Προδοσία – Μια Κριτική Ανάλυση της Κουλτούρας του Βιασμού στις Αναρχικές Υποκουλτούρες

ΔΗΛΩΣΗ ΑΠΟΠΟΙΗΣΗΣ ΕΥΘΥΝΩΝ:

Έχουμε βαρεθεί να αποποιούμαστε τις ευθύνες που μας επιρρίπτουν. Αγανακτούμε όταν πρέπει να απολογούμαστε και να δικαιολογούμαστε για όσα λέμε, πριν καν τα πούμε. Εξοργιζόμαστε για την ενασχόληση με λεπτομέρειες όταν συζητιούνται περιστατικά βιασμών, σεξουαλικών επιθέσεων και σεξουαλικών κακοποιήσεων. Μας προσβάλει και μας φέρνει σε δύσκολη θέση το ότι πρέπει διαρκώς να τονίζουμε ότι δεν μιλάμε εκ μέρους όλων των επιζώντων, λες κι αυτό θα ήταν ποτέ δυνατό. Ναι, σίγουρα… κατανοούμε την ανάγκη για μια εμφανώς τοποθετημένη προειδοποίηση περί θύελλας αντιδράσεων. Αυτό απαιτούν οι κανόνες καλής συμπεριφοράς. Όταν όμως οι φρενήρεις προσπάθειες να μην προκαλέσει ο ένας τον άλλο αποτελούν τεχνάσματα για να μη συζητηθούν σε βάθος τα θέματα διαπροσωπικής βίας, για να κρυφτεί το θέμα σ’ ένα καλοφτιαγμένο κουτάκι, το οποίο ανοίγεται μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις -όταν η ψευδαίσθηση “ασφάλειας” είναι εγγυημένη- λοιπόν… τότε αρχίζουμε να παίρνουμε ανάποδες! Αν μιλάμε για την καταπίεσή μας μόνον όταν νιώθουμε ασφαλείς, τότε θα μείνουμε για πάντα σιωπηλοί. Αν δεν μπορούμε να μάθουμε να επιλύουμε τις διαφορές μας όταν βρισκόμαστε σε περιβάλλον φίλων και συντρόφων, τότε δεν θα είμαστε ικανοί να τις επιλύσουμε ούτε όταν βρισκόμαστε μεταξύ αγνώστων. Οι συζητήσεις γίνονται μέσα σε ένα κλίμα νευρικότητας, και προτείνεται η απεύθυνση σε ειδικούς εν μέρει επειδή φοβόμαστε μήπως πούμε κάτι λανθασμένο. Όταν όμως μιλάμε για τις εμπειρίες μας, σ’ αυτό το θέμα είμαστε όλοι οι ειδικοί. Λαχταράμε λοιπόν να έρθει εκείνη η μέρα που δε θα είναι ανάγκη να εκφραζόμαστε κάτω από λάβαρα αποποίησης ευθυνών, ούτε εντέλει και κάτω από οποιοδήποτε άλλο λάβαρο.

Αντιλαμβανόμαστε ωστόσο ότι απέχουμε ακόμη πολύ από μια τέτοια μέρα. Τα θέματα αυτά εξακολουθούν να είναι τόσο φορτισμένα και είναι τόσο λίγοι αυτοί που στέκονται αλληλέγγυοι, που τα λόγια μας και μόνο μπορούν να είναι επιβλαβή. Μέχρι λοιπόν να φτάσουμε σε αυτή τη μέρα, πρέπει να προσέχουμε όταν μιλάμε, για να μην ενδυναμώνουμε άθελά μας τις δυνάμεις εκείνες στις οποίες θέλουμε να εναντιωθούμε. Έχοντας αυτό κατά νου, κάνουμε κάποιες διευκρινήσεις πριν ξεκινήσουμε…

Κάποιοι από τους συγγραφείς αυτού του κειμένου είναι επιζώντες, άλλοι επεξεργάζονται το ρόλο τους ως άτομα που έχουν κάνει κατάχρηση εξουσίας στο παρελθόν, όλοι όμως είναι αφοσιωμένοι στον αγώνα τους ενάντια στην Κουλτούρα του Βιασμού. Όταν λέμε επομένως “εμείς”, δεν αναφερόμαστε μόνο σε “επιζώντες”, ούτε καν σε εμάς τους συγγραφείς, αλλά σε όλους όσους συμφωνούν με τα λεγόμενά μας, και ίσως -ακόμη πιο γενικά- σε όσους θεωρούν ότι ο αγώνας αυτός τους εμπεριέχει. Υπάρχουν σίγουρα επιζώντες που οι εμπειρίες τους πιθανόν να αντικρούουν τις θέσεις μας. Τα παραδείγματα όμως που παραθέτουμε σε αυτό το κείμενο δεν σκόπευαν να υπεισέλθουν σε λεπτομέρειες, ούτε να καλύψουν όλες τις δυνατές περιπτώσεις. Δεν θεωρούμε ότι οι δικές μας εμπειρίες αντιπροσωπεύουν τις εμπειρίες όλων των επιζώντων, ή ακόμη και των περισσότερων. Δείχνουν ωστόσο πώς η Κουλτούρα του Βιασμού πήρε σάρκα και οστά στη δικιά μας ζωή, κι αυτό σκεφτήκαμε ότι αξίζει τον κόπο να το μοιραστούμε με άλλους.

Θα μας κριτικάρουν -και ορθώς θα πράξουν- επειδή επικεντρωνόμαστε στους χώρους των αναρχικών, όταν μάλιστα οι περισσότεροι επιζώντες δεν αυτοπροσδιορίζονται ως αναρχικοί. Θεωρήσαμε όμως πως θα ήταν ανώφελο να επεκταθούμε πέρα από τις δικές μας εμπειρίες, για να είμαστε “πιο κοντά στην πραγματικότητα”. Ευελπιστούμε, επίσης, ότι η ανάλυση της Εξουσίας, αλλά και των διαφόρων μορφών πάλης, από μια αναρχική οπτική θα αποτελέσει ένα χρήσιμο πλαίσιο για την αποδόμηση των τρόπων με τους οποίους εκδηλώνεται η Κουλτούρα του Βιασμού, και ίσως να κάνει πιο διορατικούς και όσους δεν έχουν επαφή με τις αναρχικές υποκουλτούρες. Είμαστε πεπεισμένοι ότι οι δυναμικές που περιγράφουμε απαντώνται και σε άλλους χώρους.

Ο στοχαστικός αναγνώστης θα παρατηρήσει ότι σε όλο το κείμενο χρησιμοποιούμε ουδέτερη γλώσσα όσον αφορά το κοινωνικό φύλο. Βεβαίως, η πλειοψηφία των επιζώντων είναι γυναίκες, ή άτομα που δεν ανταποκρίνονται στις πατριαρχικά προσδιορισμένες έμφυλες ταυτότητες, ενώ η πλειοψηφία των δραστών είναι άνδρες με έμφυλη ταυτότητα που ταυτίζεται με το βιολογικό φύλο τους. Η ουδέτερη γλώσσα που χρησιμοποιούμε συσκοτίζει, αφενός τη συστημική φύση αυτής της πραγματικότητας, και αφετέρου το ότι η διαπροσωπική βία έχει χρησιμοποιηθεί και χρησιμοποιείται συστηματικά ως εργαλείο σε περιπτώσεις αποικιοκρατικής εισβολής, ιμπεριαλιστικής κατοχής, καθώς και για τη διατήρηση της φυλετικής ανωτερότητας των λευκών. Επιπλέον, η ουδέτερη γλώσσα συσκοτίζει το γεγονός ότι οι οργανώσεις κατά της διαπροσωπικής βίας απαρτίζονται ιστορικά από λευκές φεμινίστριες της μεσαίας τάξης, αφήνοντας τις έγχρωμες γυναίκες, τις φτωχές γυναίκες, τους ομοφυλόφιλους και τα διεμφυλικά (τρανς) άτομα χωρίς πρόσβαση σε υποστηρικτικούς μηχανισμούς. Χρησιμοποιώντας ουδέτερη ως προς το κοινωνικό φύλο γλώσσα, δεν θέλαμε να αποπολιτικοποιήσουμε τη φύση της διαπροσωπικής βίας (άλλωστε, όταν πρόκειται για το κοινωνικό φύλο, σίγουρα δεν είμαστε ουδέτεροι!) Παρ’ όλα αυτά, θέλαμε να καταστήσουμε σαφές ότι άτομα ανεξαρτήτως έμφυλης ταυτότητας, από όλα τα μονοπάτια της ζωής, μπορούν να είναι τόσο επιζώντες όσο και δράστες, ή ακόμη και τα δύο ταυτόχρονα. Δεν θέλαμε -με άλλα λόγια- τα άτομα των οποίων οι εμπειρίες δεν ταιριάζουν με τα καταπιεστικά δίπολα να νιώσουν ακόμη πιο περιθωριοποιημένα με το κείμενό μας.1

Δίνουμε επιπρόσθετα κάποιους ορισμούς, όχι για να υποδείξουμε πώς πρέπει να χρησιμοποιούνται αυτές οι λέξεις, αλλά για να μην παρερμηνευθεί ο τρόπος που τις χρησιμοποιούμε εδώ.

Κουλτούρα του Βιασμού: Μια κουλτούρα που προσπαθεί να συγχωρέσει, να δικαιολογήσει, να κανονικοποιήσει, και να ενθαρρύνει τη διαπροσωπική βία.

Διαπροσωπική βία: Ένας γενικός όρος που χρησιμοποιείται συνήθως για να περιγράψει διάφορες μορφές βίας που ασκούνται στα πλαίσια των διαπροσωπικών σχέσεων, αλλά πηγάζουν από ευρύτερα συστήματα εξουσίας. Παραδείγματα διαπροσωπικής βίας εντός σχέσεων είναι ο βιασμός, η σεξουαλική επίθεση, η σεξουαλική παρενόχληση, καθώς και η σεξουαλική, σωματική και συναισθηματική κακοποίηση.

Επιζών: Το άτομο που έχει βιώσει ή βιώνει διαπροσωπική βία, έτσι όπως ορίζει τη διαπροσωπική βία το ίδιο το άτομο.

Δράστης: Το άτομο που έχει ασκήσει διαπροσωπική βία σε άλλο/α άτομο/α, έτσι όπως ορίζουν τη διαπροσωπική βία αυτό το άλλο άτομο ή τα άλλα άτομα.

