Η ψυχική σου αρρώστια είναι το κέρδος τους

Toυ Mikkel Borch-Jacobsen από το adbusters.org

Νωρίς το πρωί της 13ης Δεκεμβρίου, 2006, αστυνομικοί στη μικρή πόλη του Hull κοντά στην Βοστόνη, έφτασαν στο σπίτι των Michael και Carolyn Riley μετά από κλήση. Η τεσσάρων ετών κόρη τους, Ρεβέκκα, είχε διαγνωστεί με διπολική διαταραχή δύο χρόνια νωρίτερα. Όταν οι αξιωματικοί έφτασαν στο σπίτι, βρήκαν την Ρεβέκκα ξαπλωμένη στο πάτωμα δίπλα στο αρκουδάκι της. Είχε πεθάνει από υπερβολική δόση του κοκτέιλ φαρμάκων που της χορηγούσε η ψυχίατρος της, δρ. Kayoko Kifuji. Η Ρεβέκκα έπαιρνε Seroquel, ένα ισχυρό αντιψυχωσικό φάρμακο, Depakote, ένα εξίσου ισχυρό αντιεπιληπτικό και σταθεροποιητικό της διάθεσης φάρμακο και κλονιδίνη, ένα αντι-υπερτασικό φάρμακο που χρησιμοποιείται ως κατασταλτικό.

Στους γονείς της Ρεβέκκας απαγγέλθηκαν κατηγορίες για ανθρωποκτονία πρώτου βαθμού, αλλά και ο ρόλος της γιατρού της έπρεπε επίσης να εξεταστεί. Πως θα μπορούσε να έχει συνταγογραφήσει ψυχοτρόπα φάρμακα που προορίζονται κανονικά για ενήλικες που πάσχουν από ψυχωτική μανία σε παιδί δύο χρονών; Ωστόσο, το ιατρικό κέντρο όπου η Ρεβέκκα είχε υποβληθεί σε θεραπεία, εξέδωσε μια δήλωση που περιγράφει τη θεραπεία της δρ Kifuji ως “ενδεδειγμένη και μέσα στα  ιατρικά πρότυπα.” Σε μια συνέντευξη του στην  Boston Globe, ο δρ Janet Wozniak, διευθυντής στο παιδιατρικό διπολικό πρόγραμμα στο Γενικό Νοσοκομείο της Μασαχουσέτης, προχώρησε ακόμη περισσότερο: «Υποστηρίζουμε την έγκαιρη διάγνωση και θεραπεία, διότι τα συμπτώματα της [διπολικής] διαταραχής είναι εξαιρετικά εξουθενωτικά και επιβλαβή. […] Εναπόκειται σε εμάς να εντοπίσουμε σε ποια παιδιά προσχολικής ηλικίας χρειάζεται  να εφαρμόσουμε επιθετική αγωγή» Στις 1 Ιουλίου 2009, το δικαστήριο της κομητείας απέσυρε όλες τις ποινικές διώξεις εις βάρος της δρ Kifuji.

Πώς φτάσαμε όμως εδώ; Όπως ο ψυχίατρος και ιστορικός David Healy* τονίζει στο τελευταίο του βιβλίο, “Μανία: Μια σύντομη ιστορία της διπολικής διαταραχής”, πολύ λίγοι άνθρωποι είχαν ακούσει για τη διπολική διαταραχή πριν από το 1980, όταν εισήχθη στο DSM- III (το διαγνωστικό εγχειρίδιο της Αμερικανικής Ψυχιατρικής Εταιρείας) και μόνο το 1996 μια ομάδα γιατρών από το Γενικό Νοσοκομείο της Μασαχουσέτης με επικεφαλής τους Joseph Biederman και Janet Wozniak, ισχυρίστηκε για πρώτη φορά ότι μερικά παιδιά με διαγνωσμένη Διαταραχή ελλειμματικής προσοχής/υπερκινητικότητα (ADHD) μπορεί στην πραγματικότητα να πάσχουν από διπολική διαταραχή. Αλλά όποιος ψάξει στο google «διπολική διαταραχή» σήμερα, το πιθανότερο είναι να μάθει ότι η ασθένεια αυτή ήταν πάντα παρούσα. Είναι απλά ένα νέο όνομα, όπως μας λένε, για αυτό που συνηθίζαμε να αποκαλούμε μανιοκατάθλιψη, μια σοβαρή διαταραχή της διάθεσης που χαρακτηρίζεται από διακυμάνσεις μεταξύ μανιακής υπερκινητικότητας και βαθιάς κατάθλιψης.

