Όταν λέμε “άρωμα ελλάδας” εννοούμε οσμή ρατσισμού, δηλαδή “ελληνίλα”.
Στο super market, εκείνη που κάνει promotion τα μωρομάντιλα, μου απευθύνθηκε με στόμφο πως το συγκεκριμένο προϊόν της septona δημιουργήθηκε για να παρέχει πλήρη φροντίδα στο δέρμα των νεογέννητων ελληνόπουλων. Ευχαριστώ – δεν θα πάρω. Στα δικά μου έχει γίνει πρόσμειξη αλβανικού στοιχείου και ως εκ τούτου φοβάμαι τυχόν δυσλειτουργίες του προϊόντος σας (αλλεργίες κλπ)! Έκλαψε.
–
Οι πιο μυημένοι από μας τους ξένους στην ελληνική πραγματικότητα, οι πιο αλήτες απ´τους αλήτες στα μηχανάκια, στα μέσα με τέλη του ’90, γλίτωναν, σχεδόν πάντα – εκτός από τους γκαντέμηδες, τον εξευτελισμό του δρόμου από μπατσικούς ελέγχους (εκτός από το χαριτωμένο “έλα ρε, αλβανός είσαι;”), με μια ελληνική σημαία στη μπλούζα, μόνο. Αρκούσε. Ενώ στους υπόλοιπους μας έφτυναν το “ΑΛ-ΒΑ-ΝΟΣ-είσαιρεμουνί;”. Εκείνη την εποχή, για τους αλβανούς, το να φοράνε μπλούζα με ελληνική σημαία, ισοδυναμούσε με ένα προστατευτικό πλέγμα σωματικής ακεραιότητας. Αυτή η ένδειξη υποταγής στο ελληνικό μεγαλείο, ήταν μαχαιριά στη καρδιά του μπάτσου που μεταφραζόταν τάχιστα σε συγκαταβατικότητα εκ μέρους του.
–
Στο λεωφορείο μπήκε ένας ζητιάνος. Βάζει το χέρι στη μέσα τσέπη του μπουφάν του και το βγάζει με ύποπτη βιασύνη. Σκέφτομαι “Αυτό-Είναι-Το-Τέλος”! Ελληνική, μπλε ταυτότητα για να διευκρινιστεί στους επιβάτες ότι τα λεφτά δεν θα βγουν έξω (φαντάζομαι), εν πάση περιπτώσει, δεν είναι ένας τυχαίος φτωχός, αλλά δικός-μας-άνθρωπος. “καλημέρα σας” σε όμορφα ελληνικά για να σβήσει και η υποψία του πιο δύσπιστου που ενδεχομένως αντιστέκεται ακόμα στη θέα του υπέρτατου όπλου, “είμαι ΈΛΛΗΝΑΣ άστεγος – δεν είμαι κλέφτης”! Μη χειρότερα· και έλληνας και νομοταγής. Τι να δώσεις σ ´αυτόν!
–
Στο καφενείο του χωριού άφησαν τα προβλήματα για λίγο στην άκρη διότι τους ταλάνιζε ένα σοβαρό πρόβλημα. ΠΟΙΑ ΕΠΟΧΗ ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΗΤΑΝ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟ ΕΛΛΗΝΕΣ! Δηλαδή αυτό που λέμε “ελληνικοί έλληνες”. Από τ ‘αυτιά μου πέρασε όλο το φάσμα του πολιτικού συστήματος της τελευταίας 50ετίας. με την 7ετία και το ΠΑΣΟΚ να κυριαρχεί. Δεν μπορούσα να παρέμβω στην αυτογνωσία τους κι έφυγα.
Οι δέκτες (απλοί έλληνες) αυτών των πομπών (απατεώνες) δεν “είναι θύματα του καθεστωτικού τύπου που αβαντάρει την σύνθεση της στερεοτυπικής εικόνας του βλαβερού ξένου με αυτή της ελληνικής ανωτερότητας”, όπως άκουσα πρόσφατα, όχι! Ο ελληνικός καθεστωτικός τύπος γράφει για τους έλληνες κατόπιν ρητής απαίτησης ακριβώς από το αντικείμενο του ζητιάνου, τον μέσο έλληνα. Εκείνον δηλαδή τον οποίο ο ζητιάνος, ως η πλέον αδιαμφισβήτητη, αξιόπιστη και έγκυρη κινητή στατιστική μονάδα, επενδύει πάνω του.
