Φεμινιστική ταξική πάλη
Οι ταξικές διαφορές και ο τρόπος με τον οποίο διαιρούσαν τις γυναίκες ήταν θέμα συζήτησης μέσα στο φεμινιστικό κίνημα πολύ πριν τη φυλή. Στους κυρίως λευκούς κύκλους του νεοσύστατου κινήματος απελευθέρωσης των γυναικών η πιο εξόφθαλμη διάκριση μεταξύ των γυναικών ήταν η τάξη. Οι λευκές γυναίκες της εργατικής τάξης αναγνώρισαν πως οι ταξικές ιεραρχίες ήταν υπαρκτές εντός του κινήματος. Έτσι συγκρούσεις προέκυψαν μεταξύ της μεταρρυθμιστικής οπτικής της γυναικείας απελευθέρωσης, που βασικά απαιτούσε ίσα δικαιώματα για τις γυναίκες μέσα στην υπάρχουσα ταξική δομή, και της πιο ριζοσπαστικής ή και επαναστατικής, που ζητούσε μια θεμελιώδη αλλαγή στην υπάρχουσα δομή, ώστε μοντέλα αμοιβαιότητας και ισότητας να αντικαταστήσουν τις παλιές ιδεολογίες. Όμως, καθώς το φεμινιστικό κίνημα προχώρησε και οι προνομιούχες ομάδες καλά μορφωμένων λευκών γυναικών άρχισαν να αποκτούν ισότιμη πρόσβαση στη ταξική εξουσία με τους άνδρες όμοιους τους, η φεμινιστική ταξική πάλη [ΣτΜ από λάθος στην αντιγραφή του αγγλικού κειμένου λείπουν οι τελευταίες γραμμές του κειμένου]
Από την εμφάνιση του κινήματος, γυναίκες από προνομιούχες τάξεις ήταν σε θέση να κάνουν όσα τις αφορούσαν «κύριο» θέμα στο οποίο έπρεπε να εστιάσουν, εν μέρει γιατί ήταν η ομάδα των γυναικών που είχε τη δημόσια προσοχή. Αυτές προσέλκυαν τα μαζικά μέσα. Τα θέματα που αφορούσαν κυρίως τις γυναίκες της εργατικής τάξης δεν αναδεικνύονταν από τα κυρίαρχα μέσα ενημέρωσης. Η Betty Friedman στο The Feminist Mystique προσδιόρισε «το πρόβλημα δίχως όνομα» ως την απογοήτευση που ένιωθαν οι γυναίκες με το να είναι περιορισμένες και υποταγμένες στο σπίτι ως νοικοκυρές. Ενώ αυτό το θέμα παρουσιάζονταν ως μια κρίση για τις γυναίκες, στη πραγματικότητα ήταν κρίση μόνο για μια μικρή ομάδα καλά μορφωμένων λευκών γυναικών. Ενώ εκείνες παραπονιόνταν για τους κινδύνους του περιορισμού στο σπίτι, μια μεγάλη πλειονότητα γυναικών της χώρας ανήκαν στο εργατικό δυναμικό. Και πολλές από αυτές τις εργαζόμενες γυναίκες, που εργάζονταν εξοντωτικά ωράρια για χαμηλούς μισθούς, ενώ ακόμη έκαναν όλη τη δουλειά στο σπίτι, θα έβλεπαν το δικαίωμα να μείνουν στο σπίτι ως «ελευθερία».
Δεν ήταν η διάκριση των φύλων ή σεξιστική καταπίεση που κρατούσε τις προνομιούχες γυναίκες όλων των φυλών από το να εργαστούν έξω από το σπίτι, ήταν το γεγονός πως οι δουλειές που θα ήταν διαθέσιμες για αυτές θα ήταν οι ίδιες χαμηλά αμειβόμενες, μη εξειδικευμένες εργασίες ανοικτές για όλες τις γυναίκες. Ομάδες της ελίτ καλά μορφωμένων γυναικών επέλεγαν να μείνουν σπίτι παρά να κάνουν το είδος της δουλειάς που μεγάλος αριθμός γυναικών της μικροαστικής και εργατικής τάξης έκαναν. Περιστασιακά, μερικές από αυτές τις γυναίκες αψηφούσαν το κανόνα και εργαζόταν εκτός σπιτιού, κάνοντας πράγματα πολύ κάτω από τις ικανότητες τους και αντιμετωπίζοντας αντίσταση από συζύγους και οικογένεια. Η αντίσταση αυτή ήταν που ανέδειξε το θέμα της δουλειάς έξω από το σπίτι ως ζητούμενο και έκανε την αντίσταση προς την πατριαρχία και την απαίτηση ίσων δικαιωμάτων με τους άνδρες της τάξης τους, την πολιτική πλατφόρμα που επέλεξε ο φεμινισμός αντί της ταξικής πάλης.