  1. Στη μετάφραση χρησιμοποιούνται ουδέτερες ως προς το φύλο λέξεις (π.χ. άτομο/α), ο πληθυντικός αριθμός (π.χ. επιζώντες αντί ο/η επιζών), καθώς και το αρσενικό γένος ως έκφραση και των δύο γενών (π.χ. κάποιος γνωστός αντί κάποιος/α γνωστός/γνωστή). (σ.τ.μ.)

Αυτονομία των Επιζώντων: Είναι το θεωρητικό υπόβαθρο πάνω στο οποίο στηρίζονται τα περισσότερα ριζοσπαστικά εγχειρήματα υποστήριξης. Η έννοια “αυτονομία των επιζώντων” σημαίνει, αφενός ότι πρέπει να παρέχεται στους επιζώντες η δυνατότητα και η αυτονομία να αποφασίσουν οι ίδιοι με ποιον τρόπο θα διαχειριστούν την τραυματική εμπειρία τους, και αφετέρου ότι ο ρόλος των υποστηρικτών πρέπει να είναι η ενδυνάμωση και ενθάρρυνση της αυτονομίας των επιζώντων. Αυτή η υποστηρικτική προσέγγιση έρχεται σε αντίθεση με άλλες προσεγγίσεις, οι οποίες δεν θεωρούν ότι οι επιζώντες είναι σε θέση να αντιληφθούν σωστά τις ανάγκες τους, δεν αντιμετωπίζουν τις ανάγκες κάθε επιζώντα ως πραγματικά μοναδικές και διαφορετικές από τις ανάγκες των άλλων επιζώντων, και επιδιώκουν να επιβάλλουν στους επιζώντες κάποιον “κατάλληλο” τρόπο ίασης.

Απολογητές: Εκείνοι που, μέσω της δράσης ή της αδράνειάς τους, επιχειρούν είτε να ενδυναμώσουν τους δράστες, είτε/και να αποδυναμώσουν τους επιζώντες, αναπαράγοντας έτσι την Κουλτούρα του Βιασμού.

Διαδικασία Λογοδοσίας: Η διαδικασία μέσω της οποίας οι δράστες επιχειρούν να λογοδοτήσουν στα άτομα τα οποία έβλαψαν, και ενδοσκοπούν με στόχο να οδηγηθούν σε αλλαγές στη συμπεριφορά τους που θα έχουν διάρκεια στο χρόνο.

Στους χώρους των αναρχικών, όπου κι αν στραφεί κανείς, θα συναντήσει κοινότητες που έχουν δοκιμαστεί σκληρά από κάποιο περιστατικό βιασμού, σεξουαλικής επίθεσης ή σεξουαλικής κακοποίησης. Αυτά τα επαναλαμβανόμενα περιστατικά δεν είναι πρωτόφαντα για τους αναρχικούς, ούτε συμβαίνουν μόνο στους χώρους των αναρχικών. Με μια πρώτη ματιά, μοιάζει παράξενο που οι κοινότητές μας είναι τόσο ευάλωτες στη διαπροσωπική βία, όσο και οποιοσδήποτε άλλος κοινωνικός χώρος. Στο κάτω κάτω, δικό μας σημείο αφετηρίας δεν είναι η αντίθεση στην κυριαρχία, που αποτελεί προϋπόθεση για τη διαπροσωπική βία; Κι όμως, αυτό που συνδέει τις κοινότητές μας -η κοινή υποτίθεται πολιτική στάση ή πολιτική ανάλυση- είναι συνήθως αυτό ακριβώς που διακυβεύεται περισσότερο όταν οι αναρχικοί αντιμετωπίζουν περιστατικά διαπροσωπικής βίας. Ενώ δηλαδή πρόκειται για κοινότητες σαφώς πολιτικές από τη φύση τους, συχνά οι αναρχικοί αποπολιτικοποιούν τη διαπροσωπική βία, αποσπώντας την από τις ρίζες της στους συστημικούς εξουσιαστικούς μηχανισμούς. Συγχέουν, για παράδειγμα, την ανάγκη για αποτελεσματικές συναινετικές πρακτικές με την πεποίθηση ότι η πληροφόρηση όσον αφορά τη συναίνεση θα μεταλλάξει τη φύση των κοινοτήτων μας, λες και ο βιασμός είναι αποτέλεσμα άγνοιας και κακής πληροφόρησης και όχι βαθιά ριζωμένος στις εξουσιαστικές δομές. Διάφορες στρατηγικές που έχουν υιοθετήσει οι αναρχικοί, όπως λ.χ. η διαδικασία λογοδοσίας, τις περισσότερες φορές αποτυγχάνουν να αντιμετωπίσουν τη διαπροσωπική βία ανάμεσά μας.

Η ολοφάνερη αποτυχία της διαδικασίας λογοδοσίας να επηρεάσει τις κοινότητές μας, αναλύεται συνήθως δίχως να λαμβάνουμε υπόψη το πλαίσιο αυτής της αποτυχίας, δίχως δηλαδή να εξετάζουμε τις ευρύτερες κοινωνικές δυνάμεις που συμβάλλουν σε αυτή την αποτυχία. Αυτή η παράλειψη είναι αποτέλεσμα της διαδικασίας λογοδοσίας, αλλά είναι και προάγγελός της. Η διαδικασία λογοδοσίας περιορίζει τα θέματα στα οποία εστιάζουμε την προσοχή μας γιατί, ναι μεν μας φέρνει αντιμέτωπους με τα ευρύτερα συστήματα εξουσίας, ταυτόχρονα όμως μας διαβεβαιώνει ότι θα τα αποδομήσουμε αν ασχοληθούμε με τις ατομικές περιπτώσεις. Ενώ δηλαδή μιλάμε στην ουσία για την πατριαρχία, την εκμετάλλευση και τον ετεροσεξισμό, εμείς έχουμε απέναντί μας απλώς κάποιους δράστες. Κι ενώ στις ανεπίσημες συζητήσεις μας συμφωνούμε ότι “η εξουσία δεν παραχωρεί τίποτε δίχως την απειλή άσκησης βίας”, στις διαδικασίες λογοδοσίας χρησιμοποιούμε την πειθώ με βάση ηθικά κριτήρια. Στηριζόμαστε, με άλλα λόγια, στις φιλελεύθερες αστικές αντιλήψεις περί επιλογής, λες και οι επιλογές μας είναι κάτι περισσότερο από υπολογισμένες αντιδράσεις στα πλαίσια των πραγματικών συνθηκών της ζωής μας. Οι δράστες επιλέγουν φυσικά αν θα εμπλακούν στη διαδικασία λογοδοσίας ή αν θα την απορρίψουν, αλλά το θέμα είναι πώς τους παρέχεται αυτή η δυνατότητα επιλογής; Ποιες συνθήκες καλλιέργησαν στους δράστες την αντίληψη ότι έχουν δικαιώματα πάνω σε άλλους ανθρώπους; Αυτές ακριβώς τις συνθήκες, αν τις εξετάσουμε μέσα από το πρίσμα του αγώνα, είμαστε υποχρεωμένοι να δεχτούμε χωρίς περιστροφές ότι αποτελούν εχθρική περιοχή. Εξαπολύσουμε λοιπόν την επίθεσή μας, έχοντας πλήρη συνείδηση αυτής της εχθρικής περιοχής.

Η επιμονή μας ότι η διαπροσωπική βία διαιωνίζεται όχι μόνον από τους δράστες αλλά και από άλλους, δεν σημαίνει ότι θέλουμε να απαλλάξουμε τους δράστες από την υποχρέωσή τους να λογοδοτήσουν. Σημαίνει, αντιθέτως, ότι έχουμε επίγνωση των πολλαπλών παραγόντων που επιτρέπουν στους δράστες να ξεγλιστρούν από τη λογοδοσία. Όπως οι μικροαστοί γιάπηδες χρειάζονται ένα μεγάλο και πολυσύνθετο κοινωνικό σύστημα για να καμουφλάρουν τις αρνητικές επιπτώσεις του καταστροφικού τρόπου ζωής τους, οι δράστες που αρνούνται να λογοδοτήσουν διευκολύνονται συχνά από ένα παρόμοιο κοινωνικό δίκτυο. Τα δίκτυα αυτά δεν απαρτίζονται μόνον από τα άτομα που υπερασπίζονται ανοικτά τους δράστες, αλλά και από όλους όσους διασφαλίζουν ότι οι δράστες θα εξακολουθήσουν να έχουν το πάνω χέρι. Στην πράξη, αυτό εκδηλώνεται με διάφορους τρόπους. Ενάντια στους επιζώντες και τον αγώνα τους χρησιμοποιούνται η φίμωση, η καταστολή, η αντιστάθμιση, ή -πιο συχνά- συνδυασμοί αυτών των μεθόδων. Σε κάθε περίπτωση, όμως, η επιλογή μεθόδων γίνεται σύμφωνα με το τι κρίνεται κάθε φορά καταλληλότερο για την πιο αποτελεσματική αναπαραγωγή της Κουλτούρας του Βιασμού.

ΦΙΜΩΝΟΝΤΑΣ ΤΟΝ ΑΓΩΝΑ

“Στο τέλος, δεν θα θυμόμαστε τα λόγια των εχθρών μας, αλλά τη σιωπή των φίλων μας”.

Ο όρος “φίμωση” ακούγεται συχνά στις κοινότητές μας, αλλά μόνο με μια περιορισμένη έννοια. Το να αποκαλείς τους επιζώντες ψεύτες, το να ξορκίζεις τις σεξουαλικές εμπειρίες τους, τις ιδιαιτερότητές τους ή τον τρόπο που ντύνονται -το να υπονοείς, με άλλα λόγια, ότι “πήγαιναν γυρεύοντας”- για να μετακυλίσεις σ’ αυτούς το φταίξιμο, είναι συμπεριφορές που οι περισσότεροι αναρχικοί θα αποδοκίμαζαν, παρόλο που σπάνια θα έμπαιναν στον κόπο να τις αντικρούσουν. Αυτή η υποκρισία ωστόσο κρύβει ένα βαθύτερο πρόβλημα, το οποίο αναδεικνύεται αν εξετάσουμε πιο προσεκτικά το τι θεωρούμε “φίμωση”. Οι παραπάνω συμπεριφορές απευθύνονται αποκλειστικά και μόνο σε όσους επιζώντες ξεμπροστιάζουν τους δράστες και μιλούν ανοικτά για τις εμπειρίες τους. Υπάρχουν, βέβαια, πολλοί επιζώντες που δεν φτάνουν καν σ’ αυτό το σημείο.

