Το Άουσβιτς δεν τέλειωσε – Δέκα σημειώσεις για το Εάν αυτό είναι ο Άνθρωπος του Πρίμο Λέβι.

αναδημοσίευση από Θανάσης Τριαρίδης 

Το Άουσβιτς δεν τέλειωσε 

Δέκα σημειώσεις για το Εάν αυτό είναι ο Άνθρωπος του Πρίμο Λέβι.

  1. Τον Δεκέμβριο του 1943 ο Πρίμο Λέβι, ένας 24χρονος ιταλοεβραίος χημικός, ενταγμένος στο πολιτικό σκέλος της Αντίστασης, συλλαμβάνεται από την φασιστική αστυνομία και οδηγείται στο στρατόπεδο του Κάρπι-Φόσσολι. Τον Φεβρουάριο του 1944 η διοίκηση του στρατοπέδου περνά στους Γερμανούς και ο Λέβι ως εβραίος στέλνεται απευθείας στο Άουσβιτς. Παραμένει ζωντανός μέχρι την είσοδο του ρωσικού στρατού στο στρατόπεδο (Ιανουάριος 1945) χάρη σε μια σειρά από συγκυρίες (όπως καταγράφει ο ίδιος μερικές από τις αιτίες της επιβίωσης του ήταν οι ακόλουθες: ήταν μικρόσωμος και αδύνατος από φυσικού του, άρα άντεξε την ασιτία, γνώριζε σχετικά γερμανικά, είχε σπουδές χημείας κι έτσι βρέθηκε στο κομάντο χημείας, στάθηκε τυχερός όσες φορές πέρασε από «επιλογή» για τους θαλάμους αερίων, κατάφερε να μην αρρωστήσει καθ’ όλη τη διάρκεια του εγκλεισμού του μέχρι την φυγή των Γερμανών, οπότε και αρρώστησε από οστρακιά, βρέθηκε στο αναρρωτήριο του στρατοπέδου και έτσι γλίτωσε τον βέβαιο θάνατο που επεφύλαξαν οι Γερμανοί σε όσους κρατούμενους πήραν μαζί τους κατά την φυγή τους). Μετά την απελευθέρωσή του, έπειτα από μια πολύμηνη περιπλάνηση στην ανατολική Ευρώπη, επέστρεψε στην Ιταλία τον Οκτώβριο του 1945. Στα επόμενα χρόνια θα κάνει οικογένεια, θα εργαστεί, θα γράψει βιβλία που θα γνωρίσουν την παγκόμσια αναγνώριση. Θα αυτοκτονήσει τον Απρίλιο του 1987.
  1. Ο Λέβι γράφει το Εάν αυτό είναι ο άνθρωπος μέσα στο 1946, λίγους μήνες μετά την επιστροφή του. Θέλει να καταγράψει εν θερμώ ό,τι έζησε στο Άουσβιτς γιατί νομίζει πως έτσι θα απελευθερωθεί από αυτό – και στην συνέχεια να συνεχίσει την ζωή του. Στον σύντομο πρόλογό του διευκρινίζει τον τρόπο συγγραφής, το ότι δεν επινόησε κανένα από τα γεγονότα. Επίσης αποπειράται να περιγράψει τον στόχο του: «Πολλοί λαοί ή άτομα συμβαίνει να θεωρούν περισσότερο ή λιγότερο συνειδητά ότι «κάθε ξένος είναι εχθρός» (…) Όταν αυτή η ανομολόγητη αλυσίδα αποτελέσει τη μείζονα πρόταση ενός συλλογισμού, τότε στο τέλος της αλυσίδας βρίσκονται τα στρατόπεδα. Αυτό είναι το αποτέλεσμα μιας σύλληψης του κόσμου οδηγημένης στην έσχατη συνέπειά της: όσο υπάρχει αυτή η αντίληψη τα αποτελέσματά της θα μας απειλούν. Η ιστορία των στρατοπέδων εξόντωσης θα έπρεπε να ερμηνευτεί από όλους σαν ένα δυσοίωνο σημάδι κινδύνου».
