Απολύεσαι, δεν απολύεσαι! | Το βασανιστήριο της σταγόνας

Διηγείται η: Thiliakaikompos

Περιοχή: Αθήνα, Οκτώβριος 2017

Εργοδότης: Όμιλος εταιριών

 

Θα γίνουν, μας είπαν, περικοπές, γύρω στα 10 άτομα πρέπει να ξηλωθούν, κλείνει το τμήμα, κλείνει και η πόρτα για εσάς. Ίσως, λένε, κάποιοι/ες να απορροφηθούν σε άλλο κομμάτι του ομίλου, σε άλλη κοντινή εταιρία, σε άλλο πόστο, με νέα καθήκοντα. Ίσως και όχι βέβαια. Δε ξέρουν πότε, θα δείξει. Απλά ανάψαν το φιτίλι και περιμένεις το μπαμ, απλά δε ξέρεις πόσο μήκος έχει αυτό το γαμημένο το φιτίλι.

Το να φλερτάρεις με την ανεργία είναι αφόρητα ψυχοφθόρο. Το να είσαι σε μία κατάσταση αναμονής για το αν θα μείνεις ή θα φύγεις όμως, είναι σαν το βασανιστήριο με τη σταγόνα του νερού που πέφτει στο μέτωπό σου, πλοπ, πλοπ κάθε λεπτό. Θα με διώξουν ή θα με απορροφήσουν; Πλοπ, πλοπ.  Κι αν με απορροφήσουν, πού θα με πάνε; Πλοπ, πλοπ. Και αν δε θέλω να πάω εκεί, τότε τι; Ας με απολύσουν, καλύτερα. Πλοπ. Θα δικαιούμαι όμως αποζημίωση αν απολυθώ; Πλοπ, πλοπ. Δε μπορώ να χαρίσω την αποζημίωση ρε. Πλοπ. 11 γαμημένα χρόνια. Πλοπ.

Εδώ να σημειώσουμε πως μετά από 11 χρόνια εργασίας στην ίδια εταιρία, συμβαίνουν δύο πράγματα ταυτόχρονα μέσα σου, δύο έντονα αντιφατικά συναισθήματα. Πρώτον, έχεις πλέον ένα αίσθημα δυσφορίας στο λαιμό,κάτι σαν ξερό βήχα που σε ενοχλεί ή σαν αρρωστημένο φλέμα γρίπης που σε ταλαιπωρεί επίμονα. Έχεις σιχαθεί τόσο τη ρουτίνα των πραγμάτων, των ανθρώπων, των καθηκόντων και του ίδιου σου του εαυτού ως εργαζόμενου, που για κάθε ένα ένσημο που προστίθεται στην καρτέλα σου, εσύ νιώθεις πως χάνεις λίγο ακόμα από το απόθεμα της ενέργειάς σου. Το δεύτερο σημαντικό και αντιφατικό αίσθημα που βιώνεις είναι αυτό του «δεσίματος». Νιώθεις εθισμένος σε αυτή την κατάσταση, όπως ένας εραστής που παραμένει σε μία «νεκρή σχέση» από συνήθεια, χωρίς κανένα ίχνος απόλαυσης. Νιώθεις πως η παλαιότητά σου σε χρήζει «λιγότερο αναλώσιμο», πιστεύεις πως αυτό το «ουδείς αναντικατάστατος» δε ταιριάζει σε σένα.

Γιατί; Γιατί μέσα σε αυτό το κτίριο νιώθεις το κάθισμα της λεκάνης στο wc του ορόφου πιο οικείο και από αυτό του πατρικού σου.

Όπως και να έχει, 11 χρόνια είναι πολλά! Είναι τόσα που άλλαξε ο αριθμός από το πρώτο κεράκι της τούρτας γενεθλίων σου. Επένδυσες αρκετή ζωή εκεί μέσα και πλέον είναι μέρος σου, αυτοί.

Πλοπ.

Πέρασαν 4 μέρες και ακόμα τίποτα! Ποιος θα μείνει, ποιος θα φύγει; Παρ’ όλη την ασάφεια της «ανακοίνωσης», το κλίμα δεν είναι καθόλου ασαφές. Επικρατεί ένα δυσοίωνο, βεβιασμένο χαμόγελο ανάμεσα στους υποψήφιους προς αποχώρηση ή προς απορρόφηση. Άλλοι επιλέγουν να δουλέψουν σκληρότερα από ποτέ για να κερδίσουν πόντους, άλλοι συνειδητοποιούν πώς «το ματσάκι δε σώζεται στις καθυστερήσεις» και απλά αράζουν.

Πλοπ, πλ…..ώπα, τηλέφωνο! «Θα πας να να δώσεις μία εσωτερική συνέντευξη, στο τμήμα τάδε γιατί σε θέλουν.»