Ποιος φιμώνει λοιπόν τους επιζώντες; Μήπως τα άλλα άτομα της δικής τους ομάδας συνάφειας, που επιμένουν να διαχωρίζουν ψευδώς τον αγώνα κατά του κράτους από τον αγώνα ενάντια σε άλλα συστήματα εξουσίας (ιδιαίτερα ενάντια στα συστήματα εξουσίας απ’ τα οποία επωφελούνται); Μήπως οι συγκάτοικοί τους, που δεν παραδέχονται ποτέ ανοικτά την άθλια ενδοκοινοτική δυναμική από φόβο μήπως “προκαλέσουν” κάποια άτομα, λες και η υποστήριξη των επιζώντων είναι πιο προκλητική απ’ την ολοκληρωτική απομόνωσή τους; Μήπως τα υπόλοιπα άτομα που συμμετέχουν σε αυτό το σόου, τα οποία σνομπάρουν τον αγώνα των επιζώντων είτε ως ήσσονος σημασίας επειδή εστιάζει σε προσωπικά θέματα, είτε απλώς ως “δράμα”, λες και είναι θεατρινισμός ο αγώνας ενάντια στην καταδυνάστευσή τους; Μήπως κάποιο άτομο από τη συλλογικότητά τους, το οποίο λυπάται που “δεν είναι σε θέση” να τους στηρίξει, ενώ είναι ακόμη σε θέση να γυροφέρνει συχνά-πυκνά με τους δράστες; Μήπως κάποιος γνωστός που ισχυρίζεται ότι δεν μπορεί να τα βάλει με τους δράστες, είτε επειδή δεν είναι καν φίλοι, είτε ακριβώς επειδή είναι φίλοι; Μήπως οι διοργανωτές της εκδήλωσης στην οποία συνέβη το περιστατικό – εκείνοι που λένε ότι δεν γνωρίζουν τι έγινε, ενώ παράλληλα κάνουν ό,τι μπορούν για να μη μάθουν ποτέ κάτι; Μήπως το φιλαράκι στη μουσική μπάντα που ισχυρίζεται ότι μπορεί να καταλάβει “και τις δύο πλευρές”, ή που αποφεύγει εντελώς να πάρει θέση, σαν να μην πρόκειται για έναν γαμημένο πόλεμο; Έχουμε δει απολογητές των βιασμών ακόμη και να αντιστρέφουν εντελώς την έννοια της αυτονομίας των επιζώντων και να ισχυρίζονται ότι, εφόσον δεν έχουν λάβει σαφείς οδηγίες από τους επιζώντες, δεν έχουν άλλη επιλογή πέρα απ’ το να συνεχίσουν εντελώς ανεπιφύλακτα τη φιλία τους με τους δράστες! Αληθινά αποκαλυπτική λοιπόν δεν είναι τόσο η σιωπή των ίδιων των επιζώντων, όσο είναι η σιωπή όλων εκείνων που βρίσκονται στον περίγυρό τους. Όταν κανένας δεν ορθώνει το ανάστημά του, οι επιζώντες δεν μπορούν παρά να υποθέτουν ότι θα έχουν την ίδια αντιμετώπιση όπως και όλοι οι άλλοι επιζώντες πριν από αυτούς.

Αν διευρύνουμε τον ορισμό που δίνουμε για τη “φίμωση”, ώστε να συμπεριλάβουμε και οτιδήποτε συμβάλλει στη διατήρηση της φίμωσης, τότε δεν μιλάμε απλώς για κάποια εντελώς αψυχολόγητα σχόλια. Ενοχοποιούμε, αντιθέτως, ολόκληρη την κουλτούρα μας.

Και η διαδικασία λογοδοσίας; Κακοποίηση, επίθεση και καμιά λογοδοσία – όλα σαν να μη συνέβη τίποτε απολύτως και επιστροφή στην κανονικότητα. Η κανονικότητα όμως διατηρείται πιο αποτελεσματικά μέσω της αδιαφορίας των μαζών, παρά μέσω της βαναυσότητας των κυρίαρχων. Γιατί, παρότι η βία αποτελεί το θεμέλιο πάνω στο οποίο αναπαράγεται η Κουλτούρα του Βιασμού, αυτή καθαυτή η βία ενέχει κάποιους κινδύνους: τα κοινά βιώματα βίας μπορεί να δημιουργήσουν δεσμούς αλληλεγγύης, οι γραμμές σύγκρουσης διαγράφονται πιο καθαρά, και οι άνθρωποι θα αντιδράσουν. Η διαδικασία της κανονικοποίησης επιχειρεί λοιπόν να περιορίσει αυτούς τους κινδύνους, κάνοντας τη βία αόρατη. Οι κραυγαλέοι απολογητές, εκείνοι οι χοντροκέφαλοι βλάκες που ξεστομίζουν τη λέξη “πουτάνα” λες και είναι κάτι κακό και πιστεύουν ότι ο δράστης είναι το θύμα, δεν συμβάλλουν ούτε κατά διάνοια στην κανονικοποίηση τόσο, όσο οι πιο διακριτικοί συνεργοί τους – εκείνοι που δεν λένε κουβέντα για το θέμα. Αυτοί οι πιο εκλεπτυσμένοι απολογητές κυκλοφορούν στους ίδιους χώρους με τους δράστες, βαδίζουν δίπλα τους στις διαδηλώσεις και χορεύουν μαζί στα πάρτι, χωρίς ποτέ να ψελλίσουν ούτε μια λέξη περί διαπροσωπικής βίας. Κι όταν αναγκαστούν να πάρουν θέση, αναστενάζουν και λένε “Το θέμα είναι περίπλοκο…” Ίσως ακόμη και να ισχυριστούν ότι η βία τούς προκαλεί αηδία, παρότι τις περισσότερες φορές απλώς στενοχωριούνται επειδή κάποιος τους διέκοψε απ’ αυτό που έκαναν και τους πίεσε να πάρουν θέση. Κρατούν το κεφάλι τους αποφασιστικά θαμμένο στην άμμο, αλλά οδύρονται λέγοντας “Αν το ήξερα!”

ΕΞΑΠΟΛΥΟΝΤΑΣ ΤΗΝ ΚΑΤΑΣΤΟΛΗ

Αυτή η συνωμοσία της σιωπής επιχειρεί όχι μόνο να σταματήσει τον αγώνα των επιζώντων πριν καν αρχίσει, αλλά και να δείξει ξεκάθαρα στους λίγους επιζώντες που θα αρνηθούν να φιμωθούν τι πρόκειται να τους συμβεί. Μέσα σε μια τέτοια ατμόσφαιρα, μόνο ως πράξη αντίστασης μπορεί να ιδωθεί η απόφαση κάποιων επιζώντων να μιλήσουν ανοικτά για τις εμπειρίες τους. Όμως, όπως συμβαίνει με όλες τις πράξεις αντίστασης, η καταστολή είναι πάντα ένα πιθανό επακόλουθο. Η καταστολή αυτή είναι πιο φινετσάτη από τα γκλομπ των μπάτσων ή τα όπλα των στρατιωτών -παρόλο που κι αυτά στρέφονται εναντίον επιζώντων-και είναι πιο πιθανό να είναι καταστροφική σε νοητικό και συναισθηματικό επίπεδο. Τους φορείς αυτής της καταστολής τούς γνωρίζουμε όχι επειδή φορούν στολές και διακριτικά σήματα, αλλά επειδή είναι οι υποτιθέμενοι σύντροφοι και πρώην φίλοι μας. Πολλοί από εμάς έχουμε συνηθίσει να βλέπουμε μόνο τους μπάτσους σε κατασταλτικό ρόλο 2, που κι αυτοί φυσικά συμβάλλουν αναμφίβολα στην αναπαραγωγή της Κουλτούρας του Βιασμού. Στις ριζοσπαστικές κοινότητές μας, ωστόσο, υποβαθμίζεται συνήθως ο ρόλος που παίζει το κράτος σε αυτή την αναπαραγωγή, αλλά -από την άλλη- γιατί να εμπλέξει το κράτος τους μηχανισμούς του, όταν τόσοι πολλοί αυτοπροσδιοριζόμενοι ως αναρχικοί είναι πρόθυμοι να κάνουν τσάμπα τη δουλειά του.

Όσοι αμφισβητούν τη βαρβαρότητα αυτού του εσωτερικού κατασταλτικού μηχανισμού μάλλον δεν βρέθηκαν ποτέ απέναντί του. Οι “κοινότητες”, στις οποίες οι επιζώντες απευθύνονται συχνά με την προσδοκία ότι θα βρουν υποστήριξη, τις περισσότερες φορές παίρνουν το μέρος των δραστών και στρέφονται αναπάντεχα ενάντια στους επιζώντες. Είναι δύσκολο να δείξουμε με παραδείγματα αυτά που αναγκάστηκαν να υποστούν πάρα πολλοί επιζώντες στα χέρια των δήθεν αναρχικών συντρόφων τους. Αν πούμε απλώς ότι κατασυκοφαντήθηκαν, αυτό απέχει πολύ από την πραγματικότητα. Βεβαίως, όταν μιλάμε γενικά, δεν μπορούμε ποτέ να καλύψουμε πλήρως την πολυπλοκότητα των βιωμάτων του κάθε ατόμου. Μπορούμε όμως να διακρίνουμε συγκεκριμένα μοτίβα συμπεριφοράς στους χώρους των αναρχικών, που όλα αναπαράγουν πιστά τα πρότυπα της κουλτούρας της ευρύτερης κοινωνίας.

2  Για τους περισσότερους αναρχικούς, οι μπάτσοι είναι ένας απρόσωπος εχθρός. Δεν τους βλέπουμε όταν σκεπάζουν τα παιδιά τους τα βράδια, δεν μας λένε αστεία ενώ πίνουμε μαζί μπύρες, δεν είμαστε υποχρεωμένοι να βλέπουμε την αντίφαση της ανθρώπινης φύσης τους. Αυτό όμως δεν ισχύει για τα άτομα που εγκαλούνται για επιθέσεις ή κακοποιήσεις στους κύκλους των αναρχικών – μια πραγματικότητα που πολλοί δράστες χρησιμοποιούν προς όφελός τους.

