Γυάλινο Φεγγάρι, της Ελένης Ιωαννάτου
Γυάλινο Φεγγάρι
Πολλά τα πρόσωπα.
Ποιο να διαλέξεις;
Ποιο να φορέσεις;
Τα δάχτυλά σου ξύλινα.
Χαράζεις υπεροψία στα μάτια σου.
Ζωγραφίζεις με καπνό το πρόσωπό σου..
Χαμογελάς στο άχρωμο φόντο της ιδέας σου.
Στο λόφο της πλάνης
υψώνεις την φωνή σου.
Τη σκιά σου σφυρηλατείς
στον καμβά της εξαθλίωσης.
Τις αποστάσεις έστησες,
προβλέποντας την επόμενη πνοή σου.
Τα χρώματά σου
σε καλούπι μυστικό αγκυροβόλησες.
Σε έναν παράδεισο φθαρτό,
τα ανύπαρκτα σωθικά σου κόσμησες.
Σταυρός η θηλιά στης πλάτης το απλησίαστο.
Προχώρα…
Τα κόκαλά σου παγωμένα.
Το άρωμά τους ένα φτερό κάτω
απ’ το αποτύπωμα της στάχτης σου.
Το κερί σου απίθωσες
σε κινούμενο ειδώλιο.
Δικαστής της ψυχής σου,
το γυάλινο Φεγγάρι.
Το περίγραμμά του φύτρωσε
στον ύφαλο του μόχθου.
Τη στολή σου φόρεσες.
Κράτησες το σκήπτρο.
Με υπερηφάνεια περιγελούσες
τη ζωή.
Μα δεν την γνώρισες.
Νόμιζες ότι χόρευες μαζί της.
Λούστηκες με της μάσκας το φιλί.
Με άρωμα χρυσού τύλιξες
το μονοπάτι της ψυχής σου.
Στο θρόνο της ανυπαρξίας
η θλίψη θα σε στέψει.
Τιμή αιώνια για τις υπηρεσίες σου.