Ο Healy δεν είχε κανένα πρόβλημα να αποδείξει ότι αυτό είναι μια αναδρομική ψευδαίσθηση. Η “μανιοκαταθλιπτική παραφροσύνη” (ένας όρος που επινοήθηκε το 1899 από τον Emil Kraepelin) ήταν μια σχετικά σπάνια ασθένεια – δέκα περιπτώσεις ανά εκατομμύριο ανθρώπων κάθε χρόνο, υποστηρίζει ο Healy, ή 0,001% του γενικού πληθυσμού. Αντίθετα, η ύπαρξη διπολικής διαταραχής υποτίθεται ότι είναι πολύ συχνότερη. Το 1994, η αμερικανική εθνική έρευνα  για την νοσηρότητα εκτίμησε ότι 1,3 % του αμερικανικού πληθυσμού υποφέρει από διπολική διαταραχή. Τέσσερα χρόνια αργότερα, ο ψυχίατρος Jules Angst ανέβασε το ποσοστό σε 5%: 5.000 φορές υψηλότερη από την τιμή που πρότεινε ο Healy. Μιλάμε όμως για το ίδιο πράγμα; Ή μήπως το όνομα δημιουργήσετε μια καινούρια ασθένεια;

Ο Healy προτιμά τη δεύτερη υπόθεση. Ο όρος διπολική διαταραχή, εξηγεί ο ίδιος, εισήχθη το 1966 από τους Jules Angst και Carlo Perris, οι οποίοι πρότειναν το διαχωρισμό της καθαρά μονοπολικής κατάθλιψης από τις διπολικές διαταραχές (αντίθετα από τον Kraepelin, ο οποίος πίστευε ότι και των δυο ειδών οι διαταραχές ήταν συμπτώματα μιας και μόνο ασθένειας, της μανιοκατάθλιψης). Ενώ η κίνησή τους έχει αναγνωριστεί ως μια σημαντική ανακάλυψη, είναι δύσκολο να καταλάβουμε ποιο είναι το νόημα της – δυσκολεύει τη διάγνωση αντί να την διευκολύνει. Στην πράξη, πως μπορούμε να διακρίνουμε μια μονοπολική κατάθλιψη από μια διπολική διαταραχή σε έναν ασθενή που έχει επιπλέον την εμπειρία ενός μανιακού επεισοδίου; Παρ’ όλα αυτά, αντί να δουν αυτή την δυσλειτουργία ως λόγο απόρριψης του νέου πρότυπου, οι ψυχίατροι έχουν κάνει ότι μπορούν για να την μπαλώσουν με όλων των ειδών τις καινοτομίες.

Πρώτα έγινε διάκριση μεταξύ «διπολικής διαταραχής Ι», (ασθενείς που νοσηλεύονται και για καταθλιπτικά και μανιακά επεισόδια) και “διπολικής διαταραχής ΙΙ”, (ασθενείς που νοσηλεύονται αποκλειστικά και μόνο για καταθλιπτικό επεισόδιο). Με άλλα λόγια, κάθε πρόσωπο που νοσηλεύεται σε νοσοκομείο για κατάθλιψη θα μπορούσαν πλέον να διαγνωσθεί  ως διπολικό. Στη συνέχεια, η σύσταση για νοσηλεία όσον αφορά την διπολική διαταραχή ΙΙ σταμάτησε, κάτι το οποίο σήμαινε ότι θα μπορούσε να περιλαμβάνει πλέον λιγότερο σοβαρές μορφές κατάθλιψης και υπερκινητικότητας, καθώς και όλα τα είδη των νευρωτικών διαταραχών που ο Kraepelin ποτέ δεν θα είχε σκεφτεί να αποκαλέσει μανιοκαταθλιπτική παραφροσύνη. Τώρα κάποιος μιλά για «διπολικό φάσμα,» το οποίο περιλαμβάνει, μαζί με διπολικές διαταραχές Ι και ΙΙ, κυκλοθυμία (μια ήπια μορφή της διπολικής ΙΙ) και τη διπολική διαταραχή «που δεν προσδιορίζεται αλλιώς» (μία κατηγορία για κάθε χρήση στην οποία πρακτικά μπορεί να τοποθετηθεί σχεδόν κάθε συναισθηματική αστάθεια) – στις προαναφερθείσες ορισμένοι προσθέτουν διπολικές διαταραχές ΙΙ ½, ΙΙΙ, ΙΙΙ ½, IV, V, VI, και ακόμη και ένα πολύ βολικό «οριακή διπολική διαταραχή.»