Ένα λαμπρό παράδειγμα είναι η ηθική εξόντωση των επιζώντων. Διερευνάται εξονυχιστικά κάθε πτυχή της ζωής τους, με αποκλειστικό στόχο την ανακάλυψη κάποιας λεπτομέρειας που θα μπορέσει να χρησιμοποιηθεί εναντίον τους. Αυτές οι λεπτομέρειες -είτε είναι αυθεντικές είτε κατασκευασμένες, όποτε αυτό κρίνεται απαραίτητο- χρησιμοποιούνται συχνά για να ακυρώσουν τη μαρτυρία των επιζώντων όσον αφορά τη βία που έζησαν, και για να αναβαθμίσουν ταυτόχρονα την εικόνα των δραστών. Λίγοι είναι τόσο άγαρμποι ώστε να κατηγορήσουν ευθέως τους επιζώντες ότι ψεύδονται, παρόλο που υπάρχουν περισσότεροι αυτοπροσδιοριζόμενοι ως αναρχικοί απ’ όσοι θα θέλαμε ποτέ να παραδεχτούμε που είναι πρόθυμοι να το κάνουν. Αντί γι’ αυτό, οι πιο πολλοί λένε στην ουσία το ίδιο πράγμα με αναρίθμητες ελαφρές παραλλαγές. Ίσως κάποιοι επιζώντες να μην έκαναν καμιά νύξη για την κακοποίησή τους όσο αυτή συνέβαινε, ίσως να συναίνεσαν εν μέρει -αλλά όχι μέχρι το τέλος- σε κάποια σεξουαλική δραστηριότητα, ίσως να ένιωσαν την ανάγκη να αποκαλύψουν κάποιες εμπειρίες τους αλλά όχι κάποιες άλλες, ίσως να χρειάστηκαν χρόνο για να επεξεργαστούν την τραυματική εμπειρία τους και να την αποκάλυψαν σταδιακά, ίσως να έχουν και δικά τους άλυτα θέματα με την εξουσία ή τα όρια. Μπορούμε να φέρουμε κι άλλα παραδείγματα, αλλά το σημαντικό βέβαια δεν είναι οι ίδιες οι λεπτομέρειες, όσο το πόσο αυτές μπορούν να διαστρεβλωθούν, να αποσπαστούν από το πλαίσιό τους, ή να χρησιμοποιηθούν ώστε να υπονομεύσουν την αξιοπιστία των επιζώντων. Το ιστορικό των επιζώντων, οι εξαρτήσεις τους, οι τρόποι με τους οποίους αντιμετωπίζουν διάφορες καταστάσεις, τα σφάλματά τους, οι ανασφάλειές τους, ακόμη και η πολιτική ταυτότητά τους, όλα γίνονται εύκολος στόχος 3. Κι όταν αυτή η στρατηγική στεφθεί από επιτυχία, οι επιζώντες έχουν δαιμονοποιηθεί και οι δράστες εμφανίζονται ως θύματα ψεμμάτων και επιδέξιων χειρισμών. Ακόμη όμως κι αν αποτύχει ο ολοφάνερος στόχος της δυσφήμισης των επιζώντων στα μάτια της κοινότητας, η ίδια η διαδικασία μπορεί να αναγκάσει τους επιζώντες να απομακρυνθούν από τη συγκεκριμένη κοινότητα. Όταν ξέρεις, μπαίνοντας σε κάποιο χώρο αναρχικών, ότι όλοι σχεδόν έχουν συζητήσει εκτενώς την προσωπική ζωή σου, το να εμφανιστείς και μόνο μπορεί να είναι ένα αξεπέραστο εμπόδιο, ανεξάρτητο από τα συμπεράσματα στα οποία κατέληξαν οι παρευρισκόμενοι. Κάποιοι επιζώντες νιώθουν την ανάγκη να προλάβουν αυτή την εξέλιξη και εμπλέκονται σε διαπραγματεύσεις με τους επικριτές τους. Αυτό οδηγεί συχνά στο να τους ζητώνται “αποδείξεις” ή λεπτομέρειες για την επίθεση ή την κακοποίηση που βίωσαν. Αυτή η τραυματική διαδικασία αποτελεί μία ακόμη επίθεση στους επιζώντες, και συχνά τροφοδοτεί παρά αποδυναμώνει την ενδοκοινοτική σύγκρουση.

Καθώς η ένταση αυξάνεται, αρχίζει να εξαπλώνεται. Άτομα που προηγουμένως δεν είχαν εμπλακεί, και που πιθανόν να μην γνωρίζουν ούτε τους επιζώντες ούτε τους δράστες, παγιδεύονται στους ολοένα και πιο έντονους καβγάδες, κι έτσι διαταράσσεται η λειτουργία ολόκληρης της κοινότητας. Η κανονικότητα έχει πια διαρραγεί, και ο κατασταλτικός μηχανισμός δεν έχει πλέον τίποτε να χάσει αν δεν δείξει αυτοσυγκράτηση. Αναρχικοί, που κάτω από άλλες συνθήκες θα περιγελούσαν τη φιλελεύθερη λογική, στρέφονται τώρα σ’ αυτή για να βρουν στηρίγματα. “Αυτός ο διχασμός μάς κάνει κακό!” ωρύονται. Ωστόσο, γι’ αυτό το διχασμό δεν κατηγορούν ποτέ τους δράστες ή τις πράξεις τους, αλλά τους επιζώντες επειδή επιμένουν ότι η τραυματική εμπειρία τους δεν μπορεί να μείνει αναπάντητη. Τους κατηγορούν ότι διασπούν την κοινότητα και ότι, τελικά, υπονομεύουν “τον αγώνα”. Αυτή η τελευταία μομφή πρέπει να τονιστεί ιδιαίτερα. Τώρα ξεκαθαρίζει η προηγούμενη απορριπτική στάση της ευρύτερης κοινότητας, που μόνο με αιχμές υπαινισσόταν ότι “ο αγώνας” απλώς δεν εμπεριέχει τους επιζώντες και τις ανάγκες τους, και όλοι αντιλαμβάνονται ότι αυτοί οι αγώνες είναι στην πραγματικότητα εκ διαμέτρου αντίθετοι. Με άλλα λόγια -και για να είμαστε απολύτως σαφείς- όσοι αναρχικοί θεωρούν ότι ο αγώνας τους υπονομεύεται από τους επιζώντες, συμμετέχουν στην ουσία σ’ έναν αγώνα κατά των επιζώντων και υπερασπίζονται εμπράκτως την Κουλτούρα του Βιασμού. Παρομοιάζουν συχνά τον αγώνα των επιζώντων με “κυνήγι μαγισσών”, όταν οι ίδιοι έχουν περισσότερα κοινά με τους δημίους παρά με όσους καίγονται δεμένοι σε πασσάλους.

3  Με τον ίδιο τρόπο αντιμετωπίζονται συχνά και οι υποστηρικτές των επιζώντων. Στην πραγματικότητα, εστιάζοντας κυρίως στους υποστηρικτές, οι φορείς της καταστολής μπορούν μερικές φορές να συνεχίσουν να προσποιούνται ότι στηρίζουν τους επιζώντες, ενώ παράλληλα σαμποτάρουν κάθε προσπάθεια αυθεντικής υποστήριξής τους. Αυτές οι ελάχιστα καλυμμένες επιθέσεις, που μπορεί να είναι εξαιρετικά επώδυνες για τους υποστηρικτές, πρέπει να αντιμετωπίζονται ως επιθέσεις πρωτίστως κατά των επιζώντων, παρότι είναι έμμεσες. Στα χειρότερα σενάρια, αυτές οι επιθέσεις καταλήγουν σε μια παρακμιακή σύγκρουση των υποστηρικτών της Κουλτούρας του Βιασμού με τους υποστηρικτές των επιζώντων, κάτι που και πάλι βάζει στο περιθώριο τους επιζώντες και τους αποδυναμώνει.

Όπως αναφέραμε προηγουμένως, αν τελικά κάποιοι επιζώντες φιμωθούν πριν μιλήσουν ανοικτά και οι εμπειρίες τους κανονικοποιηθούν μέσα στα πλαίσια της Κουλτούρας του Βιασμού, η καταστολή περιττεύει. Κατά συνέπεια, όταν απουσιάζει η απροκάλυπτη καταστολή, και ταυτόχρονα ούτε οι επιζώντες στηρίζονται ούτε οι δράστες λογοδοτούν, αυτό δεν σημαίνει ότι δεν υφίσταται η Κουλτούρα του Βιασμού, αλλά ακριβώς το αντίθετο. Φανερώνει μια Κουλτούρα Βιασμού τόσο βαθιά ριζωμένη, που θυμίζει κατοχή εδαφών τόσο εδραιωμένη ώστε να περιττεύουν τα τανκς και οι στρατιώτες.

ΑΝ ΔΕΝ ΜΠΟΡΕΙΣ ΝΑ ΤΟΥΣ ΝΙΚΗΣΕΙΣ

Νωρίτερα υπονοήσαμε ότι αυτά τα κατασταλτικά μέτρα μπορούν πράγματι να διαιρέσουν τους πιο μετριοπαθείς απολογητές της Κουλτούρας του Βιασμού, αποδυναμώνοντας έτσι το σύνηθες μέτωπο ενάντια στους επιζώντες. Από την άλλη, τα κατασταλτικά μέτρα μοιάζουν απαραίτητα τουλάχιστον από τη στιγμή που θα διακοπεί η συνήθης διαδικασία κανονικοποίησης. Αλλά αυτό ακριβώς αποτελεί μία από τις μεγαλύτερες αντιφάσεις της Κουλτούρας του Βιασμού: η ίδια, δηλαδή, η βία πάνω στην οποία στηρίζεται για να αναπαραχθεί αυτή η κουλτούρα, αποκαλύπτει σε όλους την αληθινή φύση της. Αυτή η αντίφαση επιλύεται από τις αντισταθμιστικές δυνάμεις των ριζοσπαστικών κοινοτήτων, οι οποίες επιχειρούν να σφετεριστούν την υποστήριξη στους επιζώντες και να τη στρέψουν εναντίον τους. Πολλοί ισχυρίζονται ότι υποστηρίζουν τους επιζώντες, ενώ στην πραγματικότητα υπονομεύουν την αυτονομία τους. Αυτό το επιτυγχάνουν συνήθως εμποδίζοντας τους επιζώντες να πουν οτιδήποτε θα μπορούσε να διασαλεύσει κι άλλο την ενδοκοινοτική ειρήνη, κι έτσι περιορίζουν την πιθανή απήχηση των ανταπαντήσεών τους. Αυτοί οι ψευδο-υποστηρικτές προσπαθούν να διατηρήσουν την εικόνα μιας υποστηρικτικής κοινότητας, ενώ παράλληλα μπλοκάρουν τον οποιοδήποτε πραγματικά κριτικό διάλογο εντός της κοινότητας. Ως εργαλεία τους χρησιμοποιούν τόσο τον λόγο, όσο και τις οργανωτικές δομές των επιζώντων και των υποστηρικτών τους, τα οποία αφενός σφετερίζονται για να τα αποδυναμώσουν, και αφετέρου διαστρεβλώνουν ώστε να επωφεληθούν οι ίδιοι από τον αγώνα των επιζώντων.

