Η παραγγελιά, το δίκοπο μαχαίρι και το ζεϊμπέκικο που έμεινε στη μέση
Ο Νίκος Κοεμτζής ήταν ο άνθρωπος που έγινε «τέρας» και το «τέρας» που προσπάθησε να γίνει άνθρωπος. Για τους νοικοκυραίους, τον Τύπο και τον Νόμο, ήταν ο στυγερός εγκληματίας. Απόβρασμα και κατακάθι. Κτήνος. Για όσους είχαν υποφέρει από διώξεις, ρουφιανιά, καταστολή, ήταν αυτός που αποφάσισε να βγει από τη γωνιά του και να πέσει στη φωτιά. Η γνωστή παραγγελιά είναι η κορυφή της φλόγας. Κι ας καιγόταν.
Το δίκοπο μαχαίρι
Η ροή των πράξεων και των συνειδήσεων δεν σταματά. Αγκυλώνει, προβληματίζει, φωνάζει… Τη στιγμή που άστραψε η λεπίδα δεν υπήρχε σωτηρία. Για κανέναν από όσους βρίσκονταν πάνω στη σκηνή. Για κανέναν από κάτω. Για κανέναν γενικώς. Δεν υπήρχε σωτηρία για την κοινωνία του συμβιβασμού, της σιωπής, της ενοχής… Ούτε για την κοινωνία που προσπαθούσε, κάπως, να αντισταθεί. Να θυμίσουμε την ημερομηνία. 25 Φεβρουαρίου 1973.
Η μανία του Νίκου Κοεμτζή χαράκωσε τα πάντα. Τη Χούντα και τον τρόμο που είχε ενσταλάξει σε κάθε «καλό» πολίτη. Την καταστολή και τα βασανιστήρια της. Αυτοί που πήγαν «διακοπές» στα ξερονήσια δεν ανένηψαν, ουσιαστικά, ποτέ. Η σιδερένια γροθιά της τυραννίας δεν επιφέρει τάξη και ασφάλεια για κανέναν. Η διάκριση των ανθρώπων σε χρήσιμους και εχθρούς του συστήματος είναι (αυτο)καταστροφική. Ο σωφρονισμός με εκτοπίσεις, ξύλο, πίεση, οδηγεί σε εκρήξεις.
Το μαχαίρι, όμως, ήταν δίκοπο. Ο Κοεμτζής σκότωσε τρεις ανθρώπους και τραυμάτισε άλλους εφτά. Δύο ήταν αστυνομικοί. Μέχρι εκεί. Το τυφλό ξέσπασμα έχει την εξήγηση του. Ήταν η κορύφωση συσσωρευμένης καταπίεσης. Δικής του και της οικογένειας του. Ιδιαίτερα του πατέρα του. Οι κοινωνικές συνθήκες διέλυσαν κάθε ίχνος σωστού προσανατολισμού. Ο Κοεμτζής θα ακολουθούσε μοναχική πορεία. Δεν υπήρχε σωσίβιο και κάποιος ή κάτι να τον στρέψει σε ασφαλές καταφύγιο. Πολιτικό-κοινωνικό. Με το σώμα, τη δύναμη και το πάθος θα επιχειρούσε να διορθώσει τις ανορθογραφίες που άλλοι έγραψαν στην ψυχή του. Θνησιγενές το χτύπημα επί τη εμφανίσει. Δεν θα μπορούσε να συμβάλλει σε κανέναν κοινωνικό αγώνα. Εκ των υστέρων, θα μπορούσαμε να πούμε ότι η απουσία ταξικής συνείδησης και η πυκνή παρουσία οργής και θυμού, οδηγούν σε αδιέξοδο. Όσους «εχθρούς» κι αν σκοτώσεις. Σίγουρα, ο Κοεμτζής δεν είχε πρόθεση να κάνει κάτι επαναστατικό, αλλά και οι δύο πλευρές προσπάθησαν να τον ερμηνεύσουν με τον δικό τους τρόπο. Το μακελειό στο νυχτερινό κέντρο «Νεράιδα», εκείνη τη νύχτα του 1973, πέρα από κορυφαία πράξη συντριβής, αποτελεί και το σκηνικό πολλαπλών αντιφατικών ερμηνειών.