  1. Το βιβλίο αρχίζει με ένα ποίημα του συγγραφέα του και στη συνέχεια η αφήγηση μοιράζεται σε δεκαεφτά κεφάλαια. Το 1976 (και ενώ ήδη έχει καταξιωθεί ως η εμβληματική μαρτυρία από τον κόσμο του Άουσβιτς) συμπληρώνεται με ένα επίμετρο που περιλαμβάνει τις απαντήσεις του Λέβι σε σχέση με το βιβλίο σε ερωτήματα που του υποβάλουν μαθητές. Στα δεκαεφτά κεφάλαια περιγράφονται όσα συγκράτησε η μνήμη από τους έντεκα οριακούς μήνες του Άουσβιτς: το ταξίδι στα κλειστά βαγόνια, η καταρχήν επιλογή που κανένας δεν μπορούσε να την αντιληφτεί καθαρά, η σφράγιση των μελλοθανάτων Haftling, η μύηση στην διαδικασία της αναμονής του θανάτου, οι τελετουργικές λεπτομέρειες της ηθικής εκμηδένισης που έπρεπε να προηγηθεί της βιολογικής, η δουλεία, η ασιτία, ο νυχτερινός ύπνος και τα όνειρα, η εμπειρία του Κομάντο Χημείας. Επίσης καταγράφονται γεγονότα, περιστατικά και συναντήσεις: η επιλογή για τους θαλάμους αερίων τον Οκτώβριο του 1944, η εκτέλεση μπροστά στους σιωπηλούς κρατούμενους ενός σαμποτέρ, ο κώδικας της μονομαχίας στις σχέσεις των κρατουμένων, η κτηνωδία των Κάπο, καθώς και τέσσερις πρόσωπα που φαίνεται πως αποτέλεσαν για τον αφηγητή ένα ηθικό κίνητρο για να ζήσει: ο Αλμπέρτο, ο Λορέντζο, ο Πίκολο Ζαν, ο Ούγγρος Κράους. Τέλος οι τελευταίες δέκα ημέρες στο αναρρωτήριο οπότε οι Γερμανοί φεύγουν μέχρι που ο σοβιετικός στρατός μπαίνει στο στρατόπεδο.
  1. Η εμπειρία του Άουσβιτς ήταν αυτή που οδήγησε τον Πρίμο Λέβι στο γράψιμο – μοιραία καθοδόγησε το σύνολο του συγγραφικού του έργου. Αργεί πολύ για να αποδεχτεί για τον εαυτό του τον ρόλο του συγγραφέα-μυθοπλάστη – ακριβώς γιατί λογάριασε τον ευατό του συγγραφέα-μάρτυρα. Απέναντι στο θέμα Άουσβιτς (για πολλούς: στο αίνιγμα Άουσβιτς ή στο επιμύθιο Άουσβιτς) ο Λέβι αποφασίζει να καταγράψει την αγωνία της ερμηνείας δίχως να ερμηνεύσει το πιο οργανωμένο, μεθοδικό και αρραγές κακό που έφτιαξε ο άνθρωπος.  Δίχως να το ξέρει ή να το προσδοκά, ουσιαστικά προτείνει ένα νέο γραμματολογικό είδος, αυτό που αδόκιμα μπορεί να το ονομάσει κανείς ως «Μαρτυρία του συντελεσμένου κακού» – κατά τον Τσβετάν Τοντόροφ είναι το γραμματολογικό είδος που προέκυψε από την ανάγκη του μεταπολεμικού κόσμου να κατανοήσει το ακραίο (και υπό την έννοια αυτή αξίζει κανείς να διαβάσει το βιβλίο του Λέβι συγκριτικά με τα πρόσφατα μεταφρασμένα στα ελληνικά βιβλία της Θία Χάλο και της Σβετλάνα Αλεξίεβιτς ). Το πλέον χαρακτηριστικό αυτού του γραμματολογικού είδους: τα κείμενα δεν αφηγούνται το ακραίο μα την ανημποριά των αφηγητών να αποδεχτούν ότι έζησαν (και επέζησαν) – να αποδεχτούν η ίδια τους η ύπαρξη είναι απόδειξη της ύπαρξης μιας μαύρης τρύπας μέσα στην ιστορία.