Αρχικά, θεωρήθηκε απαραίτητο να επινοηθούν νέες λέξεις και νέα εννοιολογικά πλαίσια για τη χρήση αυτών των λέξεων, καθώς δεν προϋπήρχε η απαραίτητη ορολογία ώστε οι επιζώντες να μπορούν έστω και μόνο να μιλήσουν για τις εμπειρίες τους. Δυστυχώς, όμως, οι λέξεις αλλάζουν εύκολα νοήματα και τώρα βλέπουμε τους αναπόφευκτους περιορισμούς μιας προσέγγισης που δίνει μεγάλο βάρος στις λέξεις. Κάποτε, οι ριζοσπαστικοί κύκλοι προωθούσαν τη χρήση της λέξης “δράστης”, προσπαθώντας να αποφύγουν το στίγμα που κουβαλούσαν πιο ωμές λέξεις. Το κυρίαρχο τότε θεωρητικό πλαίσιο της Επανορθωτικής Δικαιοσύνης έδινε έμφαση στην ικανότητα των ατόμων να αλλάζουν. Οι λέξεις “βιαστής” ή “καταχραστής εξουσίας” κάθε άλλο παρά τόνιζαν αυτές τις αξίες, και πολλοί πίστευαν ότι παγίδευαν τους βιαστές και τους καταχραστές εξουσίας στους ρόλους τους – όπως ακριβώς θα μπορούσε και η περιγραφή των επιζώντων ως “θύματα” να παγιδεύσει τους επιζώντες στη στιγμή της καθυπόταξης, εφόσον δεν τονίζει τη δύναμη και την επιμονή τους. Τώρα βέβαια έχουμε απέναντί μας ένα νέο κύμα ακτιβιστών κατά της βίας, οι οποίοι ωρύονται ότι η λέξη “δράστης” είναι στιγματισμένη και προωθούν τον ακόμη πιο μετριοπαθή όρο “επιβλαβές άτομο”. Ίσως όμως έχει φτάσει η ώρα να αντιληφθούμε πως το γεγονός ότι δεν δέχονται όλοι ότι οι δράστες είναι ικανοί να αλλάξουν οφείλεται περισσότερο στις πράξεις των δραστών, παρά στις λέξεις που χρησιμοποιούμε για να αναφερθούμε σ’ αυτούς. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν πρέπει να επιλέγουμε στρατηγικά τις λέξεις μας, ή ότι δεν πρέπει να τις χρησιμοποιούμε εμπρόθετα. Σημαίνει απλώς ότι η ολοφάνερη εμμονή μας με τις λέξεις έχει σοβαρά μειονεκτήματα. Στην καλύτερη περίπτωση, παγιδευόμαστε στο φαύλο κύκλο της αναζήτησης των κατάλληλων λέξεων και δεν ασχολούμαστε με τις πιο ουσιαστικές ανεπάρκειές μας. Στη χειρότερη περίπτωση, αυτή η εμμονή συντηρεί την εξουσιαστική δυναμική της Κουλτούρας του Βιασμού, ρίχνοντας το φταίξιμο στους επιζώντες και τους υποστηρικτές τους, και όχι στους δράστες και τους απολογητές τους.

Αυτή η παράδοξη ανατροπή, όπου η άρνηση των δραστών να λογοδοτήσουν αποδίδεται -εν μέρει, τουλάχιστον- στα αδύναμα σημεία των ανταπαντήσεων των επιζώντων, είναι μια συνηθισμένη στρατηγική των αντισταθμιστικών δυνάμεων της Κουλτούρας του Βιασμού. Ανεξάρτητα έντυπα (φανζίν) και μπροσούρες απαριθμούν διάφορες στρατηγικές για να λογοδοτήσουν οι δράστες, χωρίς να βρεθούν σε θέση άμυνας. Στην πραγματικότητα, όμως, πρόκειται για στρατηγικές που διευκολύνουν την αμυντική στάση των δραστών, καθώς δεν αναγνωρίζουν ούτε στιγμή το γεγονός ότι η αμυντική στάση δεν μπορεί να επιβληθεί σ’ ένα άτομο από άλλα άτομα. Είναι μια αντιδραστική στάση, που αν δεν την αντιληφθούμε ως τέτοια και δεν την επεξεργαστούμε, δεν μπορεί ποτέ να είναι ουσιαστική η οποιαδήποτε διαδικασία λογοδοσίας. Με άλλα λόγια, πολλοί χρησιμοποιούν τη λέξη “αμυντικός” δίχως ποτέ να αναρωτηθούν “αμυντικός απέναντι σε τι;”

Πολλοί επιζώντες βέβαια, προεξοφλώντας την αμυντική στάση των δραστών και τους κατασταλτικούς μηχανισμούς που αυτή ενεργοποιεί, χρησιμοποιούν βραχυπρόθεσμα αυτές τις στρατηγικές προς όφελός τους -είτε για να ξεκινήσει ο διάλογος, είτε για να ζητήσουν άμεσα μέτρα προστασίας-, δίχως να στοχεύουν στην αλλαγή της συμπεριφοράς των δραστών. Δεν θέλουμε να αμφισβητήσουμε τις επιλογές των επιζώντων, ούτε να αποτρέψουμε τη διάδοση ενδεχομένως χρήσιμων στρατηγικών (γιατί, φυσικά, μόνον οι ίδιοι οι επιζώντες μπορούν να κρίνουν τη χρησιμότητα της οποιασδήποτε προσέγγισης). Ανησυχούμε, ωστόσο, όταν η διευκόλυνση της αμυντικής στάσης των δραστών -ή των στρατηγικών που αυτή συνεπάγεται- χρησιμοποιείται από τους ψευδο-υποστηρικτές, είτε για να περιορίσουν τις πιθανές επιλογές των επιζώντων, είτε για να κατακρίνουν εκ των υστέρων κάποιες επιλογές των επιζώντων με τις οποίες διαφωνούν. Οι συζητήσεις για το πώς πρέπει να αποκαλούνται οι δράστες σπάνια εστιάζουν στις ανάγκες των επιζώντων, και ο προβληματισμός “Πώς να μη βρεθούν οι δράστες σε θέση άμυνας” χρησιμοποιείται προσχηματικά για την επαναφορά της συζήτησης στις ανάγκες των δραστών. Επιπλέον, όταν πια ζητηθεί από τους δράστες να λογοδοτήσουν, μια παρόμοια στρατηγική χρησιμοποιείται και για να υπονομευθεί η υποστήριξη στους επιζώντες. Οι ψευδο-υποστηρικτές μάς διαβεβαιώνουν αδιάκοπα ότι έχουν θυμώσει, όχι επειδή ζητήθηκε από τους δράστες να λογοδοτήσουν, αλλά εξαιτίας “του τρόπου” με τον οποίο τους ζητήθηκε αυτό. Το ότι κάποιοι επιζώντες θα μιλήσουν ανοικτά για τις εμπειρίες τους μοιάζει να θεωρείται τελικά ένα θέμα πιο επίμαχο και καταστροφικό από τη βία αυτών καθαυτών των εμπειριών τους, για την οποία οι συζητήσεις είναι συγκριτικά πολύ λιγότερες. Υπερβολικά απορροφημένοι από την ανάγκη τους να διατηρηθεί μια τεχνητή ενδοκοινοτική ειρήνη, οι ψευδο-υποστηρικτές δεν φαίνεται να σκέφτονται ούτε στιγμή το ότι οι τρόποι με τους οποίους τοποθετούνται δημόσια οι επιζώντες ίσως να αντανακλούν τις ανάγκες τους. Γι’ άλλη μια φορά, μάλιστα, βλέπουμε τη φιλελεύθερη λογική να διεισδύει στον τρόπο σκέψης των ψευδο-υποστηρικτών: η επίμονη αποκήρυξη των επιζώντων που αντιστέκονται στις πιέσεις τους, ο ισχυρισμός τους παράλληλα ότι σιχαίνονται την Κουλτούρα του Βιασμού, και ταυτόχρονα η μεγαλύτερη δυνατή καταστολή τού αγώνα ενάντιά της, θυμίζει εκείνους τους φιλελεύθερους που ισχυρίζονται ότι συμφωνούν με τις δίκαιες διαμαρτυρίες των διαδηλωτών, ενώ την ίδια στιγμή αποδοκιμάζουν κάθε είδους ενεργή διαμαρτυρία για την επίλυση των προβλημάτων. Ωστόσο, όταν οι φιλελεύθεροι γκρινιάζουν ότι οι εντάσεις και οι ακρότητες σαμποτάρουν τους αγώνες, οι αναρχικοί γνωρίζουν πολύ καλά πως το πραγματικό πρόβλημα είναι ότι οι αγώνες δεν έχουν ακόμη κλιμακωθεί αρκετά.

Όπως αναφέραμε νωρίτερα, όλα αυτά εντάσσονται στη γενικότερη στρατηγική της διατήρησης της εξουσιαστικής δυναμικής που στηρίζει την Κουλτούρα του Βιασμού. Τα σχετικά παραδείγματα είναι αναρίθμητα. Ακόμη και η ίδια η λογοδοσία μπορεί να γίνει δίκοπο μαχαίρι, καθώς οι ριζοσπαστικές κοινότητες διαχωρίζουν συχνά τη λογοδοσία από τη θέση που κατέχει στο ευρύτερο πλαίσιο της Επανορθωτικής Δικαιοσύνης. Την παρουσιάζουν, δηλαδή, ως τη μοναδική ανταπάντηση στην άσκηση βίας από άτομα του κοντινού περιβάλλοντος, αποφεύγοντας παράλληλα οποιαδήποτε περαιτέρω προσπάθεια για την πρόληψη της βίας πριν καν συμβεί. Αυτή η ψευδο-υποστήριξη αντιμετωπίζει ως δευτερεύον θέμα τις ανάγκες των επιζώντων σε σχέση με το θέμα του χειρισμού των δραστών, δίνοντας πάλι προτεραιότητα στις ανάγκες των δραστών και συντηρώντας το εξουσιαστικό πρότυπο. Η όποια μικρή υποστήριξη παρέχεται στους επιζώντες αναπαράγει συχνά την ίδια δυναμική. Ένα από τα πιο συνηθισμένα μοντέλα υποστήριξης, αυτό της υποβολής αιτημάτων στους δράστες 4, αφήνει πάλι τα πάντα στα χέρια των δραστών – ειδικά όταν δεν υπάρχει σχέδιο έκτακτης ανάγκης για την περίπτωση που οι δράστες αρνηθούν να συνεργαστούν. Οι επιζώντες που επενδύουν συναισθηματικά σ’ αυτά τα μοντέλα υποστήριξης για την αντιμετώπιση των τραυματικών εμπειριών τους, νιώθουν συχνά συντετριμμένοι όταν τα αιτήματά τους δεν οδηγούν σε κάποιο αποτέλεσμα ή -ακόμη χειρότερα- όταν υποδαυλίζουν μια καινούργια ομοβροντία επιθέσεων εναντίον τους από τους δράστες και τις κατασταλτικές δυνάμεις. Είναι εξαιρετικά αποκαλυπτικό το ότι επικρατούν αυτά τα μοντέλα υποστήριξης των επιζώντων στους χώρους των αναρχικών, παρόλο που είναι ευρέως παραδεκτό ότι τα αιτήματα είναι στην ουσία άχρηστα αν δεν συνοδεύονται από την απειλή άσκησης βίας.

