Επαρχία, κουβέντα καφενείου, πατριαρχία, ρατσισμός και αντισημιτισμός δηλαδή…
“Τα πράγματα ήρθαν έτσι ώστε να βρεθώ στην περιβόητη ελληνική επαρχία. Είμαι λίγο παραπάνω απο 4 χρόνια εδώ. Δουλεύω σχεδόν μόνο σεζόν και αυτά είναι δυο: ελιές και σταφύλια (και στα δυο είμαι και στο χωράφι και στο εργοστάσιο, αντίστοιχα. Οι κατάλληλοι χώροι για να γνωρίσεις από πρώτο χέρι την αφρόκρεμα της ελληνικής λαϊκής τάξης.
Το πρωί, λοιπόν, με κάλεσαν να πάω για καφέ στο μοναδικό καφενέ του χωριού. Αν και ήξερα ότι σήμερα θα έπαιζε η τηλεόραση στη διαπασών εκκλησία, τελικά δέχτηκα. Ένας χώρος που αντιστέκεται σθεναρά στην επέλαση της νεοταξίτικης αισθητικής μετάλλαξης να γίνει καφετέρια, σε αντίθεση με τα μπαρμπέρικα που έγιναν κομμωτήρια. Τα πρωινά πετυχαίνεις να παίζει η τηλεόραση αποκλειστικά Παπαδάκη ή Αυτιά και όλο τ ´απόγευμα, μέχρι τις οχτώ, εικόνες του national geographic. Η διακόσμηση σημειολογικά παραπέμπει έντονα σε παραδοσιακούς οπαδούς του βασιλιά και της χούντας. Ακούγεται τρομακτικό, όμως είναι οι στάνταρ αξιακές συνθήκες που συναντάς στις πλατειούλες των χωριών εδώ κάτω, στην μεσσηνία.
Συνθήκες υψηλής συγκέντρωσης σε ελληνοχριστιανικό περιεχόμενο -όπως λέμε “βιταμίνη C” δηλαδή-, με αληθινούς έλληνες που οι πρωινοί ψαλμοί των θεωφανείων, αλλά και τα κυριακάτικα πρωινά, που εκπέμπουν από τη tv, αποκτούν στο στόμα τους ευεργετικές δράσεις για την εθνικιστική αναζωογόνηση, την επανόρθωση της εθνικής συνείδησης και, γιατί όχι, την ανάπλαση της επιδερμίδας, για την βαθιά θρέψη ρατσιστικών στερεοτύπων, την περαιτέρω ενίσχυση φυλετικών αντιλήψεων, την αναπλήρωση εξορμήσεων πογκρομιστικού χαρακτήρα ως πεδίο εφαρμοσμένης πολιτικής εναντίον Ρομά που κλέβουν ξύλα από τους ελαιώνες για να ζεσταθούν ή να βγάλουν κανά μεροκάματο “αχ αυτοί οι γύφτοι”, αλλά και για πλούσια, λαμπερά και νεανικά μαλλιά.
Στο διπλανό τραπέζι κάθεται μια παρέα τεσσάρων ατόμων. Πρόσφατα τους μαζέψαμε τις ελιές, οπότε χαιρετιώμαστε με ένα νεύμα μόλις διασταυρώνονται τα βλέμματά μας. Δυο 65ριδες πάνω-κάτω (ο Α και ο Β), ένας γύρω στα 40 (ο Γιάννης) και ένας 27ρης, ο Άρης. Μιλάνε κυρίως οι δυο μεγαλύτεροι της παρέας και σχετικά δυνατά. Δεν χρειάζεται να καταβάλλω προσπάθεια για να ακούσω όσα συζητούν. Σήμερα, τουλάχιστον, η σύλληψη της Ρούπα μονοπωλεί με πάθος την επικαιρότητα.
Μεταξύ τους ακολουθεί η εξής κουβέντα:
Α : δεν υπάρχει κράτος να τους δικάσει όλους αυτούς (εννοεί τη Ρούπα).
Β : θέλει και παιδί . . .
. . .
Άρης, ο μικρότερος της παρέας πίνει μπύρα : έλα γεια μας!
Β : νομίζω ότι αυτοί οι πυρήνες μόνο τράπεζες έχουν κλέψει (νομίζει ότι είναι στους σπφ) ..
Α : τι λες ρε, έχουν βάλει τόσες μπόμπες με χύτρες έχουν σκοτώσει κόσμο ..
τους χάνω για λίγο
Α : τώρα αυτός ο Σώρρας τι είναι, μου λες;
Γιάννης : καλά, άλλος απο ´κεί.
Β : 600 δις λέει ότι έχει να πληρώσει, αλλά τι το λέει και δεν το κάνει!
Α : γεμίσαμε αντίχριστους βλέπω εγω …
Β : θα τον μπουζουριάσουν ´αυτόν μωρέ …
Α : αυτά τα παράβολα (εννοεί τα ομόλογα) τα έχει με δικαστική απόφαση, το άκουσες αυτό;
Β : είναι δυνατόν ο δικαστής να έβγαλε τέτοια απόφαση!
Α : ΓΥΝΑΙΚΑ ήταν!
Β : γυναίκα ήταν; ε, και τι σημασία έχει;
Α : ήταν γυναίκα αυτή η δικαστίνα, δεν έχει σημασία;;; τι περιμένεις από γυναίκα! Τι θέλουν και ανακατεύονται με τη πολιτική; Είδαμε τη Κωνσταντοπούλου που έκανε του κεφαλιού της στη βουλή, η άλλη η Χριστοδουλοπούλου μας γέμισε ισλαμιστές και αρρώστιες, η άλλη η πως τη λένε είπε “συνωστισμός ήταν στη Σμύρνη”, και βάζουν τη γκόμενα να τη κάνει η τροϊκα ότι θέλει (εννοεί φαντάζομαι την υπουργό εργασίας) … ασε μας μωρέ!