Από την αρχή, οι μεταρρυθμίστριες λευκές γυναίκες με ταξικά προνόμια είχαν πλήρη επίγνωση πως η εξουσία και η ελευθερία που ήθελαν ήταν η ελευθερία που πίστευαν πως απολάμβαναν οι άνδρες της τάξης τους. Η αντίστασή τους στη πατριαρχική αρσενική κυριαρχία στο οικιακό περιβάλλον τους πρόσφερε μια σύνδεση που μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν για ενωθούν πέρα από τάξεις με άλλες γυναίκες, που είχαν κουραστεί από την αρσενική κυριαρχία. Μόνο όμως οι προνομιούχες γυναίκες είχαν την πολυτέλεια η εργασία έξω από το σπίτι να τους προσφέρει πράγματι ένα εισόδημα που θα τους επέτρεπε να είναι οικονομικά αυτάρκεις. Οι γυναίκες της εργατικής τάξης ήξεραν ήδη πως οι μισθοί που έπαιρναν δεν θα τις απελευθέρωναν.
Οι μεταρρυθμιστικές προσπάθειες από τη πλευρά των προνομιούχων ομάδων γυναικών να αλλάξουν το εργατικό δυναμικό, ώστε οι γυναίκες εργαζόμενες να μπορούν να πληρώνονται περισσότερο και να αντιμετωπίζουν λιγότερη διάκριση και παρενόχληση στο χώρο εργασίας, είχαν θετικό αντίκτυπο στις ζωές όλων των γυναικών. Και τα κέρδη αυτά ήταν σημαντικά. Το γεγονός όμως πως οι προνομιούχες γυναίκες κέρδισαν ταξική εξουσία ενώ μάζες γυναικών ακόμη δεν απολάμβαναν ισότητα στην αμοιβή με τους άνδρες, είναι μια ένδειξη του τρόπου με τον οποίο τα ταξικά συμφέροντα υπερβαίνουν τις φεμινιστικές προσπάθειες να αλλάξουν το εργατικό δυναμικό ώστε οι γυναίκες να μπορούν να απολαμβάνουν ίση αμοιβή για ίση εργασία.
Οι λεσβίες φεμινίστριες διανοούμενες ήταν ανάμεσα στις πρώτες ακτιβίστριες που έθεσαν το ζήτημα της τάξης μέσα στο φεμινιστικό κίνημα, εκφράζοντας τις απόψεις τους με μια κατανοητή γλώσσα. Ήταν μια ομάδα από γυναίκες που δεν είχαν φανταστεί πως έπρεπε να εξαρτώνται σε συζύγους για να τις υποστηρίξουν. Και συχνά είχαν μεγαλύτερη συνείδηση, από τις ετερόφυλες όμοιες της, των δυσκολιών που όλες οι γυναίκες θα αντιμετώπιζαν στο χώρο εργασίας. Στις αρχές της δεκαετίας του 1970, ανθολογίες όπως το Class and Feminism που επιμελήθηκαν η Charlotte Bunch και η Nancy Myron, περιείχαν έργα γραμμένα από γυναίκες από ένα ευρύ φάσμα υποβάθρων που αντιμετώπιζαν το ζήτημα σε φεμινιστικούς κύκλους. Κάθε δοκίμιο έδινε έμφαση στο γεγονός πως η τάξη δεν ήταν απλά θέμα χρημάτων. Στο The Last Straw η Rita Mae (που δεν ήταν διάσημη συγγραφέας εκείνη την εποχή) δήλων ξεκάθαρα:
«Η τάξη είναι κάτι πολύ περισσότερο από τον ορισμό του Marx για τη σχέση με τα μέσα παραγωγής. Η τάξη περιλαμβάνει την συμπεριφορά σου, τις βασικές παραδοχές σου, πώς έχεις μάθει να φέρεσαι, τι περιμένεις από τον εαυτό σου και τους άλλους, την αντίληψη σου για το μέλλον, πως αντιλαμβάνεσαι τα προβλήματα και πως τα λύνεις, πως σκέφτεσαι, αισθάνεσαι, δρας».