Η «Παραγγελιά» και οι ερμηνείες της
Η παρουσίαση της «Παραγγελιάς» δεν γίνεται για να αναλύσουμε την πράξη αυτή καθαυτή. Η δολοφονία τριών ανθρώπων (αστυφύλακας Δημ. Πεγιάς, υπενωμοτάρχης Εμμανουήλ Χριστοδουλάκης και Ιωάννης Κούρτης, μηχανικός αυτοκινήτων) και ο τραυματισμός άλλων εφτά δεν αμφισβητείται. Αυτό που έχει ενδιαφέρον είναι η αντιμετώπιση του γεγονότος από τον Τύπο της εποχής και η εξήγηση του Κοεμτζή μέσα από τη βιογραφία του. Είναι το ένα μέρος της αποκωδικοποίησης της απονενοημένης πράξης.
Οι εφημερίδες και το καθεστώς της Χούντας σχημάτισαν αμέσως την εικόνα του ανθρώπου που έφτασε στο έγκλημα. Ποια ήταν αυτή; Του στυγνού εγκληματία που απλά πήγε στο νυχτερινό κέντρο για να «πιεί» αίμα. «Απογευματινή», «Ακρόπολη» και όλα τα μέσα της εποχής είχαν αποφανθεί. Κτήνος, ζώο. Συνέδεσαν το όνομα του με τη λέξη έγκλημα. Η εφημερίδα «Μακεδονία» στο φύλλο της 27ης Φεβρουαρίου 1973 αναφέρει χαρακτηριστικά:
Ο Νικόλαος Κοεμτζής μαζί με τον αδελφό του Δημοσθένη, σταυλίτη στον ιππόδρομο, πατέρα δύο παιδιών, τις πρωινές ώρες της Κυριακής, επειδή δεν τους έγινε το χατήρι να χορέψουν μόνοι τους ένα ζεϊμπέκικο σκόρπισαν τον θάνατο.
Ο Νίκος Κοεμτζής στην περιγραφή του φονικού περιγράφεται σαν αγροίκος που δεν τον άφησαν να χορέψει την παραγγελιά του και γι’ αυτό άρχισε να σφάζει.
Ο Νίκος Κοεμτζής όταν είδε άλλους να διασκεδάζουν με τη δική του παραγγελιά, σηκώθηκε από το τραπέζι και πήγε στην πίστα. Υπέδειξε τον Τάκη Αθανασιάδη να πη εις τους άλλους που χόρευαν, ότι το τραγούδι ήταν δική του παραγγελιά κι έπρεπε να αδειάσουν την πίστα. Ο τραγουδιστής ανήγγειλε, πράγματι, από το μικρόφωνο «παραγγελιά». Αμέσως κατόπιν, ο Νίκος Κοεμτζής άρπαξε το μικρόφωνο και απευθύνθηκε προς τους θαμώνες του κέντρου:
«Δεν ακούτε ρε; Είναι παραγγελιά». Η ορχήστρα και ο τραγουδιστής σταμάτησαν. Ο Νίκος Κοεμτζής έδωσε γροθιά σε έναν από τους θαμώνες και τον πέταξε από την πίστα. Στη συνέχεια έβγαλε στιλέτο και έπληξε τον υπενωμοτάρχη. Τον έπληξε στην καρωτίδα, την οποία και απέκοψε. Ο Ιωάννης Κούρτης σηκώθηκε από το τραπέζι κι έσπευσε σε βοήθεια του φίλου του υπενωμοτάρχη. Ένα πλήγμα στην κοιλιά και ο Κούρτης κυλίστηκε αιμόφυρτος, θανάσιμα τραυματισμένος. Το μένος του δράστη στράφηκε στον τραγουδιστή Τάκη Αθανασιάδη. Ο αστυφύλακας Δημήτρης Πέγιας αντιλήφθηκε τις προθέσεις του Νίκου Κοεμτζή και έσπευσε προς το μέρος του Αθανασιάδη, τον οποίο κάλυψε με το σώμα του, για να δεχθή εκείνος στην κοιλιά το θανατηφόρο πλήγμα. Ο δράστης με το στιλέτο στο χέρι άρχισε να χτυπάει όποιον έβρισκε μπροστά του.