Ναι ρε. Σκουπίζεις το νερό από το μέτωπο και ανασκουμπώνεσαι.

Ξέρεις ποιο είναι το πιο δυνατό συναίσθημα που λανθασμένα βιώνεις εκείνη την ώρα; Η ικανοποίηση του εγωισμού σου. Όχι ανακούφιση, μα ικανοποίηση, ναι. Δεν είναι τόσο που μόλις σου έκαναν χαλάστρα στη φάση σου με την ανεργία, πάνω που είχες μόλις στήσει το CV σου μετά από άπειρη σπαζοκεφαλιά, μα είναι που «σε θέλουν». Ο εγωισμός σου φουσκώνει, νομίζεις αυτό που δεν έπρεπε ποτέ να νομίσεις: ΌΤΙ ΜΕΤΡΑΣ για αυτούς.

Στιγμιαίες σκέψεις βέβαια όλα αυτά. Σε λίγο αρχίζει και πάλι η σταγόνα στο μέτωπο. Θα την πάρω τη θέση; Θα μου αρέσει; Πλοπ, πλοπ. Θα τα καταφέρω; Πλοπ.

Ξέρουν τη δουλειά σου, ξέρουν ποιος είσαι. 11 χρόνια συνεργάζεστε, έχουν πει τόσα καλά για σένα. Προφανώς «αδράξαν» την ευκαιρία να σε διεκδικήσουν εαυτέ μου. Πλοπ. Ή απλά θέλουν να εκμεταλλευτούν την εμπειρία σου. Μμμμ; Πλοπ. Ίσως να τρέφουν και ένα σεβασμό προς το έργο που επιτελείς τόσα χρόνια εκεί μέσα.

Σε ελεεινά φιλικό τόνο,  ανάμεσα σε γέλια και αβρότητες, αυτό δεν είναι πια συνέντευξη, είναι καφές και τσιγάρο με φίλους. Άκου! Καμία σταγόνα. Με θέλουν και θέλουν να «αξιοποιήσουν» τις δυνατότητες μου. Ρε μπας και χαραμιζόμουν τόσο καιρό;

Δε σου λένε ναι, ούτε και όχι. Θα το σκεφτούν και θα επανέλθουν.

Πλοπ, πλοπ.

Και εκεί στα όρθια, μετά το πέρας της συνέντευξης, σε ρωτάνε και κάτι έτσι, αυθόρμητα, τάχα μου μέσα στα ανοιχτά πλαίσια της οικειότητας.

«Νιόπαντρη είσαι εσύ, ε; Έχετε βάλει μπροστά για παιδάκι;»

11 χρόνια, 3.300 εργάσιμες μέρες.

Έχεις αρρωστήσει γι αυτούς, έχεις τσακωθεί με τον άνθρωπο σου εξαιτίας τους, έχεις τρακάρει από τα νεύρα σου εξαιτίας τους, έχεις διαβάσει αξημέρωτα για να γίνεις καλύτερη στη δουλειά σου, έχεις τρίξει τα δόντια σου στον ύπνο σου από το άγχος σου, έχεις αναβάλει εκδρομές, διακοπές, έχεις αναρωτηθεί μήπως τελικά είσαι αχάριστη, μήπως φταις εσύ; Πλοπ.

Νόμιζες πως σε θέλουν;

Νόμιζες πως σε σέβονται;

Το μόνο που έχει σημασία λοιπόν είναι το πόσο είναι ή όχι πιθανό να κάνεις παιδί και να λείψεις 6 μήνες με πλήρη μισθό.

11 χρόνια «δεσίματος» διαλύθηκαν μπροστά στον τρόμο μιας φουσκωμένης κοιλιάς. Δεν είσαι υπάλληλος, δεν είσαι «asset», δεν είσαι «valuable member», δεν  είσαι καν το αποτέλεσμα μίας αξιολόγησης απόδοσης. Είσαι ο μισθός σου επί 6 μήνες άδεια τοκετούς, σε ευρώ.

Μετά τα 30, αν δεν έχεις ήδη παιδιά, είσαι ένα μητρώο στο ΙΚΑ που έχει στο πλάι δύο θαυμαστικά,  ένα για την ηλικία σου και ένα για τον βαθμό επικινδυνότητας να γίνεις μάνα!

«Καλή απόδοση υπαλλήλου με 11ετή προϋπηρεσία» VS «ΑΛΕΡΤ: Μπορεί η υπάλληλος να αποφασίσει πως θέλει παιδιά!!!».

Πλοπ. Πλοπ. Να τους στείλω στο διάολο; Πλοπ. Μα είναι μεγάλη η αποζημίωση! Και είναι τρομαχτική η πουτάνα η ανεργία, αυτή της κρίσης. Πλοπ. Με θέλουν; Πλοπ. Τους θέλω; Πλοπ.