Πέρα από το γενικότερο ρόλο της λογοδοσίας, αυτή καθαυτή η διαδικασία της μπορεί να αναστραφεί και να χρησιμοποιηθεί εναντίον των επιζώντων. Συχνά εγκαταλείπεται η αρχή της αυτονομίας των επιζώντων -που κάποτε αποτελούσε το θεωρητικό υπόβαθρο της όλης διαδικασίας- και η λογοδοσία μετατρέπεται σε μια αναποτελεσματική επίλυση της σύγκρουσης με βάση φιλελεύθερες λογικές. Εφόσον οι δράστες δεν πληροφορούνται ξεκάθαρα κάτω από ποιο πνεύμα καλούνται να λογοδοτήσουν, παραμένουν σε θέση ισχύος. Γιατί, ναι μεν ο στόχος εξακολουθεί να είναι η αποκατάσταση των δραστών -συνήθως και η μελλοντική συμμετοχή τους στην κοινότητα-, αλλά τώρα οι ψευδο-υποστηρικτές, έχοντας αναστρέψει τη διαδικασία της λογοδοσίας, μπορούν να επιτύχουν το στόχο τους εις βάρος των επιζώντων και να επιχειρήσουν να ορίσουν την “αποκατάσταση” των δραστών με τον πιο βολικό γι’ αυτούς τρόπο. Στις πιο ακραίες περιπτώσεις, η διαδικασία της λογοδοσίας ξεκινάει παρά τη ρητά εκφρασμένη αντίθετη επιθυμία των επιζώντων, ως μια προσπάθεια νομιμοποίησης των δραστών στα μάτια της υπόλοιπης κοινότητας. Με το πρόσχημα ότι το κάνουν “θέμα της κοινότητας”5, οι ψευδο-υποστηρικτές έχουν τη δυνατότητα, όχι μόνο να πάρουν τον έλεγχο της κατάστασης από τα χέρια των επιζώντων, αλλά και να παρουσιάσουν όσους επιζώντες αρνούνται να συνεργαστούν (μέσω της αποδυνάμωσής τους) ως εμπόδια για τη λογοδοσία. Απ’ αυτή ή κάποια παρόμοια τακτική, απορρέει και η ανησυχητικά συνηθισμένη φάρσα όπου οι ψευδο-υποστηρικτές πληροφορούν τους επιζώντες ότι οι δράστες πράγματι “επεξεργάστηκαν τις μαλακίες τους”.

4   Σε κάποιες περιπτώσεις, οι επιζώντες υποβάλλουν αιτήματα και στην ευρύτερη κοινότητα, με εξίσου απογοητευτικά αποτελέσματα

Σε λιγότερο ακραίες περιπτώσεις, στη διαδικασία της λογοδοσίας επιτρέπεται να συμμετέχουν και οι επιζώντες, αλλά μόνον εφόσον δεν ξεφεύγουν από τα όρια που έχουν θέσει οι ψευδο-υποστηρικτές. Τα αντίποινα εις βάρος των δραστών, σωματικά ή άλλου είδους, αποκλείονται κατηγορηματικά. Ακόμη κι όταν οι επιζώντες θέτουν το ζήτημα της προσωπικής ασφάλειάς τους -επειδή θα αναγκαστούν, για παράδειγμα, να βρεθούν στον ίδιο χώρο με τους δράστες- το ζήτημα αυτό επαφίεται στην κρίση των ψευδο-υποστηρικτών. Γι’ άλλη μια φορά, μάλιστα, βλέπουμε να στρέφεται ο ριζοσπαστικός λόγος εναντίον των επιζώντων, καθώς οι ψευδο-υποστηρικτές είτε διαστρεβλώνουν τα αιτήματά τους για ασφαλή χώρο μέσα στις κοινότητες παρομοιάζοντάς τα με σωφρονιστικό σύστημα (με τη δικαιολογία ότι οι επιζώντες δεν έχουν ως μοναδικό στόχο τους την αποκατάσταση των δραστών, ή ότι “τιμωρούν” τους δράστες), είτε τα ονομάζουν απροκάλυπτα προσπάθειες “εξοστρακισμού” των δραστών. Βεβαίως, η ανειλικρίνεια των ψευδο-υποστηρικτών αποκαλύπτεται σε όλους όταν χρησιμοποιούν αυτές ακριβώς τις ανησυχίες τους για να εξοστρακίσουν από την κοινότητα όχι τους δράστες, αλλά τους επιζώντες.

5   Αυτό δεν σημαίνει ότι τα θέματα άσκησης βίας από άτομα του κοντινού περιβάλλοντος δεν πρέπει να απασχολούν την κοινότητα. Σημαίνει ότι, αν μια κοινότητα δεν υποκρίνεται, θα προσπαθήσει να ενδυναμώσει τους επιζώντες και να ενθαρρύνει την αυτονομία τους. Άτομα που θεωρούν ότι τα συμφέροντά τους συγκρούονται με τα συμφέροντα των επιζώντων, δεν ανήκουν προφανώς σε μια αναρχική κοινότητα και αποτελούν εχθρική φρουρά ανάμεσά μας.

Ο ρόλος που παίζουν οι δράστες σ’ αυτή την ανεστραμμένη διαδικασία λογοδοσίας 6 αναπαράγει την ισχύ τους. Σε κάποιες περιπτώσεις, οι δράστες επιτρέπεται να θέτουν αιτήματα στους επιζώντες, ή -αλλιώς- να θέτουν κριτήρια για να δεχτούν οι ίδιοι να λογοδοτήσουν. Με άλλα λόγια, οι δράστες ή οι απολογητές τους ανταπαντούν πολύ συχνά στο γεγονός ότι εγκλήθηκαν να λογοδοτήσουν υποβάλλοντας αμυντικά δικές τους “εγκλήσεις”. Σε αυτή την περίπτωση, όπως αναλύσαμε προηγουμένως, οι δράστες κατηγορούν τους επιζώντες για οποιοδήποτε τυχόν σφάλμα τους, πραγματικό ή επινοημένο αν δεν υπάρχει κάποιο αληθινό παράπτωμα. Οι ψευδο-υποστηρικτές, αντί να αποκηρύξουν αυτές τις οικτρές προσπάθειες διασυρμού των επιζώντων ως ηθικά απαράδεκτα τερτίπια των δραστών για να χειριστούν την κατάσταση, συμμετέχουν συνήθως και οι ίδιοι στις εξωφρενικές εγκλήσεις των δραστών να “λογοδοτήσουν” οι επιζώντες 7. Έχοντας λοιπόν αναβαθμιστεί ηθικά, με συνεργούς τους ψευδο-υποστηρικτές, οι δράστες μπορούν πλέον να αλλάξουν ανεμπόδιστοι την ίδια τη φύση της διαδικασίας της λογοδοσίας. Αυτό που ξεκίνησε ως έγκληση για λογοδοσία θυμίζει περισσότερο διαπραγμάτευση, αφού η συμμετοχή των δραστών εξαρτάται από την ανταπόκριση των επιζώντων στα αιτήματά τους. Κάποια απ’ αυτά τα αιτήματα πιθανόν να είναι βάσιμα, αλλά η ουσία δεν βρίσκεται φυσικά στο αν είναι ή δεν είναι βάσιμα, όσο στο τι ρόλο παίζουν στα πλαίσια της υπονόμευσης του αγώνα των επιζώντων. Οι επιζώντες πρέπει τώρα, όχι μόνο να λογοδοτήσουν στους δράστες και να τους πείσουν, αλλά να ξανακερδίσουν και την υποστήριξη της κοινότητας. Όσοι επιζώντες δεν θέλουν ή δεν μπορούν να υπερβούν όλα αυτά τα εμπόδια, δεν έχουν την παραμικρή ελπίδα να βρουν το δίκιο τους. Σε μια τελική αλλοίωση της διαδικασίας της λογοδοσίας, θα κατηγορηθούν οι ίδιοι οι επιζώντες για την τυχόν αποτυχία της, επειδή υποτίθεται ότι δεν ήταν πρόθυμοι να “βρεθεί μια λύση”. Αν η κατάσταση φτάσει σ’ αυτό το σημείο, η αποκαλούμενη “Επανορθωτική Δικαιοσύνη” έχει πλέον διαστρεβλωθεί τόσο πολύ που απλώς αποκαθιστά την εξουσιαστική δυναμική της Κουλτούρας του Βιασμού, η οποία είχε διακυβευθεί από τον αγώνα των επιζώντων.

6   Βεβαίως, από τη στιγμή που έχει αναστραφεί, δεν πρόκειται πλέον για μια πραγματική διαδικασία λογοδοσίας. Όπως κι αν την ονομάσουν οι ψευδο-υποστηρικτές -διαμεσολάβηση, επίλυση σύγκρουσης, διαδικασία αντιμετώπισης τραυματικών εμπειριών- το αποτέλεσμα δεν θα είναι λογοδοσία.

7   Εν τω μεταξύ, οι κατασταλτικές δυνάμεις δεν είναι τόσο διαλλακτικές όσο οι ψευδο-υποστηρικτές, και χρησιμοποιούν αυτές τις αμυντικές καταγγελίες των δραστών αποκλειστικά και μόνο για να επιτεθούν στους επιζώντες. Αυτό ίσως να εξηγεί γιατί πάρα πολλοί επιζώντες εμπλέκονται σε διαπραγματεύσεις με το γελοίο θίασο των ψευδο-υποστηρικτών – αν μη τι άλλο, συγκριτικά μιλώντας, οι ψευδο-υποστηρικτές δεν φαίνονται τόσο κακοί.