Η κατηγορία έχει διευρυνθεί τόσο πολύ, ώστε θα ήταν δύσκολο να βρεθεί κάποιος που δεν μπορούσε να περιγραφεί ως “διπολικός”, ιδίως τώρα που η διάγνωση εφαρμόζεται γενναιόδωρα σε όλες τις ηλικίες. Η συμβατική σοφία κάποτε  ήξερε ότι η μανιοκατάθλιψη σβήνει με το  ηλικία, αλλά η γηριατρική διπολική διαταραχή είναι τώρα θέμα συζήτησης στα ψυχιατρικά συνέδρια. Οι ηλικιωμένοι που είναι καταθλιπτικοί ή διεγερτικοί, βρίσκονται να διαγνώσκονται με διπολική διαταραχή για πρώτη φορά στη ζωή τους και τους συνταγογραφούν αντιψυχωτικά ή αντιεπιληπτικά που έχουν το ενδεχόμενο να μειώσουν δραστικά το προσδόκιμο ζωής τους: σύμφωνα με τον David Graham, ένας εμπειρογνώμονα του Αμερικανικού Οργανισμού Τροφίμων και Φαρμάκων (FDA), αυτά τα ψυχοτρόπα φάρμακα είναι υπεύθυνα για το θάνατο περίπου 15.000 ηλικιωμένων ατόμων κάθε χρόνο στις Ηνωμένες Πολιτείες. Παρομοίως, έχει θεωρηθεί ότι η διπολική διαταραχή μπορεί να χτυπήσει στην πρώιμη παιδική ηλικία και όχι μόνο με την έναρξη της εφηβείας. Ως αποτέλεσμα, ο επιπολασμός της παιδιατρικής διπολικής διαταραχής πολλαπλασιάζεται με συντελεστή 40 μεταξύ 1994 και 2002.

Πώς, λοιπόν, ήρθαμε να εφαρμόσουμε μια τόσο σοβαρή διάγνωση σε αόριστα καταθλιπτικούς ή σε ευερέθιστους ενήλικες, και σε απείθαρχα παιδιά; Είναι απλώς ότι η ψυχιατρική επιστήμη έχει προοδεύσει και τώρα μας επιτρέπει να εντοπίσουμε καλύτερα την ασθένεια που είχε προηγουμένως αγνοηθεί ή παρεξηγηθεί; Ο Healy έχει μια άλλη, πιο κυνική εξήγηση: Η ατέλειωτη επέκταση των κατηγοριών της διπολικής διαταραχής ωφελεί μεγάλες φαρμακευτικές εταιρείες που αποδεικνύονται πρόθυμες να πωλήσουν τα κατάλληλα φάρμακα για τις ψυχικές διαταραχές. Οι ψυχιατρικές έρευνες δεν εξελίσσονται σε ένα κενό. Πίσω από συνεχή επαναχάραξη του χάρτη των ψυχικών ασθενειών, υπάρχουν τεράστια οικονομικά και βιομηχανικά συμφέροντα που κατευθύνουν την έρευνα προς μία κατεύθυνση και όχι σε άλλη. Για τους ερευνητές, οι ψυχικές ασθένειες αποτελούν πραγματικότητες των οποίων το περίγραμμα επιχειρούν να καθορίσουν. Για τις φαρμακευτικές εταιρείες, είναι αγορές οι οποίες μπορούν, χάρη στο μάρκετινγκ, να επαναπροσδιοριστούν κατά διαστήματα και να επεκταθούν, ώστε να καταστούν όλο και πιο προσοδοφόρες. Οι αβεβαιότητες της ψυχιατρικής είναι από την άποψη αυτή μια θαυμάσια εμπορική ευκαιρία, αφού ασθένειες μπορούν πάντα να προσαρμόζονται στις καλύτερες πωλήσεις ενός συγκεκριμένου σκευάσματος στο πλαίσιο μιας συγκεκριμένης πατέντας.