  1. Είναι πολύ δύσκολο να μιλήσει κανείς για αυτό το βιβλίο (για αυτά τα βιβλία) με όρους κριτικούς –και σχεδόν αδύνατο να το αναλύσει αφηγηματολογικά (να αναλύσει τι – και κυρίως γιατί;) . Μάλλον πιο μπορετό να αποπειραθεί να καταγράψει κάποια από τα απλά ερωτήματα που θέτει ο συγγραφέας του. Ενδεικτικά: γιατί συνέβη το Άουσβιτς (δηλαδή το Ολοκαύτωμα); Ήταν μια παράλογη παρένθεση ή μια φυσιολογική εξέλιξη του ανθρώπινου πολιτισμού; Γιατί ο ίδιος δεν αυτοκτόνησε ενώ το βίωνε; Για ποιον λόγο επέζησε; Είχε το ηθικό δικαίωμα να επιζήσει; Μπορεί κανείς να εντοπίσει τους φυσικούς και ηθικούς αυτουργούς του Άουσβιτς (του Ολοκαυτώματος) κι αν ναι μπορεί να τους συγχωρήσει; Υπάρχει Θεός μετά το Άουσβιτς (το Ολοκαύτωμα); Ποια η αναγκαιότητα της μνήμης του Ολοκαυτώματος; Το Άουσβιτς θα ξανασυμβεί; Μήπως το Άουσβιτς δεν τέλειωσε ποτέ;
  1. Αν κάποιος θα ήθελε να σταδιοποιήσει (προσοχή στις λέξεις: να σταδιοποιήσει και όχι να απαντήσει) καλύτερα τα ερωτήματα αυτά θα μπορούσε να αναζητήσει ζεύγματα μέσα από την αφήγηση του Λέβι και να προσπαθήσει να τα αναλύσει. Λόγου χάρη: ο κτηνώδης κάπο Άλεξ και ο τρεμάμενος Ούγγρος Κράους. Η εγωκεντρική προσευχή του Κουν και ο μελλοθάνατος σαμποτέρ που κραυγάζει «σύντροφοι είμαι ο τελευταίος». Η φρόιλαιν  Λίμπτσα και ο Λορέντζο. Η δυσάρεστη αίσθηση του να αραιώνουν τα γυμνά σώματα από το δωμάτιο της επιλογής του Οκτωβρίου του 1944 και η μοναξιά του άδειου στρατοπέδου όταν φεύγουν οι δήμιοι. Το παράγγελμα Wstavac και ο αναχρονισμός του Δάντη.
  1. Όταν ο Πρίμο Λέβι ολοκληρώνει το Εάν αυτό είναι ο άνθρωπος η βιολογική του ηλικία είναι εικοσιεφτά χρονών· η πραγματική του ηλικία είναι «μετά το Άουσβιτς». Για τον Λέβι το Άουσβιτς είναι ο καίριος χρόνος της ζωής του: το πριν ήταν απλά ο δρόμος προς το εφιαλτικό Λάγκερ’ το μετά είναι ο δρόμος για να απαντήσει στο ερωτηματικό του Λάγκερ. Μα πάντοτε σε αυτόν τον δεύτερο δρόμο ονειρεύεται πως εξακολουθεί να βρίσκεται στο Άουσβιτς, πως κοιμάται στον θάλαμο του Άουσβιτς, πως βλέπει ένα όνειρο μιας «ανακωχής», μιας ψεύτικης ειρήνης, ώσπου τα πάντα τσακίζονται από το εφιαλτικό παράγγελμα για την πρωινή έγερση του Λάγκερ, το κοφτό σιγανό Wstavac. Δεν είναι τυχαίος (φυσικά) ο τίτλος του δεύτερου του βιβλίου, αυτού που περιγράφει την επιστροφή του από το Άουσβιτς: Η ανακωχή. Δηλαδή η πρόσκαιρη παύση της μάχης ή του πολέμου, που όπου να ‘ναι θα ξαναρχίσει.
  1.  Το Άουσβιτς υπήρξε – και το Άουσβιτς δεν τέλειωσε ποτέ: αυτά είναι τα δύο σταθερά όρια μέσα στα οποία κινείται η πνευματική αναζήτηση του Πρίμο Λέβι. Μέσα σε αυτά τα όρια θέλησε να γυρέψει το παρελθόν, να φανταστεί το μέλλον, να ζήσει το παρόν. Μέχρι το τέλος της ζωής του αρνήθηκε πεισματικά να ζητήσει εξωτερική λύση: έναν παντοκτράτοραπου κόσμους κυβερνά, μια θρησκεία, έναν αλάθητο –ισμό, μια φιλοσοφική θεωρία για σίγουρες ερμηνείες. «Υπήρξε το Άουσβιτς, επομένως δεν μπορεί να υπάρχει Θεός» γράφει σε μια σπαρακτική αλληλογραφία του με τον Ισπανό μεταφραστή του – για να συμπληρώσει λίγες μόλις εβδομάδες πριν από την αυτοκτονία του, με το μολύβι πάνω στα τυπογραφικά δοκίμια, το ακόμη σπαρακτικότερο μέσα στην ανθρωπιά του σχόλιο: «ψάχνω μα δεν βρίσκω την απάντηση». Η πρόταση του Λέβι είναι ο σπαραγμός της μνήμης: το να αναζητήσει κανείς τον άνθρωπο και την ηθική του αντίσταση απέναντι στο ανθρώπινο κακό μέσα στο στομάχι της κόλασης, να αναζητήσει εκεί τον θεϊκό ίσκιο (τον Άλλο Εκείνο στο ενδέκατο κεφάλαιο του «Εάν αυτό είναι ο άνθρωπος»), εκεί και όχι σε ένα μακρινό Επέκεινα, όχι σε έναν μετά θάνατο Παράδεισο, όπου η Δικαιοσύνη και η Αγάπη θα είναι επιβεβλημένος μονόδρομος. Ο Λέβι μίλησε για την ανάγκη να βρει ο άνθρωπος την δικαιοσύνη (με μικρό δέλτα) και την αγάπη (με μικρό α) μέσα από τη μνήμη της φρίκης των Λάγκερ – γιατί μόνο έτσι μπορεί να παραμείνει άνθρωπος.
