Ομόφωνα ρατσιστική η δολοφονία του Λουκμάν
Η απόφαση είναι ομόφωνη και δημιουργεί σοβαρό νομικό προηγούμενο και για τις επόμενες ρατσιστικές υποθέσεις που αναμένεται να εκδικαστούν. Ο λόγος για την καταδικαστική απόφαση σχετικά με τη δολοφονία του Σεχζάντ Λουκμάν (17/1/2013), η οποία δημοσιεύτηκε μετά από 17 μήνες.
Το Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο Αθηνών διατυπώνει εγγράφως ότι το κίνητρο της δολοφονίας ήταν ρατσιστικό και συγκεκριμένα ότι η πράξη των δραστών Δ. Λιακόπουλου και Χ. Στεργιόπουλου «τελέστηκε από μίσος προκαλούμενο λόγω της διαφορετικότητας των εξωτερικών χαρακτηριστικών του θύματος, της θρησκείας του, της εθνικής και εθνοτικής του καταγωγής, σύμφωνα με το άρθρο 79, παρ. 3 Π.Κ.».
Υπάρχει ακόμη μία δικαστική απόφαση που αναγνωρίζει ρατσιστικό κίνητρο και αυτή είναι του Β’ Αυτόφωρου Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, το οποίο καταδίκασε τους χρυσαυγίτες Ν. Παπαβασιλείου και Γ. Περρή για τον εμπρησμό του μπαρ Cointreau, ιδιοκτησίας υπηκόου Καμερούν, στην πλ. Αμερικής (13/5/2013). Είναι όμως η πρώτη φορά που η αναγνώριση του ρατσιστικού κινήτρου γίνεται από ανώτερο σε πρώτο βαθμό δικαστήριο.
«Λόγω διαφορετικότητας»
Σύμφωνα λοιπόν με την απόφαση 398/2014, οι κατηγορούμενοι μαχαίρωσαν το θύμα 7 φορές «επιθυμώντας την καταστροφή της ζωής ενός αγνώστου σε αυτούς ανθρώπου λόγω της διαφορετικότητας των εξωτερικών του χαρακτηριστικών, της εθνικής του καταγωγής και της θρησκείας του», το οποίο «επιβεβαιώνεται και από το γεγονός ότι δεν υπήρξε εκ μέρους του θύματος οποιαδήποτε μορφή πρόκλησης είτε λεκτική, είτε έμπρακτη».
Προσθέτει επίσης ότι πέρα από τα φυλλάδια της Χρυσής Αυγής που βρέθηκαν, «οι ειδικές περιστάσεις υπό τις οποίες τελέστηκε το έγκλημα (επίθεση από υπέρτερους αριθμητικά δράστες – μεταμεσονύκτια ώρα – κατά αγνώστου ανθρώπου που στοχοποιήθηκε ως Πακιστανός μετανάστης, με τη χρήση μαχαιριών, σε περιοχή που συχνάζουν αλλοδαποί μετανάστες και είναι ευχερής ο εντοπισμός του θύματος, χωρίς προηγούμενη πρόκληση από αυτό, πλήξη με αλλεπάλληλες μαχαιριές, διαφυγή με λήψη των πειστηρίων και απόκρυψη των διακριτικών γνωρισμάτων του μεταφορικού μέσου, κίνηση χωρίς τον φόβο του εντοπισμού και της σύλληψης, όπως αναπτύχθηκαν ανωτέρω) δεν καταλείπουν καμία αμφιβολία στο Δικαστήριο για τη διάπραξη του εγκλήματος υπαγορευόμενου από αισθήματα ρατσιστικού μίσους».
«Το ιστορικό αυτής της υπόθεσης είναι ότι το βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών αποδεχόταν ουσιαστικά την άποψη των κατηγορουμένων πως επρόκειτο για μια παρεξήγηση ποιος θα προσπεράσει ποιον, ένα μηχανάκι μ’ ένα ποδήλατο», λέει στην «Εφ.Συν.» ο Δημήτρης Ζώτος, δικηγόρος της πολιτικής αγωγής στη δίκη, και προσθέτει ότι «είναι μια απόφαση-υπόδειγμα σε σχέση με το πώς παλεύουμε το ρατσιστικό κίνητρο και πώς τελικά τα δικαστήρια, που στην αρχή δεν το αναγνωρίζουν, υποχρεώνονται στο τέλος να το αναγνωρίσουν. Είναι υποδειγματική ως δίκη για το τι σημαίνει παρέμβαση του αντιφασιστικού κινήματος έξω από τα δικαστήρια, με αποτέλεσμα να έχει αυτό συνέπειες και μέσα στα δικαστήρια και να αποτυπώνεται και στην απόφαση».
Σημειώνεται ότι οι δύο δράστες της δολοφονίας κατηγορούνται και για ένταξη σε εγκληματική οργάνωση στη δίκη της Χρυσής Αυγής.