Β : (κουνάει καταφατικά το κεφάλι και συμπληρώνει) είναι φως φανάρι ότι όλλοι αυτοί ελέγχονται, δεν πιστεύω ότι τα βγάζουν από το κεφάλι τους. . .
Στη συνέχεια της κουβέντας αναζωπυρώνεται η συνομωσιολογία με σαφή αποθέωση της τελεολογίας, μέχρι που φύγαμε.
• • •
Για άλλη μια φορά φρόντισαν να μου υπενθυμίσουν με τον πλέον ξεκάθαρο τρόπο πως κινούμαστε σε ένα περιβάλλον αμιγώς πατριαρχικό και εθνικιστικό που όλα αποκτούν νόημα με τον αντισημιτισμό. Μέχρι να φτάσουμε εκεί, όμως, η απόφαση της γυναίκας κατασκευάζεται ως ουσιοκρατική κατηγορία και ως ετερότητα που θα πρέπει να υποταχθεί στον ανδρικό λόγο ως κανονιστικό δείγμα αλήθειας και, συνεπώς, ανωτερότητας.
Ενώ το ασύλληπτο αυτό υγειονομικό άγχος που διέπει τον λόγο του Α (και κάθε άλλου Α) θρέφει και αναπαράγει τη βάση της καταπίεσης της ατομικότητας, μέσω της κατασταλτικής διοικητικής ιατρικής ή της βιολογικοποιημένης διάκρισης που, σ ´ αυτή τη περίπτωση, αναλαμβάνουν οι ίδιοι με μεγάλη προθυμία απέναντι στη μολισματική ετερότητα. Όσοι/ες δεν χρειάζονται πρέπει να υποτιμηθούν περισσότερο φυσικά, να αποκλειστούν εντελώς από κάθε πρόσβαση, και όσοι/ες ενσωματώνονται οφείλουν να θάψουν το βίωμά τους στα όρια της λήθης, να εσωτερικεύσουν την εμπειρία του αποκλεισμού στο μέγιστο (εδώ αναφέρομαι στις αντιλήψεις του Α για τις γυναίκες, αλλά το φαινόμενο αυτό αφορά άμεσα και τους Αλβανούς που είναι χρόνια εδώ, και θεωρούνται πλέον μέλη της κοινότητας).
Για τον αντισημιτισμό που απορρέει από την αντίληψη που εντοπίζει το “Χέρι” που κινεί να νήματα πίσω από τη κουρτίνα, δεν χρειάζεται να αναφέρουμε ότι επιστρατεύεται εργαλειακά ως ένα ισχυρό φαντασιακό σχήμα που φανερώνει τη κρυμμένη αιτία στην επικράτεια της συλλογικής επιθυμίας τους. Καθώς είναι σταθερή αξία που δεν λείπει από καμία πολιτική συζήτηση.
Αυτό όμως που παρατήρησα στον Α και μου έκανε εντύπωση είναι ότι, παρόλο που έκανε διάλογο σχεδόν μόνο με τον Β, είχε συνεχόμενη οπτική επαφή με το νεώτερο μέλος της παρέας. Δεν ξέρω αν επιδίωκε κάποια επικύρωση επειδή “εσείς οι νέοι διαβάζεται πολλά στα ιντερνέτια”, ή αν ο πόθος του είναι εν τέλει ο νεαρός να κληρονομήσει τις πεποιθήσεις του. Πάντως σίγουρα η γλωσσική απλότητα είναι αυτή που εν προκειμένου γίνεται ο μεταβιβαστικός αγωγός νοηματικών ρατσιστικών σχημάτων στη νεώτερη γενιά μέσω της ελληνοχριστιανικής, ενίοτε περίπλοκης ομολογώ, συνθηματολογίας.
Δεδομένου, ωστόσο, ότι σε ένα φαλλικό μοντέλο επιθυμίας η “νέα υπουργός” ανταποκρίνεται στην ανδρική οπτική/φαντασίωση ως “νέα”, η μισογυνική ρητορική που συνήθως την συνοδεύει (“το μουνί σέρνει καράβι”, “όλα για το μουνί γίνονται”, “οι γυναίκες καταφέρνουν τα πάντα”, “είναι υποχθόνιες, πανέξυπνες, πονηρές” κοκ) φροντίζει να την αποκαλέσει υποτιμητικά “γκόμενα” και προσπαθεί να μετριάσει, με τη χρήση μιας νοητικώς “πανίσχυρης πανουργίας” που αποδίδει η πατριαρχία στην θηλυκότητα, την ιστορική καταπίεση που έχουν υποστεί, επειδή τόλμησε να χειριστεί πολιτικά, ένα κατεξοχήν ανδρικό σπορ, τα εργασιακά.
Ίσως αυτές οι καθημερινές ιστορίες να είναι ένα πολύ συνηθισμένο φαινόμενο, τουλάχιστον για όσες/ους έχουν επαφή με την επαρχία. Θεωρώ όμως πως η αποσιώπηση και η μη κοινοποίηση περιστατικών πατριαρχικής και ελληνορατσιστικής εκδήλωσης με την μη προβληματικοποίηση του θύτη -ειδικά όταν οι αυτοί χαίρουν μέριμνας και εκτίμησης εντός των χώρων δραστηριοποίησής τους-, λειτουργεί ως μέσο συγκάλυψης, και σε καμία περίπτωση αποτρεπτικά ή ανασταλτικά ως προς την παρουσία και την εκδήλωση των ρατσιστών.”