Η κατασκευή των ελλήνων υπηκόων

σκέψεις με αφορμή την τιμωρία των Αλβανών φαντάρων

Οι μετανάστ(ρι)ες που ελέγχουν συνεχώς μήπως τα ελληνικά που μιλούν δεν είναι άριστα, ή τα περισσότερα άτομα απ´ όσ@σ διακατέχονται από το άγχος απόκτησης μιας μπλε ταυτότητας ή αλλαγής ονόματος (ένα απ ´αυτά τα άτομα είμαι κι εγώ) είναι χαρακτηριστικά αυτο-αστυνομευόμενα υποκείμενα, τα οποία έχουν εμπεδώσει πλήρως τους κώδικες ενσωμάτωσης/επιβίωσης και τα κριτήρια που προϋποθέτει η ελληνική ασυλία.

Επιπλέον, η Ελλάδα συνεχώς κατασκευάζει τις επιθυμίες των ξένων, θεσμικά και μη, ως μια από τις κεντρικές μέριμνές της, διδάσκοντάς τους ταυτόχρονα να περιφρουρούν και να καταστείλουν τις πραγματικά δικές τους. Να ασκούν δηλαδή ένα self-policing σαφώς με όρους ελληνικότητας, να αυτο-αναμετριούνται επι της ουσίας σύμφωνα με τις κυρίαρχες αντιλήψεις του τόπου. Ύστερα από τόνους ωραιοποιημένου “μίλα ελληνικά ή ψόφα” που έχουν υποστεί -από εκείνους που τους αντάμοιψαν με το κορυφαίο “Α, δεν μοιάζεις καθόλου με Αλβανό! Μη με παρεξηγήσεις, ε; Όχι, μπράβο.”-, αυτο-επιτηρούνται ακατάπαυστα εκπέμποντας σαφώς την αίσθηση της ήττας. Αυτό δεν είναι παρά μια μορφή ξεκάθαρης υποταγής στην ελληνική ηγεμονία η οποία θέτει και καθορίζει τους όρους ένταξης. Ωστόσο, αυτός ο θύτης και ο ασφυκτικός έλεγχος που ασκεί πάνω στους ξένους, δεν προβληματικοποιείται και δεν αναδεικνύεται ως τέτοιος στο σύνολό του σχεδόν ποτέ, ειδικά σε αυτή την κραυγαλέα περίπτωση με τους φαντάρους.