Στο ίδιο δημοσίευμα υπάρχει κι άλλη εκτίμηση για τους Νίκο και Δημοσθένη Κοεμτζή. Πήγαν συστημένοι από επαγγελματικό αντίπαλο του ιδιοκτήτη της «Νεράιδας» για να τα σπάσουν. Δηλαδή, πήγαν για να κάνουν «δουλειά» μπράβου-εκτελεστή! Όσον αφορά την παρουσία των αστυνομικών στο κέντρο, αυτή θεωρείται τυχαία χωρίς να υπάρξει πρόκληση από τη μεριά τους προς τον Κοεμτζή και την παρέα του. Απλά πήγαν εκεί για να διασκεδάσουν και κατέληξαν μαχαιρωμένοι.
Αυτή, συνοπτικά, είναι η μία πλευρά.
Η άλλη αποτύπωση των γεγονότων έρχεται από την ταινία «Παραγγελιά» του Παύλου Τάσιου και φυσικά τον ίδιο τον Κοεμτζή. Σημείο αναφοράς είναι η παρουσία των αστυνομικών. Πράγματι, δεν αποκλείεται να βρέθηκαν τυχαία στο κέντρο. Μολαταύτα, όπως γίνεται αντιληπτό στο φιλμ, αναγνώρισαν τα αδέλφια Κοεμτζή. Καθόλου παράξενο, μιας και οι Αρχές πάντα είχαν από κοντά τον Νίκο. Μοιάζει απίθανο να μην ήθελαν να προκαλέσουν, αφού γι’ αυτούς τύποι σαν τον Κοεμτζή ή θα συνεργάζονταν μαζί τους ή θα ήταν μόνιμα φυλακή. Η ακύρωση της παραγγελιάς και ο προπηλακισμός του Δημοσθένη Κοεμτζή, τρέλαναν τον Νίκο και έγινε το μακελειό.
Ο Κοεμτζής στη βιογραφία του, «Το μακρύ ζεϊμπέκικο» (εκδ. Εξάντας), τονίζει ότι δεν θυμόταν τίποτα απ’ όσα έγιναν εκείνο το Σαββατοκύριακο. Ο φίλος του, και ένας εκ των τραυματιών, Θωμάς Καραμάνης, του διηγήθηκε τι έγινε εκείνο το βράδυ.
Από τα λεγόμενά του συνάγονται τα εξής:
-Άλλοι θαμώνες (σ.σ οι αστυνομικοί) σηκώθηκαν να χορέψουν την παραγγελιά του Δημοσθένη Κοεμτζή.
-Ο Νίκος Κοεμτζής δεν ανέβηκε στην πίστα πριν τη διένεξη του αδερφού του με τους αστυνομικούς.
-Αφορμή για να σηκωθεί ήταν η συμπλοκή που ξεκίνησε μεταξύ Δημοσθένη-αστυνομικών. Ο αδελφός του υποστήριξε ότι τον έβρισαν. Όταν ρώτησε ο Νίκος τον Δημοσθένη τι είδους βρισιά ήταν αυτή που του είπαν, του ανέφερε: Άντε ρε φλώρε, που θέλεις κι ειδική παραγγελιά για να χορέψεις. Μετά τον έσπρωξαν και αυτός απάντησε με γροθιά.
Τώρα, για το αν αναγνώρισε αμέσως τους αστυνομικούς δεν μπορούμε να το πούμε με σιγουριά. Στην ταινία φαίνεται ότι το καταλαβαίνει αφού τσακώνεται με την κοπέλα του. Στο βιβλίο, ο Καραμάνης λέει ότι αργότερα έμαθε την ταυτότητα τους.