Οι γυναίκες αυτές που μπήκαν σε φεμινιστικές ομάδες, που αποτελούταν από διαφορετικές τάξεις, ήταν ανάμεσα στις πρώτες που είδαν πως το όραμα για μια πολιτικής βάσης αδελφότητα όπου όλες οι γυναίκες θα μπορούσαν να ενωθούν για να πολεμήσουν την πατριαρχία δεν θα μπορούσε να αναδυθεί μέχρι να αντιμετωπιστεί το ζήτημα της τάξης.
Το να μπει η τάξη στη φεμινιστική ατζέντα, άνοιξε το χώρο όπου τα σημεία επαφής μεταξύ τάξης και φυλής ήταν φανερές. Μέσα στο θεσμοθετημένο φυλετικό, σεξουαλικό και ταξικό κοινωνικό σύστημα της κοινωνίας μας, οι μαύρες γυναίκες ήταν ξεκάθαρα στο πάτο της οικονομικής πυραμίδας. Αρχικά οι μορφωμένες λευκές γυναίκες από εργατικό περιβάλλον ήταν πιο εμφανείς από τις μαύρες γυναίκες όλων των τάξεων στο φεμινιστικό κίνημα. Ήταν μειονότητα μέσα στο κίνημα, αλλά η φωνή τους ήταν αυτή της εμπειρίας. Ήξεραν καλύτερα από τις προνομιούχες συντρόφισσες τους κάθε φυλής το κόστος της αντίστασης στη φυλετική, ταξική και έμφυλη κυριαρχία. Ήξεραν πως ήταν να παλεύεις να αλλάξεις την οικονομική κατάσταση κάποιου. Ανάμεσα σε αυτές και στις προνομιούχες συντρόφισσές τους υπήρχε μια συνεχής σύγκρουση γύρω από την σωστή συμπεριφορά, γύρω από τα θέματα που θα παρουσιάζονταν σαν θεμελιώδεις φεμινιστικές ανησυχίες. Μέσα στο φεμινιστικό κίνημα γυναίκες από προνομιούχες τάξεις που δεν είχαν ποτέ πριν εμπλακεί σε κινηματικούς αγώνες για ελευθερία, έμαθαν τις βασικές πολιτικές της ταξικής πάλης, ερχόμενες αντιμέτωπες με τα θέματα που έθεταν οι λιγότερο προνομιούχες γυναίκες, και επίσης αποκτώντας στη διαδικασία αποφασιστικότητα και δημιουργικούς τρόπους να αντιμετωπίσουν την σύγκρουση. Παρά την δημιουργική παρέμβαση, πολλές προνομιούχες λευκές γυναίκες συνέχισαν να φέρονται σαν ο φεμινισμός να άνηκε σε αυτές, σαν να ήταν αρχηγοί.
Η κυρίαρχη πατριαρχία ενίσχυσε την ιδέα πως τα ζητήματα των γυναικών από προνομιούχες τάξεις ήταν τα μόνα που άξιζαν προσοχής. Η φεμινιστική μεταρρύθμιση στόχευε να κερδίσει κοινωνική ισότητα για τις γυναίκες εντός της υπάρχουσας δομής. Παρά το σεξισμό μέσα στη τάξη τους, δεν ήθελαν να έχουν τη μοίρα των ανδρών της εργατικής τάξης. Οι φεμινιστικές προσπάθειες να αποκτήσουν οι γυναίκες κοινωνική ισότητα με τους άνδρες της τάξης τους, ταίριαζε απόλυτα με τους φόβους του λευκού σοβινισμού-καπιταλισμού-πατριαρχίας πως η λευκή εξουσία θα αλλοιωνόταν αν μη λευκοί αποκτούσαν ίση πρόσβαση στην οικονομική εξουσία και προνόμιο. Υποστηρίζοντας αυτό που στην ουσία έγινε λευκός σοβινιστικός-ρεφορμιστικός-φεμινισμός επέτρεψε στην κυρίαρχη λευκή σοβινιστική πατριαρχία να μεγαλώσει τη δύναμή της ενώ ταυτόχρονα να υπονομεύσει τις ριζοσπαστικές πολιτικές του φεμινισμού.
