Η τραγική ιστορία του πρώτου καταγεγραμμένου ίντερσεξ προσώπου
Μια ημέρα, πίσω στο 1860, η 21 ετών Χέρκιουλιν Μπάρμπιν πήγε στον γιατρό με έναν έντονο πόνο χαμηλά στη βουβωνική χώρα. Το ραντεβού αυτό άλλαξε όλη της ζωή ριζικά κι όχι προς το καλύτερο. Είχε πάει στο γιατρό για να ανακουφιστεί απλώς από τον πόνο, αλλά έφυγε με μια συγκλονιστική διάγνωση. Παρ’ ότι κατά τη γέννησή της είχε αναγνωριστεί ως γυναίκα, στην πραγματικότητα ήταν ίντερσεξ.
Τα ίντερσεξ άτομα τότε και μέχρι αρκετά πρόσφατα αποκαλούνταν ερμαφρόδιτα αλλά ο όρος έχασε τη δημοτικότητά του καθώς θεωρήθηκε παραπλανητικός αλλά και ότι στιγμάτιζε τα άτομα αυτά. Στα ελληνικά χρησιμοποιήθηκε ανεπίσημα και ο όρος μεσοφυλικός αλλά κυριαρχεί ο όρος ίντερσεξ.
Πίσω στα μέσα του 19ου αιώνα και στην επαρχιακή Γαλλία τα στοιχεία του ερμαφροδιτισμού – έστω – δεν ήταν πολύ γνωστά. Η αποδοχή της Μπάρμπιν – ενός ίντερσεξ ατόμου που είχε περάσει τις δυο πρώτες δεκαετίες της ζωής της ως γυναίκα (και όλοι συνέχιζαν να την αναγνωρίζουν ως τέτοια) δεν ήταν προτεραιότητα.
H Χέρκιουλιν γεννήθηκε το 1838, στο Σεντ Ζαν Ντ’ Ανζελί, μια μικρή πόλη στη δυτική Γαλλία (σημ: ως ημέρα γέννησης της έχει οριστεί η 8η Νοέμβρη που σήμερα αποτελεί και την παγκόσμια ημέρα για τα δικαιώματα των ιντερσεξ ατόμων). Ο πατέρας της πέθανε λίγο μετά τη γέννα της. Η Μπάρμπιν μέσω μια φιλανθρωπικής υποτροφίας παρακολούθησε ένα οικοτροφείο κοριτσιών. Η μητέρα της ήταν φτωχή κι όταν η Μπάρμπιν μεγάλωσε αρκετά την έβαλε να δουλεύει μαζί της ως υπηρέτρια σε πλούσια σπίτια κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού.
Όταν μπήκε στην εφηβεία, sύμφωνα με το αφιέρωμα του timeline.com, οι αλλαγές που επήλθαν στο σώμα της είχαν ως αποτέλεσμα να την αποξενώσουν οι συμμαθήτριές της. ‘Τα χαρακτηριστικά μου είχαν μια σκληρότητα που δύσκολα δεν θα παρατηρούσε κανείς’, έγραψε η ίδια στο ημερολόγιό της. Ανέπτυξε μεγάλη τριχοφυΐα στα μάγουλα, το σαγόνι και πάνω από τα χείλη της. Τις έκοβε με ψαλίδι για να μην τραβάει την προσοχή και να αποφύγει τις κοροϊδίες. Έχοντας επίγνωση των διαφορών της από τα άλλα κορίτσια φορούσε μακριά ρούχα για να μην φαίνονται οι τρίχες στα χέρια της και απέφευγε το κολύμπι με τους φίλους της στην παραλία.
Την έλκυαν οι γυναίκες. Στα 18 της χρόνια έγινε δασκάλα και ερωτεύτηκε μια συνάδελφό της, τη Σάρα. Ζήτησε να τη βοηθήσει με το φόρεμά της (αυτά τα αποσπάσματα του ημερολογίου της είναι ιδιαίτερα ρομαντικά: ‘θα την έντυνα και με μια ανυποψίαστη ευτυχία θα χαλάρωνα τις χαριτωμένες μπούκλες των φυσικά κυματιστών μαλλιών της’) και η οικειότητα μεταξύ τους προχώρησε. Μέχρι που έγινε σχέση. Η δημόσια αγάπη τους που χαρακτηριζόταν από εγκαρδιότητα, φιλιά και τρυφερούς χαρακτηρισμούς έγινε αντικείμενου περιέργειας και σχολιασμού στο σχολείο και την κοινότητα. Στο τέλος για να προστατεύσει την φήμη της οικογένειας η μητέρα της Σάρα τις διέταξε να το τελειώσουν. Συνέχισαν ως εραστές, αν και πιο διακριτικά. Αυτό που σηματοδότησε το τέλος της σχέσης ήταν το μοιραίο ραντεβού με το γιατρό.
Στην πρώτη επίσκεψη της Μπάρμπιν ο γιατρός δεν μπορούσε να κρύψει την έκπληξή του για την ασάφεια της φυσιολογίας της ασθενούς του. Αυτό που ακολούθησε ήταν εξετάσεις επί εξετάσεων από πλήθος γιατρών με μοναδικό σκοπό να προσδιοριστεί το φύλο της. Ο κύκλος αυτός των εξετάσεων άφησε πίσω του πλήθος λεπτομερών ιατρικών αρχείων, από τα οποία και γνωρίζουμε τη φυσιολογία της Μπάρμπιν. Είχε κατά τα φαινόμενα μεγάλα χείλη, γυναικεία ουρήθρα, κόλπο ιδιαίτερα ρηχό που δεν οδηγούσε σε τράχηλο ή μήτρα. Οι γιατροί παρατήρησαν ‘ένα είδος αδιάτρητου πέους που θα μπορούσε να είναι μια εξαιρετικά πολύ ανεπτυγμένη κλειτορίδα’. Βρήκαν επίσης όρχεις στις δυο πλευρές των χειλέων της Μπάρμπιν (στην πραγματικότητα ένα «διαιρεμένο όσχεο»). Τελικά κατέληξαν ότι τα αντρικά χαρακτηριστικά κυριαρχούσαν και καθόρισαν την Μπάρμπιν ως άντρα.