  1. Συχνά λένε πως όσο ξεμακραίνουμε από ένα βουνό, τόσο καλύτερα μπορούμε να αναμετρήσουμε την κορυφή του. Σήμερα 18 χρόνια μετά την αυτοκτονία του και 60 χρόνια μετά το τέλςο (;) του Άουσβιτς, ξανασκεφτόμαστε το έργο του Λέβι. Και τι λέμε; Δεν ήταν καθαρός λογοτέχνης που δημιουργεί φανταστικούς χαρακτήρες και αλληγορικούς κόσμους, ωστόσο ζύγισε καθαρότερα από κάθε άλλον το έργο του πάνω στο δίπολο της συλλογικής κτηνωδίας από την μια και της προσωπικής συγκίνησης που νοηματοδοτεί τη ζωή από την άλλη. Δεν ήταν επ’ ουδενί θεολόγος μα χαρτογράφησε περισσότερο από κάθε άλλο τα όρια του ανθρώπινου κακού αναζητώντας απελπισμένα την απουσία του θεϊκού σχεδίου σε αυτόν τον χάρτη. Δεν ήταν σε καμία περίπτωση φιλόσοφος μα μελέτησε δραστικά την εκτροπή και την μεταμόρφωση του ανθρώπου μέσα σε ό,τι ονομάζουμε ιστορική νομοτέλεια. Κι ακόμη, δεν υπήρξε κοινωνιολόγος ή πολιτικός μα ιεράρχησε ουσιαστικότερα από κάθε άλλον την ανάγκη της αθωότητας ως πρωταρχικής αξίας για την συνέχεια του είδους των ανθρώπων, για την μνήμη του παρελθόντος τους, για την πνευματική προβολή του μέλλοντός τους. Ίσως το κυριότερο: αναζήτησε με εμμονή την ηθική αντίσταση του ανθρώπου αντιπαραβάλλοντάς την με την ηθική εκμηδένιση του· αυτή η ηθική αντίσταση είναι και το διαρκώς επανερχόμενο αίτημά του, η αγωνιώδης απαίτησή του από τον ανθρώπινο πολιτισμό. Υπό την έννοια αυτή οHäftling174 517 είναι ο σημαντικότερος συγγραφέας του μεταπολεμικού κόσμου – κι αν προβλέπω καλά ετούτη η άποψη θα κερδίζει όλο και περισσότερο έδαφος μέσα στον χρόνο.
  1.  Εντέλει τι μας είπε ο Λέβι: πως πρέπειυπάρχουμεγια να υπάρξουμε. Αλλιώς: μας είπε πως ακόμη κι αν ζούμε σε μιαν «ανακωχή» δεν πρέπει να δούμε την ζωή μας ως μία αναμονή – αναμονή του τέλους, του ολέθρου, της Τελικής Κρίσης, της ανάστασης των νεκρών. Μας είπε πως το συντελεσμένο κακό είναι κομμάτι του κόσμου μας και πως πρέπει να μιλούμε για αυτό (: το κακό μας) και να το αναζητούμε διαρκώς γύρω μας και μέσα μας, στις μηχανές της εξουσίας και στις γωνιές της ψυχής μας. Και ανάμεσα στα άλλα, μας άφησε στην παλάμη χαρτάκια με πρακτικότερες συμβουλές: ας πούμε, να θυμόμαστε (: να το θυμίζουμε στα παιδιά μας ή σε όσους λογαριάζουμε για παιδιά μας) πως τα Άουσβιτς υπήρχαν, υπάρχουν και θα υπάρχουν επειδή τα φτιάχνουν άνθρωποι σαν όλους εμάς, ή όλοι εμείς· κι ακόμη, πως όσο λησμονούμε τη βεβαιότητα να ακουστεί το κοφτό σιγανό Wstavac ένα πρωί, τόσο μεγαλώνει ο κίνδυνος να είμαστε εκείνοι που θα το προφέρουμε.

(Δημοσιεύτηκε, σε μια πρώτη μορφή, στη Φιλολογική Βραδυνή, στις 7-7-2001.)