Στην περίπτωση της διπολικής διαταραχής, αυτή η εννοιολογική σύγχυση περιελάμβανε το ξεχείλωμα του ορισμού που συνηθίζαμε να αποκαλούμε μανιοκατάθλιψη, έτσι ώστε να μπορεί να περιλαμβάνει την κατάθλιψη και άλλες διαταραχές της διάθεσης, δημιουργώντας έτσι μια αγορά για «άτυπα» αντιψυχωσικά φάρμακα, όπως η Zyprexa της Lilly, το Seroquel της AstraZeneca ή το Risperdal της Janssen. Ακόμα κι αν αυτά τα φάρμακα αρχικά είχαν εγκριθεί μόνο για την θεραπεία της σχιζοφρένειας και οξείες καταστάσεις μανίας, διετίθενται στο εμπόριο για τη θεραπεία της διπολικής διαταραχής καθώς και κατ’ επέκταση τις διαταραχές της διάθεσης γενικά. Το ίδιο έγινε και με τα αντιεπιληπτικά φάρμακα, τα οποία είναι ισχυρά ηρεμιστικά τα οποία συνταγογραφούνται για επιληπτικές κρίσεις. Το 1995 η Abbott Laboratories κατέφερε να λάβει άδεια για να παρέχει το αντιεπιληπτικό φάρμακο Depakote για τη θεραπεία της μανίας. Το Depakote, ωστόσο, δεν διατίθενται στην αγορά ως αντισπασμωδικό, αλλά ως «σταθεροποιητικό της διάθεσης» – ένας όρος χωρίς καμία κλινική σημασία η οποία είναι παραπλανητική, κατά το μέρος που προτείνει μια προληπτική αγωγή κατά της διπολικής διαταραχής που ποτέ δεν έχει βάση σε οποιαδήποτε μελέτη.

Στη συνέχεια της λαμπρής αυτής της καινοτόμας ορολογίας, άλλα αντιεπιληπτικά, όπως το Neurontin της Warner Lambert/Parke Davis πλασαριζόταν επιθετικά στην αγορά ως φάρμακο για τις διαταραχές της διάθεσης, όταν δεν είχε εγκριθεί ακόμα ούτε καν για την μανία. Αλλά τι σημασία είχε, αφού ότι η επιτυχία της έννοιας “σταθεροποίηση της διάθεσης” έκανε αυτό το στάδιο περιττό; Η πρόταση στους γιατρούς ήταν η συνταγογράφηση αντιεπιληπτικών ή άτυπων αντιψυχωσικών φαρμάκων για να «σταθεροποιήσουν» τις διαθέσεις των καταθλιπτικών ασθενών που ποτέ δεν είχαν εμφανίσει πριν μανιακή υπερδραστηριότητα, με το σκεπτικό ότι αυτοί οι άνθρωποι είχαν διαγνωσθεί λανθασμένα ως πάσχοντες από μονοπολική κατάθλιψη, ενώ στην πραγματικότητα είναι διπολική. Όποιος ξέρει πόσο κερδοφόρα ήταν η αγορά των Εκλεκτικών Αναστολέων Επαναπρόσληψης Σεροτονίνης (SSRI) όπως το Prozac ή το Paxil  στη δεκαετία του 1990, θα καταλάβει αμέσως το γιατί του όλου εγχειρήματος. Καθώς η πατέντα των περισσότερων τέτοιων σκευασμάτων έχει λήξει, η αγορά των άτυπων αντιψυχωσικών φάρμακων φτάνει στην αξία των 18 δισεκατομμυρίων δολαρίων – διπλάσια από αυτή των αντικαταθλιπτικών το 2001.