Το γεγονός ότι οι περισσότεροι/ες από μας που πήγαμε σε Ελληνικό σχολείο, μεγαλώσαμε σε παρέες ελλήνων, και “απορροφηθήκαμε” από την εγχώρια κουλτούρα σε όλες τις εκδοχές της, ενώ άλλοι/ες “δεν το κατάφεραν” -όπως ακούμε με συχνότητα ριπών οπλοπολυβόλου- είναι επίσης μια ασυμμετρία που πηγάζει από τις προδιαγραφές που θέτει ο εγχώριος εθνορατσισμός. Η παρουσία μας εν ολίγοις έγινε εργαλείο επιβεβαίωσης και προέκτασης της προνομιούχας παρουσίας εντός, ή και εκτός της “αφομοίωσής” μας, επειδή νοηματοδοτίθηκε μέσα σε ένα ρατσιστικό πλαίσιο. Αναμφισβήτητα την αναγνωρίζουμε ως τέτοια για να γίνει επιτέλους ένα πεδίο διαπραγμάτευσης, παρά να συγκαλύπτεται και να αποσιωπάται αυτή η λειτουργία του ρατσισμού σε ένα πλαίσιο μυστικοποίησης εντός του σχολικού περιβάλλοντος. Πόσες φορές ακούσαμε στο σχολείο την εμετική φράση των δασκάλων μας «η Ελλάδα των καλών παιδιών» όταν μας έβλεπαν να κινούμαστε με σχετική άνεση ανάμεσα στα ελληνόπουλα, επιβραβεύοντας τα τελευταία! Προφανώς αυτή η φράση συνοψίζει όλο το περιεχόμενο του συστήματος της ελληνικής εκπαίδευσης. Πρόκειται περί μετάθεσης του προβλήματος. Ο ρόλος μας ήταν ξεκάθαρος: ήμασταν εκεί για την ανάδειξη/ανύψωση της ελληνικής ουσίας και τίποτα παραπάνω. Το να μίλαγες αλβανικά με κανονική ένταση, ειδικά μέσα στη τάξη, ισοδυναμούσε με πράξη θαρραλέου ακτιβισμού. Είμασταν εκεί ξεκάθαρα για την γεφύρωση του χάσματος μεταξύ της δικής μας πραγματικότητας και της συνείδησης των θεματοφυλάκων του ελληνισμού. Αν θέλαμε να έχουμε τα υποτυπώδη προνόμια, έπρεπε βασικά να εξοικειωθούμε με τη γλώσσα και τους τρόπους του “οικοδεσπότη”. Φυσικά, το πιο ιδανικό θα ήταν να τους υιοθετήσουμε όσοι/ες επιδιώκαμε ως αντάλλαγμα κάποια αίσθηση προστασίας/ασυλίας. Έτσι, όλα τα ξένα παιδιά είχαμε μια πρωταρχική υποχρέωση: να μιλάμε άπταιστα ελληνικά. Με αυτόν τον τρόπο, άλλωστε, ήταν όλοι ευτυχισμένοι. Μόνο που αγνοούσαν πως αυτή η ύβρις δεν ήταν παρά μια προσπάθεια να μη “μοιάζουμε” με αλβανούς και έρθουν να μας ρωτήσουν ποια είναι η άποψή μας για τους βομβαρδισμούς στην Γιουγκοσλαβία, ας πούμε. Ως μικρογραφία της συσπείρωσης των ελλήνων γύρω από τις κοινές κατακτημένες αξίες, μια τέτοια απορία εκ μέρους των δασκάλων μας, που απευθύνεται σε μειονοτικούς μαθητές, σε καμία περίπτωση δεν στοχεύει στην πραγματική γνώμη μας -μιάς και αδιαφορεί επιδεικτικά για την ανάγκη να σταματήσουμε να παριστάνουμε τους έλληνες για να συν”υπάρχουμε” στο σύστημα κατασκευής ελλήνων υπηκόων- αλλά να πάρουμε ντε φάκτο θετική θέση υπέρ των “ορθοδόξων αδελφών” για τα γεγονότα της γειτονικής χώρας, καταδικάζοντας ασυζητητί τις ΗΠΑ. Σε οποιαδήποτε άλλη περίπτωση είμαστε ένοχοι εξ ορισμού. Αυτή η καταδικαστική κατηγοριοποίηση εις βάρος μας, προεξοφλείται από το γεγονός του άγχους της προδοσίας που ωθεί τους έλληνες κάθε τρεις και λίγο να μας ρωτούν -ακόμα και όταν έχουμε περάσει όλες τις εξετάσεις της ελληνοποίησής μας σε ανώτερο επίπεδο (“δεν φαίνεται για αλβανίδα/ός, είναι πιο έλληνας από τους έλληνες”)- σε έναν ενδεχόμενο πόλεμο μεταξύ Ελλάδας και Αλβανίας τίνος το μέρος θα πάρουμε. Αυτά ήταν και τα πρώτα πραγματικά πιστοποιητικά ελληνοφροσύνης που υπογράψαμε, εισπράττοντας το ανακουφιστικό ξεφύσημα ασυλίας του αγνού ελληνόψυχου ή, αντίθετα, σε μια άρνηση/ουδέτερη στάση που αυτόματα θα υποδήλωνε προδοσία, εισπράττουμε τον στιγματισμό του Αλβανού που “δεν έχει μπέσα και έχει διαλέξει στρατόπεδο”. Πράγματι είχαμε διαλέξει στρατόπεδο, προς επιβεβαίωση του πιο βαθύ φόβου του “χεριού που μας τάισε”- αυτό του ανθελληνισμού.