ΣΑΠΙΑ ΜΗΛΑ

Ειδικά στις ριζοσπαστικές κοινότητες, οι απολογητές δεν παίρνουν πάντα το μέρος των δραστών. Σε κάποιες περιπτώσεις, αυτό θα ήταν τόσο κραυγαλέο που θα κατέστρεφε την εικόνα τους ως “αναρχικών”. Γι’ άλλη μια φορά, όμως, τους σώσει η φιλελεύθερη ιδεολογία. Όπως ακριβώς οι απολογητές της αστυνομικής βαρβαρότητας επιμένουν ότι αυτή οφείλεται σε “λίγα σάπια μήλα”, επιχειρώντας με αυτό το πρόσχημα να αποφύγουν τη δομική ανάλυση του θεσμού ή του κοινωνικού ρόλου της αστυνομίας, έτσι και οι απολογητές της Κουλτούρας του Βιασμού θυσιάζουν στο βωμό της κάποιον συγκεκριμένο δράστη μετατρέποντάς τον σε αποδιοπομπαίο τράγο. Λένε ότι νιώθουν αηδία για τον δράστη, ή καυχώνται ότι πλέον δεν του μιλούν, λες κι αυτά αποδεικνύουν την “υποστηρικτική” στάση τους. Αλλά, φυσικά, η αποδοκιμασία των πράξεων των δραστών δεν σημαίνει αυτόματα αντίστοιχη υποστήριξη στους επιζώντες. Μερικές φορές, για παράδειγμα, η δυσφήμηση των δραστών γίνεται παρά την αντίθετη επιθυμία των επιζώντων, ενώ άλλες φορές εξοστρακίζονται τόσο οι δράστες όσο και οι επιζώντες, αφού ο κατασταλτικός μηχανισμός συνεχίζει να εφαρμόζει τα εξουσιαστικά πρότυπα παρότι οι δράστες δεν είναι πλέον παρόντες 8. Έχει ασκηθεί αλλού πολύ σοβαρή κριτική όσον αφορά την προσέγγιση που εμφανίζει ως μοναδική απάντηση τον απλό εξοστρακισμό των δραστών. Θέλουμε ωστόσο να τονίσουμε ότι η προσέγγιση αυτή προστατεύει στην ουσία την Κουλτούρα του Βιασμού, καθώς αποφεύγει να αντιπαρατεθεί ευθέως μαζί της. Δαιμονοποιώντας τους δράστες, οι απολογητές αντιμετωπίζουν τις αρνητικές πτυχές της Κουλτούρας του Βιασμού ως κάτι έξω από αυτούς, ως κάτι που δεν τους αφορά. Προβάλλοντας τα πάντα πάνω σ’ έναν και μοναδικό δράστη (ή, ίσως, και σε όλους τους δράστες), οι απολογητές αποφεύγουν να αναλύσουν τις κοινωνικές σχέσεις που παράγουν δράστες, και -κυρίως- το δικό τους ρόλο σε αυτή τη διαδικασία. Ξεχωρίζοντας λίγα σάπια μήλα, ξεχνούν το γεγονός ότι ολόκληρο το κλαδί είναι σάπιο.

Με τη δαιμονοποίηση των δραστών παρακάμπτεται επίσης το θέμα της υποστήριξης των επιζώντων, και επιχειρείται μια επίλυση του προβλήματος (όπως λ.χ. με τον απλό εξοστρακισμό των δραστών) η οποία δεν αγγίζει το θέμα των αναγκών των επιζώντων.

8   Σε κάποιες περιπτώσεις, ωστόσο, οι επιζώντες επιθυμούν πράγματι τον εξοστρακισμό των δραστών. Είναι μια αντίδραση αποδεκτή και κατανοητή που πρέπει να γίνεται σεβαστή. Άλλωστε, η ανάλυση των εξουσιαστικών συστημάτων δεν αποκλείει την απόρριψη των δραστών.

Έτσι όμως αποκαλύπτεται την αληθινή προτεραιότητα της Κουλτούρας του Βιασμού, αφού η μετατροπή κάποιων δραστών σε αποδιοπομπαίους τράγους αφήνει ανέπαφες τις καταπιεστικές κοινωνικές δομές. Αντιθέτως, όσοι επιζώντες καταφέρνουν να αντιπαρατεθούν με επιτυχία στις καταπιεστικές κοινωνικές δομές, απειλούν αυτά καθαυτά τα θεμέλιά τους. Μέσα στα πλαίσια της Κουλτούρας του Βιασμού, οι δράστες έχουν τόση αξία, όση έχουν και οι πεζοί στρατιώτες σε οποιονδήποτε ιμπεριαλιστικό στρατό – θυσιάζονται αβασάνιστα αν είναι απαραίτητο, γιατί αυτό που πρέπει να διατηρηθεί με κάθε κόστος είναι βεβαίως η καθυπόταξη των επιζώντων και η διατήρησή τους σε μια αέναη κατάσταση θυματοποίησης. Άλλωστε, όπως συμβαίνει και στην περίπτωση της αυτοκρατορικής κυριαρχίας, μόνο μέσω της καθυπόταξης μπορεί να αναπαραχθεί η Κουλτούρα του Βιασμού.

ΠΟΛΕΜΩΝΤΑΣ ΤΗΝ ΚΟΥΛΤΟΥΡΑ ΤΟΥ ΒΙΑΣΜΟΥ

Οι τρόποι εκδήλωσης και αναπαραγωγής της Κουλτούρας του Βιασμού είναι εξαιρετικά περίπλοκοι και δεν μπορούν να εξηγηθούν ή να τεκμηριωθούν πλήρως. Οι πρόχειρες γενικεύσεις και οι υπεραπλουστεύσεις που παρουσιάσαμε εδώ, δεν μπορούν να αναπαραστήσουν πιστά τις δυναμικές που βιώνουμε καθημερινά. Παρότι προσπαθήσαμε να κατηγοριοποιήσουμε και να περιγράψουμε με σαφήνεια τις καταπιεστικές δομές, όπως και να τις σχηματοποιήσουμε για να είναι περισσότερο αναγνωρίσιμες, στην πραγματικότητα τα πιο πολλά άτομα ταλαντεύονται ανάμεσα σε διαφορετικούς ρόλους. Ακόμη κι αυτοί που σε κάποιες περιπτώσεις ξεπερνούν τους κοινωνικούς περιορισμούς και παρέχουν αυθεντική υποστήριξη, σε άλλες περιπτώσεις ενδεχομένως να αποτελέσουν τις πιο ανηλεείς δυνάμεις κρούσης της Κουλτούρας του Βιασμού. Ακόμη και οι ίδιοι οι επιζώντες μπορεί να υιοθετήσουν κατασταλτικούς ρόλους απέναντι σε άλλους επιζώντες, πιστεύοντας ότι έτσι θα έχουν περισσότερες πιθανότητες να ανέβουν άλλο ένα σκαλοπάτι στην ενδοκοινοτική ιεραρχία απ’ ότι αν σταθούν αλληλέγγυοι σε συντρόφους. Οι ρόλοι που υιοθετούν οι άνθρωποι δεν είναι στατικοί και τα συστήματα καταπίεσης δεν είναι παγιωμένα. Δεν είναι συνωμοσιολογικό να μιλάμε για αλληλεπίδραση των δυνάμεων της φίμωσης, της καταστολής και της αντιστάθμισης στα πλαίσια της Κουλτούρας του Βιασμού. Μερικές φορές, οι δυνάμεις αυτές δρουν χώρια, καθώς δεν συμφωνούν πάντα ώστε να ορίζουν κοινή στρατηγική ή να μοιράζουν τα καθήκοντά τους. Ωστόσο, η συνεργασία τους δεν στηρίζεται τόσο στις συμμαχίες αυτές καθαυτές, όσο στα κοινά συμφέροντα. Όσοι έχουν κοινά συμφέροντα, θα καταλήξουν σε παρόμοια συμπεράσματα, ή θα παλέψουν για την επίτευξη παρόμοιων στόχων, δίχως να χρειαστεί καν να συνεργαστούν. Αυτό δείχνει ότι η Κουλτούρα του Βιασμού δεν είναι απλώς μια ασαφής έννοια, αλλά μια χειροπιαστή πραγματικότητα η οποία οδηγεί κάποια άτομα στο -συνειδητό ή όχι- συμπέρασμα ότι είναι προς όφελός τους η φίμωση των επιζώντων, η συνεργία τους στη συνεχιζόμενη καθυπόταξη των επιζώντων, ή η ενεργή εκμηδένιση του αγώνα των επιζώντων.

Η κριτική ότι οι άνθρωποι “κάνουν απλώς το πιο εύκολο” θέτει μεν αυτό το πρόβλημα, αλλά το αποδίδει σε στιγμές προσωπικής ηθικής αδυναμίας. Επιπλέον, αυτή η κριτική παρακάμπτει το προφανές ερώτημα: γιατί οι ριζοσπαστικές κοινότητές μας εξακολουθούν να είναι έτσι δομημένες ώστε η υποστήριξη των επιζώντων να μην είναι “το πιο εύκολο”; Τι την κάνει δύσκολη; Μια πιο πραγματιστική διερεύνηση των τρόπων με τους οποίους αντιμετωπίζουμε τη διαπροσωπική βία, που δεν θα επικεντρώνεται στις πολιτικές απόψεις ή την ευπρέπειά μας αλλά στις συνθήκες της πραγματικής ζωής μας -για παράδειγμα, στις κοινωνικές εξαρτήσεις μας (λ.χ. με ποια άτομα έχουμε στενές σχέσεις, συγκατοικούμε, οργανωνόμαστε από κοινού, ποια είναι τα υποστηρικτικά δίκτυά μας, τι μας περιορίζει, πώς θα επηρεαστούν όλα αυτά αν υποστηρίξουμε πράγματι κάποιον επιζώντα;)- θα μπορούσε να μας διαφωτίσει περισσότερο για το πώς τα συμφέροντά μας εξαρτώνται και διαμορφώνονται από την Κουλτούρα του Βιασμού.