Είναι εύκολο να δούμε ότι ο επαναπροσδιορισμός της μανιοκατάθλιψης στην πολύ ευρύτερη έννοια “διαταραχές της διάθεσης” καθρεφτίζει έξυπνα το  πλασάρισμα των αντιεπιληπτικών και των άτυπων αντιψυχωσικών ως “σταθεροποιητές διάθεσης”. Το ερώτημα, βεβαίως είναι, αν οι έμποροι της φαρμακευτικής βιομηχανίας δημιούργησαν πράγματι την διπολική διαταραχή ή απλώς εκμεταλλεύονται διερευνητικά την ψυχιατρική έρευνα. Αυστηρά μιλώντας, θα πρέπει να δεχτούμε ότι απλώς λειτούργησαν  καιροσκοπικά: Η έρευνα των Angst και Perris για τη διπολική διαταραχή χρονολογείται από το 1966, πολύ πριν από την ανάπτυξη των άτυπων αντιψυχωσικών φαρμάκων και των “σταθεροποιητών διάθεσης”. Αλλά η πραγματικότητα της σύγχρονης ιατρικής βιομηχανίας είναι ότι η υπόθεση δεν θα είχε επιβιώσει, πόσο μάλλον να ευημερήσει, αν δεν είχε «προσληφθεί» σε μια δεδομένη στιγμή από τη φαρμακευτική βιομηχανία και προωθηθεί δυναμικά στο κοινό με τη βοήθεια των πιο εξελιγμένων τεχνικών marketing και διαφήμισης.

Αυτό είναι που αποκαλεί ο  Healy ως “κατασκευή της συναίνεσης”: Με την επιδότηση ενός ερευνητικού προγράμματος αντί για ένα άλλο, ένα συνέδριο ή συμπόσιο, ένα περιοδικό, μια δημοσίευση, και ούτω καθεξής, η φαρμακευτική βιομηχανία δεν κάνει μόνο πολύτιμους συμμάχους ανάμεσα στους «διαμορφωτές-κλειδιά της κοινής γνώμης» του ιατρικού κόσμου, κερδίζει επίσης ένα πολύ αποτελεσματικό μέσο για την καθοδήγηση της ακαδημαϊκής συζήτησης προς τις ασθένειες που τους ενδιαφέρουν σε μια δεδομένη στιγμή. Ο  Healy παρέχει μια λεπτομερή περιγραφή του πως η υπόθεση διπολική διαταραχή δρομολογήθηκε στα τέλη της δεκαετίας του 1990, από μια χιονοστιβάδα δημοσιεύσεων από «συγγραφείς-φαντάσματα» εξειδικευμένων γραφείων δημοσίων σχέσεων, τη χορηγία σε ομάδες προστασίας ψυχικά ασθενών και τη δημιουργία δικτυακών τόπων, όπου οι άνθρωποι θα μπορούσαν να συμπληρώσουν  “ερωτηματολόγια αξιολόγησης διάθεσης” τα οποία αναπόφευκτα αποστέλλονταν στο πλησιέστερο γιατρό. Μετά από τόσο επιθετικό μάρκετινγκ, κανείς δεν μπορούσε να αγνοήσει τη διπολική διαταραχή πλέον. Οι φαρμακευτικές εταιρείες σήμερα προωθούν τις ασθένειες με τον ίδιο τρόπο που οι οίκοι μόδας  λανσάρουν μια νέα μάρκα τζιν: δημιουργώντας ανάγκες οι οποίες ευθυγραμμίζονται με τις βιομηχανικές τους στρατηγικές και τη διάρκεια των πατεντών των φαρμάκων.

Στην περίπτωση της διπολικής διαταραχής, τα φάρμακα που προσφέρονται κρύβουν σημαντικούς κινδύνους. Αντιεπιληπτικά είναι ικανά να προκαλέσουν νεφρική ανεπάρκεια, παχυσαρκία,  διαβήτη και σύνδρομο πολυκυστικών ωοθηκών, και είναι από τα πιο τερατογόνα φάρμακα. Άτυπα αντιψυχωσικά, που κάποτε είχαν την  φήμη ότι είναι λιγότερο τοξικά από τα πρώτης γενιάς “τυπικά” αντιψυχωσικά, είναι πλέον γνωστό ότι έχουν πολύ σοβαρές παρενέργειες: σημαντική αύξηση σωματικού βάρους, διαβήτη, παγκρεατίτιδα, εγκεφαλικά επεισόδια, καρδιακές παθήσεις και όψιμη δυσκινησία (μια κατάσταση που συνεπάγεται ακούσιες κινήσεις του στόματος, των χειλιών και της γλώσσας). Μπορούν, σε ορισμένες περιπτώσεις, να προκαλέσουν κακόηθες νευροληπτικό σύνδρομο, μια απειλητική για τη ζωή νευρολογική διαταραχή, και ακαθησία, των οποίων οι πάσχοντες βιώνουν ακραία εσωτερική ανησυχία και σκέψεις αυτοκτονίας. Συνταγογράφηση τοξικών φαρμάκων σε ασθενείς που πάσχουν οξεία μανία μπορεί να είναι αναπόφευκτη. Αλλά και ως προληπτικό μέτρο που πρέπει να δοθεί στους συνταξιούχους με κατάθλιψη και τα υπερκινητικά παιδιά;