Διαπιστώνω εν τέλει ότι Έλληνας είναι αξίωμα, είναι προσωποποιήμενες αρχές, είναι επιχείρημα, είναι στάση ζωής, είναι το συντηρητικό τμήμα ενός πλέγματος αλληλοδιαπλεκόμενων / αλληλοτροφοδοτούμενων διαδικασιών, είναι κοινωνική σχέση διαμεσολαβούμενη από οικείες, προς τα άτομα της ελληνικής κοινότητας, νοηματικές κωδικοποιημένες χειρονομίες και κανονικοποιημένη στη βάση κοινών κατακτημένων πεποιθήσεων, εμπεδωμένων αξιών και πρακτικών (των οποίων, κατά την άποψή μου, η πορεία τους είναι στρωμένη με πτώματα και ρατσιστικές επιθέσεις σε Εβραίους, Gay/τρανς, Ρομά, μετανάστες/προσφύγες), είναι η σύνοψη ενός τρόπου ζωής που εκδηλώνεται με “σωστούς” κανόνες συμπεριφορών.
Ελληνικό δεν είναι κάτι το ξεχωριστό, δηλαδή, με συγκεκριμένα ανθρωπολογικά χαρακτηριστικά. Ίσως όλοι/ες μας κρύβουμε λίγο έλληνα μέσα μας – το ζητούμενο είναι να τον σκοτώσουνε, να μετασχηματιστούμε και να απομακρυνθούμε απο εκείνο. “Να μην γίνουμε έλληνες ποτέ”! Διότι ο,τι δρα υπό το πέπλο αυτού του κοινωνικού τύπου αντιπροσωπεύει όλα τα παραπάνω. Αυτό είναι το περιεχόμενο της ελληνικότητας των υποκειμένων και αντικειμένων στην τρέχουσα χρήση της. Περιεχόμενο ωστόσο που στη πορεία της μετεξέλιξής του κατέστη εν τέλει αόρατο (όσο και θεμελιώδες δομικό στοιχείο επιτέλεσης αυτής της εθνικής ταυτότητας), ως ομαλή πραγματικότητα στη συνείδηση του κοινωνικού συνόλου -εκτός από τους άμεσα θιγόμενους, δηλαδή, που αποτελεί υπαρξιακό κομμάτι της καθημερινότητάς τους-, καθώς υπέστη την πλέον αρμονική ενσωμάτωση στην σύγχρονη πραγματικότητα.
Βάση των παραπάνω, αμφιβάλω αν πρέπει να μιλάμε πλέον για καπιταλιστικό σύστημα, αλλά για ελληνικό σύστημα. Αν πρέπει να μιλάμε για το σύστημα της ελληνικής εκπαίδευσης, αλλά για την εκπαίδευση του ελληνικού συστήματος.
Όταν λέμε “άρωμα ελλάδας” εννοούμε οσμή ρατσισμού, δηλαδή “ελληνίλα”. Όταν λέμε “έλληνας” εννοούμε κυρίως μια καρικατούρα που έχει ως βασικό εξηγητικό μοντέλο τον αντισημιτισμό, ως στάση ζωής τον μισογυνισμό και ως στάνταρ θέση τον αποκλεισμό (δομικό ή απροκάλυπτο) εκείνου του στοιχείου που αποτελεί “μη ελληνικό έθνος”, αρχικά τους μουσουλμάνους και σταθερά τους Εβραίους. Στην ουσία δεν είναι παρά η προσωποποίηση των κυρίαρχων μύθων, ιδεολογιών και ενστίκτων απομόνωσης/εξόντωσης ως συντηρητικά στοιχεία της σημερινής ελληνικής ταυτότητας και κυρίως διατήρησης του μύθου της γλωσσικής/θρησκευτικής/εθνικής του ομοιογένειας ως ελληνοχριστιανικής.
Είναι το ξεπέταγμα και η ορμή με την οποία διαδίδονται έννοιες και λέξεις επιφορτισμένες με οικείο συνθηματικό νόημα, που καταδεικνύουν επί της ουσίας μια μη ρηγματώδη ιστορική συνέχεια μεταφοράς και αξιοποίησης εμπειριών προηγούμενων γενεών, καθώς και την προθυμία όχι μόνο να επικαιροποιήσουν αυτές τις εμπειρίες και δυνατότητες, αλλά και την επιθυμία να τις εμπλουτίσουν.
Πρόκειται στην ουσία για ένα εθνικό κυρίαρχο μοτίβο που επαναλαμβάνεται σε διάφορες παραλλαγές, συνοδευόμενο με στοιχεία που σαγηνεύουν, συγκινούν ή προκαλούν νοσταλγία, μέσω πολλών σημασιών και νοημάτων που ανταλλάσσουν οι διαφορετικές (πάντα όμωσ εθνοθρησκευτικές στον πυρήνα τους, καθώς συγκλίνουν σε μια ενιαία ταυτότητα) οπτικές στον οπλισμένο με εθνική συνείδηση έλληνα. Και τελείως τα αντίθετα συναισθήματα όσων κατατάσσονται στους παράγοντες επιβεβαιωτικής ορατότητας και σμίξης.
