Ο επαναστάτης που ήρεμος καπνίζει το τελευταίο τσιγάρο πριν από την εκτέλεσή του… Είμαι ό,τι δεν έζησα
Ο Fortino Samano Μεξικανός υπολοχαγός και υπαρχηγός του Emiliano Zapata στην εξέγερση των φτωχών του 1910 συνελήφθη και εκτελέστηκε το 1917 από τον ομοσπονδιακό στρατό του προέδρου Porfirio Diaz .
Δευτερόλεπτα πριν την εκτέλεσή του ζήτησε ένα τσιγάρο ποζάροντας ακουμπισμένος σε ένα πέτρινο τοίχο, και χαμογελώντας άφοβα στο φακό του βραζιλιάνου φωτογράφου Agustin Victor-Casasola.
Στάση τόσο παράδοξα γενναία για έναν άνθρωπο, που θα αντιμετωπίσει τον θάνατο !!! Οι στίχοι του ομώνυμου υπέροχου τραγουδιού που σκάρωσε ο Θανάσης Παπακωνσταντίνου μοιάζουν με σύντομο θεατρικό σκετσάκι σε τρεις πράξεις και με τρεις διαφορετικούς αφηγητές: τον ίδιο τον Σαμάνο, τον εκτελεστή και .. το τσιγάρο του.
Ο Φορτίνο Σαμάνο καπνίζει και σκέφτεται: Είμαι ό,τι δεν έζησα, είμαι η βροχή που θα ‘ρθει να δροσίσει άγνωστων γυναικών το κορμί. Ο στρατιώτης με τ’ όπλο σημαδεύει και σκέφτεται: Με μια κίνηση απλή θα του κλέψω ό,τι έχει ζήσει.
Είμ’ ένας μικρός θεός, είμ’ ένα στοιχειό. Το τελευταίο τσιγάρο κι εκείνο σκέφτεται: Θα γίνω γέλιο να κρυφτώ σε παιδιά που ξεφαντώνουν Ο καιρός θα χάνεται ώσπου κάποιο απ’ αυτά θα φωνάξει “λιμπερτά”. Κι όπως θα κοιτάει τις κάνες θα βρεθώ στα χείλη του σαν τσιγάρο ξανά.
«Όταν διάβασα τη λεζάντα της φωτογραφίας, λέει ο ίδιος ο Θανάσης Παπακωνσταντίνου, ανατρίχιασα. Η στάση του Φορτίνο Σαμάνο δεν έχει καμία σχέση με τη σημερινή πραγματικότητα. Ίσως γι’ αυτό με συγκίνησε.
Οι τωρινοί άνθρωποι, με τη συμβολή της τηλεόρασης, έχουμε υποστεί δύο σημαντικές ήττες: Από τη μια, έχουμε εθιστεί στον πόνο και στον θάνατο των άλλων –μέχρι και ζωντανή αναμετάδοση πολέμων έχουμε παρακολουθήσει– και από την άλλη, ακριβώς επειδή νομίζουμε ότι είμαστε πάντα στη θέση του θεατή, όταν χτυπήσει την πόρτα μας κάποια συμφορά ή ο ίδιος ο θάνατος ξαφνιαζόμαστε και τρομάζουμε».
Ο Φορτίνο Σαμάνο καπνίζει και σκέφτεται:
“Είμαι ότι δεν έζησα, είμαι η βροχή που θα `ρθει
να δροσίσει άγνωστων γυναικών το κορμί.
Βράδυ στα κρεβάτια τους πως στενάζουν ξαναμμένες
ποιος Σαμάνος έφερε τούτη τη βροχή…”
Ο στρατιώτης με τ’ όπλο σημαδεύει και σκέφτεται:
“Με μια κίνηση απλή θα του κλέψω ότι έχει ζήσει
είμαι ένας μικρός θεός, είμαι ένα στοιχιό.
Πάνω από το αίμα του αύριο εδώ την ίδια ώρα
ερπετά θα σέρνονται όπως κάνω κι εγώ…”
Το τελευταίο τσιγάρο κι εκείνο σκέφτεται:
“Θα γίνω γέλιο να κρυφτώ σε παιδιά που ξεφαντώνουν
ο καιρός θα χάνεται ώσπου κάποιο απ’ αυτά
θα φωνάξει “Λιμπερτά!” κι όπως θα κοιτάει τις κάνες
θα βρεθώ στα χείλη του σαν τσιγάρο ξανά…
πηγές
indymedia, mixanitouxronou