Στην πραγματική ζωή, λοιπόν, ο βασικός ελαφρυντικός παράγοντας πιθανόν να είναι η ισχύς: τόσο η ενδοκοινοτική ισχύς των επιζώντων, όσο και η αντίστοιχη ισχύς των δραστών παίζουν, δηλαδή, καταλυτικό ρόλο στη διαμόρφωση της αντίδρασης μιας κοινότητας. Όταν κάποιος δράστης έχει πολύ μικρή ισχύ συγκριτικά με την ισχύ ενός επιζώντα, ή όταν ο δράστης δεν είναι καν μέλος της κοινότητας, το τυπικό σόου υποστήριξης δεν έχει κάποιο ιδιαίτερο κόστος, κι έτσι συντηρείται το φιλάνθρωπο λούστρο της Κουλτούρας του Βιασμού. Αλλά αυτές οι περιπτώσεις είναι οι εξαιρέσεις στον κανόνα. Συχνά ακούγονται φωνές που προτρέπουν να μην παρεμποδίζεται η υποστήριξη των επιζώντων από την ενδοκοινοτική ισχύ των δραστών, αλλά σπάνια διερευνάται αυτή καθαυτή η θέση ισχύος, καθώς και ο πιθανός συσχετισμός της με τη διαπροσωπική βία (η οποία, άλλωστε, αποτελεί μια ωμή έκφραση ισχύος). Όταν δεν γίνεται αυτός ο συσχετισμός, είναι σαν να ρωτάμε αν η κότα κάνει το αβγό ή το αβγό την κότα, και κατόπιν να επιμένουμε ότι η κότα και το αβγό δεν συσχετίζονται. Είναι ιδιαίτερα αξιοπερίεργο το γεγονός ότι συναντάμε αυτό το τυφλό σημείο μεταξύ αναρχικών, με δεδομένη την αντίθεση των αναρχικών προς όλες τις μορφές ιεραρχικής εξουσίας.

Συμπερασματικά, η οποιαδήποτε ουσιαστική ανάλυση των τρόπων εκδήλωσης της Κουλτούρας του Βιασμού πρέπει να συμπεριλαμβάνει μια ανάλυση των εξουσιαστικών σχέσεων που κυβερνούν τις ζωές μας. Σε αυτές τις εξουσιαστικές σχέσεις συμπεριλαμβάνονται, όχι μόνο οι ιεραρχίες -τυπικές ή άτυπες- που εξακολουθούν να υπάρχουν ακόμη και στους κύκλους των αναρχικών, αλλά και τα ευρύτερα εξουσιαστικά συστήματα που τις εμποτίζουν, όπως λ.χ. η πατριαρχία, η φυλετική κυριαρχία των λευκών, η εκμετάλλευση, η ανωτερότητα των σωματικά και ψυχικά υγιών, και ούτω καθεξής. Επίσης, αφενός πρέπει να αντιληφθούμε τη θέση που κατέχει δικαιωματικά η Κουλτούρα του Βιασμού στην καπιταλιστική κοινωνία, και αφετέρου πρέπει να αναγνωρίσουμε την Κουλτούρα του Βιασμού ως ένα μηχανισμό κοινωνικού ελέγχου, δεδομένου ότι ενισχύει αυτά τα συστήματα εξουσίας και κυριαρχίας, τα οποία με τη σειρά τους την αναπαράγουν. Στη συνέχεια, πρέπει να υπονομεύσουμε τους ιεραρχικούς διαχωρισμούς οι οποίοι, από τη μια διευκολύνουν τη διαπροσωπική βία αυτή καθαυτή, και από την άλλη μορφοποιούν τα συμφέροντα εκείνων που είναι σε θέση να ανταπαντήσουν στη διαπροσωπική βία. Πολλοί αναρχικοί απορρίπτουν -και ορθώς πράττουν- την ομφαλοσκόπηση της θεωρίας της “Πολιτικής Ταυτοτήτων”. Ωστόσο, είναι πρωταρχικής σημασίας για την ουσιαστική αντίστασή μας μια οξυδερκής ανάλυση των εξουσιαστικών συστημάτων, των τρόπων με τους οποίους αυτά τα συστήματα δίνουν προνόμια σε κάποιους από εμάς καταπιέζοντας παράλληλα κάποιους άλλους, καθώς και του πώς οι εμπειρίες μας από αυτά τα εξουσιαστικά συστήματα επηρεάζουν τους τρόπους με τους οποίους τα αντιμαχόμαστε. Για να αντεπιτεθούμε με επιτυχία στην Κουλτούρα του Βιασμού, πρέπει να χτυπήσουμε στις ρίζες της αυτή την Εξουσία.

Η ΕΙΚΟΝΑ ΤΗΣ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑΣ

Πολλοί πασιφιστές ακτιβιστές, ξεκινώντας από μια προβληματική θέαση των κοινοτήτων, υποστηρίζουν ότι οι επιζώντες έχουν μια κοινωνική βάση στην οποία μπορούν να στραφούν για υποστήριξη – λένε, με άλλα λόγια, ότι υπάρχει ένα υποστηρικτικό δίκτυο που δεν επηρεάζεται από τα εξουσιαστικά συστήματα στα οποία μόλις αναφερθήκαμε. Αυτοί οι ακτιβιστές είτε δεν ορίζουν τις κοινότητες στις οποίες αναφέρονται, είτε δίνουν κάποιον ιδιαίτερα ασαφή ορισμό. Είναι η κοινότητά μας κάποιος γεωγραφικός χώρος, όπως λ.χ. η γειτονιά στην οποία ζούμε; Είναι μια κοινή ταυτότητα ή κάποια κοινά βιώματα, όπως το να είναι κανείς κουήαρ (queer) ή μαύρος; Είναι τα άτομα με τα οποία περνάμε το χρόνο μας, όπως η οικογένεια, οι συνάδελφοι ή οι φίλοι μας; Μια κοινότητα μπορεί να είναι ένας συνδυασμός όλων των παραπάνω, αλλά κανένα απ’ όλα αυτά δεν συνεπάγεται ότι η υποστήριξη είναι δεδομένη.

Αυτό που συχνά εννοούμε όταν μιλάμε για “αναρχικές κοινότητες” περιγράφεται ίσως με μεγαλύτερη ακρίβεια αν πούμε ότι πρόκειται για νεολαιίστικες υποκουλτούρες 9. Λόγω της μεταβλητής και εφήμερης φύσης τους, δεν διαθέτουν τα απαιτούμενα εφόδια για το μακροπρόθεσμο εγχείρημα της ίασης τραυματικών εμπειριών. Επιπλέον, τόσο η εξάρτηση όσο και η ενίσχυση της Κουλτούρας του Βιασμού από άλλα εξουσιαστικά συστήματα θέτει μια ιδιαίτερη πρόκληση στις κατά κύριο λόγο λευκές, μεσαίας τάξης, και συχνά ανδροκρατούμενες αναρχικές κοινότητες της Βόρειας Αμερικής. Αυτές οι κοινότητες είναι συχνά υπερβολικά συμβιβασμένες λόγω της προνομιούχας θέσης των μελών τους, και επομένως υπερβολικά δουλοπρεπείς απέναντι στα διάφορα εξουσιαστικά συστήματα για να ρισκάρουν την οποιαδήποτε ουσιαστική επίθεση εναντίον τους. Σε αυτές τις περιπτώσεις, οι αναρχικές “κοινότητες” δεν είναι προφανώς ριζοσπαστικοί χώροι απ’ όπου μπορεί κανείς να εξαπολύσει επιθέσεις, αλλά αντιδραστικά μορφώματα που θέλουν να συνθλίψουν αυτές τις επιθέσεις. Μόνο κατ’ εικόνα, δηλαδή, είναι “αναρχικές” και “κοινότητες”.

Πολλοί αναρχικοί δεν αντιλαμβάνονται καν τη σημασία και τις διασυνδέσεις ανάμεσα στη συνοχή μιας κοινότητας και την επίθεση στα συστήματα καταπίεσης, και όσοι από εμάς το αντιλαμβανόμαστε σπάνια το αξιοποιούμε πέρα από τα λόγια. Επιπλέον -και ίσως αυτό να είναι ακόμη πιο σημαντικό- συχνά υποθέτουμε λανθασμένα ότι οι στόχοι της “επίθεσής” μας βρίσκονται έξω από εμάς. Όταν μιλάμε εδώ για επίθεση, δεν εννοούμε τη σχεδόν μιλιταριστική προσέγγιση με μοναδικούς στόχους την καταστροφή της ιδιοκτησίας και τις μάχες σώμα με σώμα – μια θέση που προωθείται ιδιαίτερα στους χώρους των αναρχικών. Επίθεση είναι κυρίως η διαδικασία μέσω της οποίας συνειδητοποιούμε τις δυνάμεις που μας καταπιέζουν και προσπαθούμε να τις καταστρέψουμε. Το θέμα της βίας -το τι απαιτείται, δηλαδή, για την καταστροφή των συστημάτων της Εξουσίας- σε μεγάλο βαθμό δεν εξαρτάται από εμάς. Με τους μόνιμους στρατούς του και τις μυριάδες φυλακές, ο καπιταλισμός έχει καταστήσει εντελώς σαφή τη θέση του σε αυτό το θέμα. Όσοι σύντροφοι ανάμεσά μας κουβαλούν αναπόφευκτα τα μπαγκάζια της φυλετικής κυριαρχίας των λευκών, της πατριαρχίας και της εκμετάλλευσης, όσοι υιοθετούν το ρόλο των απολογητών, ελπίζουμε να μπορέσουν να δουν και τις άλλες δυνατές επιλογές τους. Μπορούν να επιλέξουν να έρθουν μαζί μας. Μπορούν να επιλέξουν, όπως κάναμε κι εμείς, να επιτεθούν σ’ εκείνες τις πλευρές του εαυτού τους που αναπαράγουν τον παλιό κόσμο και να στηρίξουν την επίθεση ενάντια σε όσους επιλέγουν το αντίθετο. Από αυτήν ακριβώς την επιλογή -μια επιλογή που μας διαχωρίζει από τους εχθρούς μας και μας οδηγεί προς τους συντρόφους μας- πρέπει να ορίζονται οι αναρχικοί. Με βάση αυτή την επιλογή καθίσταται δυνατός ο οποιοσδήποτε ουσιαστικός αγώνας.

  Αν θέλουμε φυσικά να τις περιγράψουμε όπως ακριβώς είναι, και όχι να τις ορίσουμε σύμφωνα με τις φαντασιώσεις μας.

“Οι κατεστραμμένοι άνθρωποι είναι επικίνδυνοι. Ξέρουν ότι μπορούν να επιβιώσουν”.

Από το μυθιστόρημα “Damage” της Ιρλανδής συγγραφέως Josephine Hart (1942-2011), που μετέφερε στον κινηματογράφο το 1992 ο Λουί Μαλ. (σ.τ.μ.)