Αγκάθια και λακκούβες
Η «Παραγγελιά», λοιπόν, λειτούργησε ως πυροκροτητής. Άναψε το μακρύ φυτίλι μιας ζωής σκαμμένης, απροστάτευτης, παράλογης. Ήταν η σπίθα για την προσωπική έκρηξη ενός ανθρώπου που δεν άντεξε άλλο. Η μη αντοχή του ήταν και το μεγαλύτερο λάθος του. Δεν βρήκε τη δύναμη μέσα από τις κακουχίες να αναρριχηθεί σε κάτι πιο δυνατό και ζωντανό. Καταρριχήθηκε στο σκότος το οποίο και τον σκέπασε. Κατανοητή η αδυναμία του, αλλά και μοιραία τελικά.
Η πορεία του κακοτράχαλη, γεμάτη λακκούβες και αγκάθια. Γεννήθηκε στις 17 Ιανουαρίου 1938, στο Αιγίνιο Κατερίνης. Οι γονείς του βουλγαροπρόσφυγες. Αγρότες. Γράμματα δεν έμαθε. Κατοχή, Εμφύλιος, αλλά, όπως γράφει στο βιβλίο του κυριότερος παράγοντας για την αμάθειά μου ήταν η μεγάλη φτώχεια.
Ο πατέρας του, με το που εισέβαλαν στην Ελλάδα Ιταλοί και Γερμανοί, βγήκε αντάρτης στα βουνά, με το ΕΑΜ και τον ΕΛΑΣ. Τραυματίστηκε βαριά στο τέλος του πολέμου. Το 1946 με τον Εμφύλιο κυνηγήθηκε, ξυλοκοπήθηκε άγρια μπροστά στα μάτια του Νίκου και φυλακίστηκε. Η μνήμη έγινε τραύμα ανοικτό. Μόνιμο. Αρρώστια που του έτρωγε τα σωθικά. Το δηλώνει στο ξεκίνημα της βιογραφίας του.
Αυτά που έζησα, έπαθα, άκουσα και είδα που μείναμε στη μνήμη μου σαν κινηματογραφική ταινία, με εφιαλτικές εικόνες που μου θυμίζουν πολέμους, σκοτωμούς, διωγμούς και άγρια κυνηγητά, ξυλοδαρμούς, φωτιές, στολές, μπότες και φυλακές, εκτελέσεις, εγκλήματα, τρομοκρατίες, βιασμούς, βαναυσότητες, τις πιο απάνθρωπες βαρβαρότητες, ταπεινώσεις περιφρονήσεις και αδίστακτες εκμεταλλεύσεις. Έζησα και γνώρισα τι θα πει πείνα, παγωνιά, πίκρα, κλάμα, δυστυχία και απελπισία. Γνώρισα τη φτώχεια σε όλο της το μεγαλείο.
Σημασία για την ερμηνεία της τραγωδίας του Κοεμτζή έχει και το γεγονός της φυλάκισής του το ’65. Να πως το διηγείται:
Κάποτε έκανα τον βουτηχτή στη Λάρισα. Φτιάχνανε μηχάνημα για να παίρνει νερό και να παράγει ρεύμα. Εφευρέτης του ήταν ο Γιώργος Γκιόρμπας. Επιστήμονας. Τον πήρε το κράτος και του έδινε 37 χιλιάδες δραχμές και όπου ήθελε ό,τι εφεύρεση ήθελε μπορούσε να την κάνει. Όποιο μέρος της Ελλάδας ήθελε μπορούσε να το εκμεταλλευτεί. Πήρε, λοιπόν, ένα κομμάτι επάνω στον Όλυμπο κι έβγαζε μάρμαρα χωρίς να δίνει μία. Ήμασταν κάπου 60 εργάτες. Εγώ έκανα τον επιστάτη. […] Όταν κατέβηκα κάτω στη Λάρισα που φτιάχναμε το μηχάνημα και βούταγα στο ποτάμι, έβγαινα κατακόκκινος σαν το παντζάρι. Μια μέρα τον πέταξα στο ποτάμι, στον Πηνειό, γιατί μου έκανε τον πυγμάχο. Μου είχε φέρει μια γκόμενα στο ξενοδοχείο κι αυτός καθόταν κι έκανε μπανιστήρι. Μου το είπε την ώρα που ήμασταν πάνω στη βάρκα.