Μεγαλώνοντας, προκαλώντας συνεχώς εκπλήξεις στα “καλά παιδιά” για το πόσο πολύ δε μοιάζουμε με αλβανούς, διαπιστώσαμε κι εμείς πως το περιεχόμενο της παραπάνω λατρεμένης φράσης των δασκάλων μας, αφορούσε την Ελλάδα των των ορθοδόξων βιασμών, των απόπειρων πνιγμών στον αιγαίο ξένων γυναικών, των αναρίθμητων πατριαρχικών φόνων που μετονομάζονται σε “εγκλήματα πάθους”, των ρατσιστικών εγκλημάτων που βαφτίζονται “διαπληκτισμοί”, της ανομολόγητης βαναυσότητας πίσω από ψιθυρίζουσες πόρτες, των κατηγορούμενων θυμάτων και των αθωωμένων θυτών. Αφορούσε μια σιχαμερή μάστιγα που επιτρέπει σε ομιλούντα, ανθρωπόμορφα σκύβαλα σα το διευθυντή μας να ξερνάνε ανερυθρίαστα το στιγματιστικό οχετό τους «θα μας γαμήσουν και οι Αλβανοί τώρα», όταν μας άκουγαν να βρίζουμε! στηρίζω του Αλβανούς φαντάρους στη συγκεκριμένη φάση για τους εξής λόγους: Μια διεκδικητική κίνηση εκ μέρους των ξένων να εκφραστούν ελεύθερα (ακόμα και αυτή η πράξει που για εκείνους μπορεί να σημαίνει οτιδήποτε, από τη στιγμή που δεν τους αποδίδεται η ιδιότητα του επαναστατικού υποκειμένου), που δεν φέρει εκείνο το στοιχείο που είναι επιφορτισμένο με το περιεχόμενο της ενσώματης καταπίεσης -ιδίως όταν λείπει και η ιδεολογική επεξεργασία του αιτήματος- των μουσουλμάνων γυναικών ή Αλβανών μεταναστών π.χ., δηλαδή η μαντίλα ή η αλβανική σημαία αντίστοιχα που τους κατατάσσουν στους μυθικούς ξένους της εθνικής συνείδησης, είναι ελλιπής. Διότι, ακριβώς η απουσία αυτού του λάβαρου καπελόνεται αυτόματα από την υπεροχή της κυρίαρχης ταυτότητας (που σχεδόν ποτέ δεν υπόκειται στη κριτική) λόγω πληθυσμιακής δυσαναλογιάς, και ως εκ τούτου έχουμε μια ξεκάθαρη περίπτωση ενσωμάτωσης, ήττας. Δεν διώκονται γενικά ως εργάτες ή ως γυναίκες, ούτε ως φτωχοί, ούτε καν ως αόριστα μετανάστ(ρι)ες, αλλα για συγκεκριμένα στοιχεία της ταυτότητάς τους που οφείλουν να τα απορρίψουν για να ανυψωθεί η προνομιούχα ταυτότητα. Το πως θα επιτελούν την θέση τους μέσα σε μια ξενοφοβική/ισλαμοφοβική κοινωνία, λοιπόν, αφορά μόνο τις ίδιες. Το να στηρίξεις τα αιτήματα των ξένων για περισσότερη ορατότητα των στοιχείων της ατομικής τους ταυτότητας, δεν συμπαραστέκεσαι στην θρησκεία τους ή το έθνος τους. Αντίθετα, αποδυναμώνεις τα αντίστοιχα εδώ χωρίς να ταυτίζεσαι με το σύνολο της προσωπικότητάς τους. Αλλιώς, στον ρατσιστικό καταμερισμό η αποστέρηση των διεκδικήσεών μας εξακολουθεί να υλοποιείται υποβαθμίζοντας συνεχώς τις επιθυμίες μας.

Εν τέλη, η μερική καταδίκη μορφών αορατοποίησης δεν είναι παρά άλλος ένας τρόπος που συντηρεί την υποβιβαστική γλώσσα και την ιεράρχηση της ρατσιστικής ματιάς. Η απάντηση σε αυτό είναι κατ’ αρχήν περισσότερη δύναμη, ορατότητα της διαφορετικότητας, αποστιγματιμό και αναγνώριση της αξίας του βιώματος, ανάδειξη της ετερότητας – όχι βέβαια με όρους εξωτικοποίησης, αλλά ως σύμφυτο με τη βιωμένη πραγματικότητα. Διότι η ανθρώπινη ύπαρξη εμπεριέχει την οικειοποίηση ενίοτε και αρνητικών συνθηκών όταν υφίσταται συσσωρευμένη καταπίεση αλλά στα πλαίσια μιας στρατηγικής αυτοσυντήρησης. Αυτές είναι οι συνδυαστικές μας αναγκες και η ισαποστασία σίγουρα δεν τις αναδεικνύει αλλά τις αορατοποιεί.

Imago