Μόνο οι επαναστάτριες φεμινίστριες διανοούμενες εξέφρασαν την οργή τους για αυτή την οικειοποίηση του φεμινιστικού κινήματος. Η κριτική και η οργή μας ακούστηκε στα εναλλακτικά μέσα. Στη συλλογή δοκιμίων της με τίτλο The Coming of Black Genocide, η ριζοσπάστρια λευκή ακτιβίστρια Mary Barfoot δήλωνε με θάρρος:
«Υπάρχουν λευκές γυναίκες, πληγωμένες και θυμωμένες, που πίστευαν πως το γυναικείο κίνημα της δεκαετίας του 70 σήμαινε αδελφότητα, και που αισθάνονται προδομένες από τις γυναίκες που ανεβοκατέβηκαν σε αυτό. Από τις γυναίκες που πήγαν πίσω στο σπίτι, στη πατριαρχία. Αλλά το γυναικείο κίνημα δεν έφυγε ποτέ από το πλευρό του πατέρα Πέους. Δεν υπήρξε κανένας πόλεμος, και δεν υπήρξε καμία απελευθέρωση πήραμε ένα μερίδιο από τα κέρδη της γενοκτονίας και μας αρέσει. Ήμαστε οι Αδελφές της Πατριαρχίας, και πραγματικές υποστηρίκτριες της εθνικής και ταξικής καταπίεσης. Η Πατριαρχία στην απόλυτη μορφή της είναι ο Ευρωιμπεριαλισμός σε παγκόσμια κλίμακα. Αν ήμαστε οι αδελφές του Πέους και θέλουμε αυτό που έχει, τότε στο τέλος υποστηρίζουμε το σύστημα από το οποίο τα απέκτησε όλα.»
Πράγματι, πολύ περισσότερες φεμινίστριες γυναίκες το βρήκαν και το βρίσκουν ευκολότερο να σκέφτονται την αποεπένδυση του λευκού σοβινιστικού τρόπου σκέψης παρά τον ίδιο το ταξικό ελιτισμό τους.
Καθώς οι προνομιούχες γυναίκες απέκτησαν μεγαλύτερη πρόσβαση στην οικονομική εξουσία μαζί με τους άνδρες της τάξης τους, οι φεμινιστικές συζητήσεις δεν ήταν πια συνηθισμένες. Αντίθετα, όλες οι γυναίκες ενθαρρύνθηκαν να δουν τα οικονομικά κέρδη των πλούσιων γυναικών ως θετικό σημάδι για όλες τις γυναίκες. Και καθώς οι προνομιούχοι άνδρες δεν φρόντιζαν ισότιμα το σπίτι, η ελευθερία των προνομιούχων γυναικών όλων των φύλων απαίτησε τη συνεχιζόμενη υποταγή γυναικών της εργατικής και της φτωχής τάξης. Στη δεκαετία του 1990, η σύγκρουση με την υπάρχουσα κοινωνική δομή ήταν το τίμημα για την «γυναικεία απελευθέρωση». Στο τέλος της ημέρας η ταξική εξουσία αποδείχτηκε πιο σημαντική από το φεμινισμό. Και η σύγκρουση αυτή βοήθησε να αποσταθεροποιηθεί το φεμινιστικό κίνημα.