Η ενωτική εθνική αφήγηση για τις χρυσές εποχές ευημερίας μακριά από την εκφυλιστική επιρροή “ξένων συμφερόντων και πουλημένων πολιτικών”, οπού “οι μετανάστες ήσαν λιγότεροι και η πολυπολιτισμικότητα δεν σάρωνε τις παραδόσεις”, που υπήρχε περισσότερο Ελλάδα τέλοςπάντων, δεν είναι παρά μια εθνικιστική νοσταλγία που συνθέτει την ελληνική ομοψυχία.
Όταν εκκινείς από βιωματική θέση όπου πλέον στη συνείδησή σου η λέξη “ελληνικότητα” είναι σύμφυτη με τραυματικές ενσώματες εμπειρίες και επιθυμίες φυγής, στη κύρια και στη μεταφορική γλώσσα παραμένει πάντα μια κακοποιητική έννοια, καθώς δεν είναι παρά μια μετωνυμία που βασίζεται στην εγγύτητα (δεν απαιτεί δηλαδή μετακίνηση / πήδημα της φαντασίας όπως κάνει ο μεταφορικός λόγος) όλης της ουσίας που έχει αποτυπωθεί ανεξίτηλα στη μνήμη σου. Παραδείγματος χάριν: έλληνες είναι εκείνοι που έχουν ήδη πάρει θέση με τη σιωπηλή τους στάση στα ξενοφοβικά πογκρόμ, σε εξευτελιστικές διαπομπεύσεις όσων κινούνται στο περιθώριο τούτης της κοινωνίας, στην είσοδο των νεοναζί στη βουλή, κοκ. Η στάση τους είναι μια στιγμή ξεκάθαρης παύσης ουδέτερης θέσης.
Τα ξένα σώματα δεν αμφιβάλλουν σε καμία περίπτωση ότι η λέξη “ελληνισμός” επιχειρεί τη μεταφορά μιας κατάστασης που την χαρακτηρίζει η αυθεντικότητα και η αξιοπιστία, η αξία και η αλήθεια. Απλώς, για εκείνα, παίρνει εντελώς αρνητική έννοια, καθώς είναι μια φράση επιφορτισμένη με ένα νόημα που δεν καλύπτει αλλά ούτε διαστρεβλώνει τη βάση της ωμής πραγματικότητας. Της βρωμιάς και της εχθρότητας. Η διαφορά δηλαδή έγκειται στην αντιστροφή των όρων. Αντιστρέφουμε την ερμηνεία της πραγματικότητας και ξερνάμε προσβολές στην ελληνική αξιοπρέπεια και περηφάνια.
Εν ολίγοις, για τους “παρίες”, τα “αποβράσματα”, η ελληνικότητα συνιστά μονάχα λέξη – κώδικα επικοινωνίας/παρέμβασης που στις κοινότητές τους ηχούν μονάχα βαθιά απειλητικά, καθώς απεγνωσμένα προσπαθούν να προβάλλουν αντίσταση στις λαϊκές ελληνικές ορδές που σε ένα μείγμα από υπερκατανάλωση φραπέ, χριστιανικών προσευχών, γουρνοπούλας, πυρπόλησης δομών στέγασης και καταφυγίων προσφύγων, αλαλαγμών και κάψιμου καταυλισμών, ούζο, καλαμαράκια, εθνικού ύμνου και πογκρόμ, απολαμβάνουν το ελληνικό Project. Δηλαδή ελληνικά ξεσπάσματα ως συμπύκνωση της ιστορικής εθνικής συνείδησης του ελληνικού όχλου που εδραιώθηκε στο σεξισμό, το ρατσιστικό σύστημα και την ενεργό συμμετοχή ψυχή τε και σώματι στη μοναδική εμπειρία που προσφέρουν οι υπαρξιακές συνιστώσες συνοχής και σύσφιξης του ελληνικού λαού. Και αυτά, επειδή ένας μεγάλος αριθμός περιστατικών ρατσιστικής βίας δεν καταγγέλλεται και δεν δημοσιοποιείται ποτέ, δεν είναι παρά μια υποβαθμισμένη στατιστική εικόνα του ελληνικού φαινομένου.
Ωστόσο, ακόμη και με τα υπάρχοντα στατιστικά δεδομένα επίσημων φορέων, αλλά κυρίως βιωματικών αφηγήσεων στο εσωτερικό των ξένων κοινοτήτων λόγο παροχής αίσθησης ασφάλειας, διαπιστώνεται μια ικανοποιητική εικόνα/χαρτογράφηση της ελληνικής πραγματικότητας. Τελματωμένη και βάναυσα αποερωτικοποιημένη πραγματικότητα (που θά´λεγε και ο Σελίν), που όμως απαιτεί οικειοποίηση, μιας και αποτελεί σταυροδρόμι απαραίτητων στρατηγικών δράσης κι αυτοσυντήρισης.