγκεντρώθηκαν, δημιούργησαν μια “Σχολή Ορθολογισμού” –εμπνευσμένοι από την διδασκαλία του Francisco Ferrer, του αναρχικού εκπαιδευτικού θεωρητικού, ιδρυτή της Escuela Moderna (Σύγχρονο Σχολείο).Ο ίδιος ο Ferrer είχε καταδικαστεί σε θάνατο από εκτελεστικό απόσπασμα στην Βαρκελώνη το 1909. Χρηματοδότησαν ακόμη την έκδοση ενός περιοδικού ενώ έστειλαν ένα αρκετά μεγάλο χρηματικό πόσο στον Sebastien Fauré, τον Γάλλο διανοούμενο, έτσι ώστε να στήσει μια Βιβλιοθήκη Κοινωνικών Επιστημών στην Γαλλία.

Μετά την Χιλή

Τον Αύγουστο του 1925, ο Durruti και οι σύντροφοι του έφτασαν στην Αργεντινή από την Χιλή. Εκεί αποφάσισαν να μείνουν όσο πιο μακριά γίνεται από τράπεζες και άλλους παρεμφερείς πειρασμούς. Έπιασαν λοιπόν δουλειές. Ο. Durruti ως φορτοεκφορτωτής, ο Francisco Ascaso ως μάγειρας, και ο Jover ως ξυλουργός. Ο Αlejandro Ascaso επέστρεψε στην Κούβα με το πλοίο. Παρά τις καλύτερες των προθέσεων τους όμως,  ο καινούριος αυτός τρόπος ζωής δεν κράτησε πολύ. Σύντομα έγιναν δυο ένοπλες ληστείες, οι οποίες –ακόμη και αν δεν τις πραγματοποίησαν οι ίδιοι– αποδώθηκαν αμέσως στην παρέα τους. Υποχρεώθηκαν να κρυφτούν.

Τα κατατόπια τους έγιναν γνωστά ξανά στις 18 Ιανουαρίου του 1926. Αυτό λίγο μετά την επιδρομή τους στην τράπεζα San Martín της Αργεντινής. Την φορά αυτή δεν υπήρχε καμία αμφιβολία για τους δράστες. Η εφημερίδα La Prensa (ο Τύπος), έγραφε τότε:

“Επτά άτομα, τέσσερα από αυτά με μάσκες, κατέβηκαν από ένα “Double Phaeton” στην γωνία των οδών Μπουένος Άϊρες και Μπελγκράνο, δυο μόλις τετράγωνα από το αστυνομικό τμήμα. Τέσσερις από αυτούς μπήκαν στην τράπεζα, ενώ οι άλλοι τρεις, οπλισμένοι με καραμπίνες, στάθηκαν στην κύρια είσοδο. Μόλις βρέθηκαν μέσα, οι τέσσερις ληστές κινήθηκαν ταχύταταt. Πήδηξαν πάνω από τα ταμεία, άδειασαν τα συρτάρια και μάζεψαν όσα χρήματα μπόρεσαν να βρούν σε έναν σωρό. Το μεταλλικό χρηματοκιβώτιο δεν τους απασχόλησε διόλου. Το έσκασαν με 64.085 πέσος.

Στο Μπούενος Άϊρες αφίσες καταζητούμενων –με φωτογραφίες– κολλήθηκαν παντού, προσφέροντας ανταμοιβή για την σύλληψη τους. Οι Ισπανοί Αναρχικοί πέρασαν την πρώτη εβδομάδα του Φεβρουαρίου αποδρώντας από σπίτι σε σπίτι στα περίχωρα της Ομοσπονδιακής Πρωτεύουσας. Οι μέρες εκείνες ήταν από τις πιο αγχώδεις καθ’ όλη την διάρκεια της Λατινοαμερικάνικης περιπέτειας. Κι όμως, κατάφεραν να ξεφύγουν ασφαλείς αν και ταραγμένοι. Κατόρθωσαν να διασχίσουν το Ριο Πλάτα και να βγούν από την Αργεντινή. Αποβιβάστηκαν, τελικά, στην πρωτεύουσα της Ουρουγούαης, Μοντεβιδέο. Και από εκεί επέστρεψαν στην Ευρώπη.

Ο Buenaventura Durruti δεν αποδέχτηκε πότε τους τίτλους του ληστή ή του ένοπλου κλέφτη. Οι περιγραφές αυτές απείχαν πάρα πολύ από την φύση της σκοπιμότητας των πράξεων του. Επέμενε ότι, χωρίς την δουλειά του “και εκείνη μιας χούφτας αφοσιωμένων αναρχικών, οι εργάτες δεν θα είχαν ποτέ αποκτήσει την απαραίτητη δύναμη και ισχύ που διέθεταν στην πραγματικότητα στις αρχές του Εμφύλιου Πολέμου”. (Οι Άγνωστες Περιπλανήσεις του Durruti) (pdf)

1 2 3 4 5 6

14330574-abelpazdurruti (pdf)