[…]. Όταν κατεβήκαμε τον Νοέμβριο στην Αθήνα, ζήτησα τα λεφτά μου από τον Γκιόρμπα. Αυτός μου λέει:
-Έπεσα έξω.
-Τι έπεσες έξω, εγώ δούλεψα, πρέπει να πληρωθώ. Και εκτός έδρας ακόμα.
-Κάνε μου μήνυση.
Πηγαίνω σε δικηγόρο, τον εξαγοράζει. Τον ξαναδίνω σε άλλο δικηγόρο, γίνεται η μήνυση να πάρω αυτά που δικαιούμαι.
Είχε πέσει το μεγάλο χιόνι του ΄65. […]. Πάμε στα δικαστήρια, το αναβάλλει το δικαστήριο. Μες στα χιόνια έπρεπε να πάω να βρω μάρτυρες από πάνω από τον Όλυμπο να τους φέρω κάτω. Εγώ δεν είχα λεφτά.
[…] Τότε αγρίεψε το μάτι μου και πήγα και τον έκλεψα. […] Αργότερα με πιάσανε. Έτσι έκανα επτά με οκτώ χρόνια φυλακή.
Λύτρωση-αυτοκτονία
Έκτοτε, η αστυνομία δεν σταμάτησε να τον κυνηγά. Δεν τον αφήσανε σε χλωρό κλαρί. Ακόμα και τον αρραβώνα του χάλασαν, εκβιάζοντάς τον να γίνει ρουφιάνος της αστυνομίας. Εκείνος αρνήθηκε. Ήταν μόνος του. Δεν ήθελε να ανήκει πουθενά. Ομολογεί ότι είχε κακή εμπειρία από τους Λαμπράκηδες. Όσους είχαν γραφτεί στους Λαμπράκηδες, όταν παρέδωσαν τους καταλόγους, τους άρπαξε η Χούντα και τους έκλεισε μέσα. Μπήκε στο Π.Α.Κ. Ο Κοεμτζής, όμως, ήθελε να είναι ανεξάρτητος. Να παλεύει μόνος. Η φτώχεια, τα βάσανα και οι κακουχίες έσμιξαν με την οργή και τον θυμό. Η συνειδητοποίηση του είναι του, χάθηκε στο εγώ του που ζητούσε δικαίωση, λύτρωση. Την αυτοκτονία του όπως αποδείχθηκε. Το μοιραίο έγκλημα στήθηκε πάνω στο πληγωμένο του σώμα και τον ταπεινωμένο του εαυτό. Δεν άντεξε και το πλήρωσε μαζί με τα θύματά του.
Στη δίκη, η οποία διετελέσθη το Νοέμβρη εκείνο του 1973, ο Νίκος Κοεμτζής πήρε την ευθύνη για όλα όσα έγιναν στη «Νεράιδα». Καταδικάστηκε στην εσχάτη των ποινών. Το 1977 η ποινή μετατράπηκε σε ισόβια δεσμά. Αποφυλακίστηκε το 1996. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του πουλούσε το βιβλίο του στο Μοναστηράκι. Για τη συγγραφή του οποίου έμαθε γράμματα μέσα στη φυλακή. Πέθανε τον Σεπτέμβριο του 2011.
Μακρύ ζεϊμπέκικο για τον Νίκο
Τον επίλογο τον βάζει ο Διονύσης Σαββόπουλος. Ο τραγουδοποιός διαβάζοντας το βιβλίο του Κοεμτζή, συνέθεσε το «Μακρύ ζεϊμπέκικο για τον Νίκο» (1978) και το συμπεριέλαβε στον δίσκο «Ρεζέρβα».
Πηγή: toperiodiko.gr