Όταν οι γυναίκες απέκτησαν μεγαλύτερο ταξικό κύρος και εξουσία δίχως να συμπεριφέρονται διαφορετικά από τους άνδρες, οι φεμινιστικές πολιτικές υπονομεύτηκαν. Πολλές γυναίκες αισθάνθηκαν προδομένες. Μεσοαστές και μικροαστές γυναίκες που σπρώχτηκαν ξαφνικά από το ήθος του φεμινισμού να μπουν στο εργατικό δυναμικό δεν αισθάνονταν απελευθερωμένες μόλις βρέθηκαν αντιμέτωπες με τη σκληρή αλήθεια, πως δουλεύοντας έξω από το σπίτι δεν σήμαινε πως η δουλειά στο σπίτι θα μοιράζονταν εξίσου με τους άντρες συντρόφους τους. Τα διαζύγια άνευ πταίσματος αποδείχτηκαν οικονομικά επωφελή πιο πολύ για τους άνδρες παρά για τις γυναίκες. Καθώς πολλές μαύρες γυναίκες και γυναίκες από μειονότητες είδαν τις λευκές γυναίκες από προνομιούχες τάξεις να επωφελούνται περισσότερο από άλλες ομάδες από τα μεταρρυθμιστικά φεμινιστικά κέρδη, το έμφυλο ζήτημα να συνδέεται με την θετική φυλετική δράση, επιβεβαίωσε το φόβο τους πως ο φεμινισμός ήταν στην πραγματικότητα κάτι για την ενίσχυση της λευκής εξουσίας. Η βαθύτερη προδοσία των φεμινιστικών ζητημάτων ήταν η απουσία μαζικών φεμινιστικών διαμαρτυριών εναντίον της κυβερνητικής επίθεσης στις μόνες μητέρες και την καταστροφή του συστήματος πρόνοιας. Οι προνομιούχες γυναίκες, πολλές από τις οποίες αποκαλούν τον εαυτό τους φεμινίστριες, έχουν απλά γυρίσει τη πλάτη τους στην «θηλυκοποίηση της φτώχιας».
Η μόνη πραγματική ελπίδα για τη φεμινιστική απελευθέρωση βρίσκεται στο όραμα της κοινωνικής αλλαγής που αμφισβητεί τον ταξικό ελιτισμό. Οι γυναίκες της δύσης έχουν κερδίσει μεγαλύτερη ταξική εξουσία και μεγαλύτερη φυλετική ισότητα γιατί μια παγκόσμια λευκή σοβινιστική πατριαρχία σκλαβώνει ή υποτάσσει μάζες γυναικών στο τρίτο κόσμο. Στη χώρα αυτή, οι συνδυασμένες δυνάμεις της αναπτυσσόμενης βιομηχανίας των φυλακών και της πρόνοιας που πληρώνουν οι ίδιοι οι εργαζόμενοι σε συνδυασμό με την συντηρητική μεταναστευτική πολιτική, δημιουργούν και επικυρώνουν τις συνθήκες για συμβολαιακή δουλεία. Το τέλος της πρόνοιας θα δημιουργήσει μια νέα υποτάξη γυναικών και παιδιών για να κακοποιηθούν και να γίνουν αντικείμενο εκμετάλλευσης από τις υπάρχουσες δομές κυριαρχίας.
Με δεδομένες τις μεταβαλλόμενες πραγματικότητες της τάξης στη χώρα μας, το αυξανόμενο χάσμα μεταξύ φτωχών και πλουσίων, και τη συνεχιζόμενη θηλυκοποίηση της φτώχιας, χρειαζόμαστε απεγνωσμένα ένα μαζικό ριζοσπαστικό φεμινιστικό κίνημα που μπορεί να χτίσει στη δύναμη του παρελθόντος, συμπεριλαμβανομένων των θετικών κερδών που δημιούργησαν οι μεταρρυθμίσεις, καθώς θα προσφέρει ουσιαστικά ερωτήματα στην υπάρχουσα φεμινιστική θεωρία που έγινε κατανοητή με λάθος τρόπο, ενώ θα μας προσφέρει νέες στρατηγικές. Ιδιαίτερα σημαντικό, ένα κίνημα με όραμα θα έθετε τις βάσεις της δουλειάς του στις βασικές συνθήκες των γυναικών των φτωχών και εργατικών τάξεων.
Το παραπάνω άρθρο είναι σύνοψη μεγαλύτερου κειμένου που περιλαμβάνεται στο βιβλίο της bell hooks “Feminism Is for Everybody: Passionate Politics”, πηγή