Αυτό που ακολούθησε ήταν γραφειοκρατία. Οι γιατροί κανόνισαν να αλλάξει το νομικό της καθεστώς και να αναγνωριστεί ως άντρας. Πρότειναν το Άμπελ Μπάρμπιν ως πιο αρρενωπό για την αντικατάσταση του Αλεξίνα που μέχρι τότε χρησιμοποιούσε. Η μητέρα της Σάρα έμεινε έκπληκτη από τα αποτελέσματα και ένιωσε συμπόνια για τον φίλο – πλέον – της κόρης της. Παρ’ όλα αυτά η σχέση αυτή τελείωσε.
Στη συνέχεια ξεκίνησαν τα δύσκολα. Στην αρχή σχεδόν κανείς δεν αναγνώριζε τον Άμπελ στην πρώτη εμφάνισή του στην εκκλησία με αντρικά ρούχα. Σύντομα έγινε το θέμα συζήτησης ολόκληρης της πόλης. Η μεταμόρφωση της Μπάρμπιν, όπως την αποκαλούσαν, έγινε επίσης το αγαπημένο θέμα κουτσομπολιού στην παραλία. Μερικοί κουτσομπόληδες, όπως λέει η ίδια, ‘με είδαν σαν έναν αληθινό Δον Ζουάν, κι έλεγαν ότι είχα φέρει παντού ντροπή και ατιμία κι ότι κέρδισα από την κατάστασή μου καθώς την χρησιμοποίησα για να συνάπτω κρυφά ερωτικές σχέσεις με γυναίκες’.
Ο Τύπος της εποχής φυσικά ασχολήθηκε με το θέμα κι εφημερίδες ακόμη και του Παρισιού άρχισαν να γράφουν για το ‘κορίτσι που ήταν, απλά, ένας νεαρός άνδρας’. Το ότι σήμερα γνωρίζουμε την ιστορία της Μπάρμπιν το οφείλουμε στον Μισέλ Φουκό, ο οποίος ανακάλυψε τα ημερολόγιά της στα αρχεία του Τμήματος Δημόσιας Υγιεινής τη δεκαετία του ’70. Περιγράφει την ιστορία ενός ατόμου που βρέθηκε ‘υπό την τυραννία της κοινωνίας για το φύλο και την αναπόφευκτη επιμονή ότι κάθε άτομο πρέπει να έχει ένα. Και οι επιλογές ήταν μόνο δύο’.
Μέχρι τα τέλη της τρίτης δεκαετίας της ζωής της, η Μπάρμπιν αναζητούσε μόνιμη δουλειά αλλά την απέρριπταν επανειλημμένα. Μάλιστα μια γυναίκα την έκρινε πολύ αδύναμη για να γίνει ακόλουθος. (‘Δυστυχώς έλεγε την αλήθεια’, γράφει η Μπάρμπιν). Μέχρι το τέλος της ζωής της, η Μπάρμπιν έζησε στην απόλυτη μοναξιά, στη σκοτεινή σοφίτα ενός κτιρίου σε μια φτωχική γειτονιά του Παρισιού.
Βρέθηκε νεκρή στα 30 της μόλις χρόνια, τον Φεβρουάριο του 1868. Αυτοκτόνησε εισπνέοντας τους καπνούς μια καρβουνόσομπας. Ήταν το θύμα μιας κοινωνικής κατασκευής που δεν είχε καθόλου χώρο για εκείνη.
Τα ημερολόγιά της βρέθηκαν πάνω σε ένα τραπέζι. Ήταν το ένα από τα συνολικά τέσσερα έπιπλα της Μπάρμπιν. Οι τελευταίες τις λέξεις ήταν για την ‘παράξενη και διπλή ύπαρξή της’. Στον κόσμο που την απέρριψε, την εξευτέλισε και στο τέλος την λυπήθηκε, έγραψε:
‘Πρέπει κανείς να σας λυπάται περισσότερο από εμένα, ίσως. Κοιτάζω από ψηλά την απόλυτη μιζέρια σας, από τη γειτονιά των αγγέλων. Διότι, όπως είπατε, η θέση μου δεν είναι στη στενή σας σφαίρα. Εσείς έχετε τη γη, εγώ έχω απεριόριστο χώρο. Αλυσοδεμένοι εκεί κάτω με τα χιλιάδες δεσμά των χυδαίων υλικών σας αισθήσεων, τα πνεύματά σας δεν μπορούν να βυθιστούν σε αυτόν τον απέραντο Ωκεανό του απεριόριστου, όπου χαμένη για μια ημέρα στις άγονες ακτές σας, η ψυχή μου πίνει βαθιά’.
* Κεντρική Φωτογραφία: Que me veux tu? (Τι θέλεις από μένα;), 1929 – Φωτογραφία του Κλοντ Καχούν (Μουσείο Μοντέρνας Tέχνης του Παρισιού)