Σε σταθερό ρυθμό η βοθροποίηση του Παγασητικού, παρά τα μακροβούτια του δημάρχου
Φταίνε οι δημοσιογράφοι (πάντα).
Φταίει η αντιπολίτευση (οι κουκουλοφόροι)
Φταίνε οι ξεγάνοτοι τενεκέδες και τα μουστάκια φερετζέδες (για όλα πλέον)
Όλα φταίνε σε τούτη την πόλη γιατί συνομωτούνε εναντίον του.
Όλοι φταίνε για αυτό και σκασμένος με το υπηρεσιακό αυτοκίνητο του δήμου χτυπάει 25αρια τσίπουρα ο “σοφέρ” του στη Ν. Ιωνία.
Όλοι φταίνε γιατί ο Παγασητικός ποτέ δεν μολύνθηκε – ένα ψιλό ατυχηματάκι έγινε – και είναιασφαλής να κολυμπάς. Άλλωστε μας το απέδειξε και η ίδια η δημοτική αρχή σύσσωμη που έτρεξε να πλατσουρίσει στα νερά των Αλυκών. Και η Περιφέρεια διαβεβαίωσε πως “δεν τρέχει κάστανο”. Αγαστή η συνεργασία.
Στην ίδια πλαζ όπου οι λουόμενοι χτες διαμαρτυρήθηκαν έντονα για τη μυρωδιά και τα “ίχνη” της βοθροποίησης μέσα στην καφετί θάλασσα.
Ύστερα έσπευσαν οι εργαζόμενοι της ΔΕΥΑΜΒ να ελέγξουν τι συνέβη στο Βιολογικό…
Κι ύστερα ξυπνήσαμε…
Όμορφο και καλαίσθητο το συντριβάνι αλλά δεν αρκεί να αντισταθμίσει ένα μολυσμένο κόλπο και εκατοντάδες πετσοκομμένα δέντρα (καλλιτεχνικό κλάδεμα) σε όλη την πόλη…
Κι ένα ποίημα επίκαιρο του Γ. Σουρή:
όλα βρωμούν τριγύρω μου και φαίνονται χεσμένα.
Όλα σκατά γενήκανε και ο δικός μου κώλος
σκατά εγίνηκε κι αυτός, σκατά ο κόσμος όλος.
Μόνο σκατά φυτρώνουνε στον τόπο αυτό τον άγονο
κι όλοι χεσμένοι είμαστε, σκατάδες στο τετράγωνο.
Μας έρχεται κάθε σκατάς, θαρρούμε πως σωθήκαμε,
μα μόλις φύγει βλέπομε πως αποσκατωθήκαμε.
Σκατά βρωμάει τούτος δω, σκατά βρωμά κι εκείνος,
σκατά βρωμάει το σκατό, σκατά βρωμά κι ο κρίνος.
Σκατά κι εγώ, μες στα σκατά, και με χαρτί χεσμένο
ό, τι κι αν γράψω σαν σκατό προβάλλει σκατωμένο.
Σκατά τα πάντα θεωρώ και χωρίς πια να απορώ,
σκατά μασώ, σκατά ρουφώ, σκατά πάω να χέσω,
απ’ τα σκατά θα σηκωθώ και στα σκατά θα πέσω.
Όταν πεθάνω χέστε με, τα κόλλυβά μου φάτε
Και πάλι ξαναχέστε με και πάλι ξαναφάτε,
μα απ’ τα γέλια τα πολλά κοντεύω ν’ αρρωστήσω
και δεν μπορώ να κρατηθώ, μου φεύγουν από πίσω.
Σκατά ο μεν, σκατά ο δε, σκατά ο κόσμος όλος
κι απ’ το πολύ το χέσιμο μου πόνεσε ο κώλος!
Γ. Σουρής