Μια σειρά από αγωγές έχουν ασκηθεί τα τελευταία χρόνια στις Ηνωμένες Πολιτείες κατά των  κατασκευαστών αντιεπιληπτικών και άτυπων αντιψυχωσικών φαρμάκων για μη αναγραφή των παρενεργειών τους και επειδή διατίθενται στην αγορά για πληθυσμούς ασθενών για τους οποίους δεν έχουν εγκριθεί από το FDA. Τα ποσά που καταβάλλονται σε πρόστιμα ή συμβιβασμούς από τις εμπλεκόμενες εταιρείες είναι εξαιρετικά υψηλό (2,6 δισεκατομμυρία δολαρία για την παράνομη εμπορία Zyprexa από την Lilly, για παράδειγμα), και δίνουν μια ιδέα για το πόσο καταστροφικά είναι πράγματι τα αποτελέσματα που έχουν τα φάρμακα. Σε μια ανάλογη εξέλιξη, ο δρ Joseph Biederman, διευθυντής του Κέντρου Έρευνας Παιδιατρικής Ψυχοπαθολογίας Johnson & Johnson στο Γενικό Νοσοκομείο της Μασαχουσέτης, έχει κληθεί σε μια ομοσπονδιακή έρευνα να λογοδοτήσει για το 1,6 εκατομμύρια δολάρια που έλαβε μεταξύ 2000 και 2007 από την Johnson & Johnson και άλλες φαρμακευτικές εταιρείες που πιθανόν ωφελήθηκαν άμεσα από την έρευνά του.

Ωστόσο, η ίδια η εμπορία της διπολικής διαταραχής δεν έχει προσαχθεί σε δίκη, και κατά πάσα πιθανότητα δεν θα είναι ποτέ. Αυτό είναι το τέλειο έγκλημα. Η διπολικές διαταραχές Ι, ΙΙ, ΙΙΙ, κλπ., παραμένουν στα βιβλία και οι γιατροί συνεχίζουν να ασκούν την ελευθερία τους στη συνταγογράφηση Zyprexa και Seroquel παράτυπα για τους “διπολικούς” ασθενείς. Μια εκτεταμένη έκδοση του Seroquel, το Seroquel XR, εγκρίθηκε το Δεκέμβριο του 2009 από το FDA για τη θεραπεία της κατάθλιψης. Όσον αφορά τις πωλήσεις του Zyprexa, είναι 2% αυξημένες σε σύγκριση με το 2007, όταν το φάρμακο πραγματοποίησε τζίρο 4,8 δισεκατομμυρίων δολαρίων.

Ποιος θυμάται την Rebecca Riley τώρα;

David Healy είναι ιρλανδός ψυχίατρος και καθηγητής Ψυχιατρικής στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου του Κάρντιφ στην Ουαλία. Έγινε παγκόσμια γνωστός για την διαμάχη του με την φαρμακευτική εταιρία Lilly, σχετικά με τις παρενέργειες του αντικαταθλιπτικού της εταιρίας Prozac, εξ’ αιτίας της οποίας έχασε την θέση του καθηγητή στο Πανεπιστημίου του Τορόντο καθώς η Lilly ήταν από τους βασικούς χρηματοδότες των σχετικών προγραμμάτων του Πανεπιστημίου. Το πιό γνωστό βιβλίο του έχει τον χαρακτηριστικό τίτλο «Aς τους αφήσουμε να τρώνε Prozac: Η ανθυγιεινή σχέση μεταξύ φαρμακευτικής βιομηχανίας και κατάθλιψης»

Τον κομπογιαννίτη και μεταφραστή (με την πολύτιμη βοήθεια της  Χριστίνας) έκανε ο Back Door Man

http://wp.me/p1pa1c-8Uh

parallhlografos