Αντανακλάσεις πάνω στην (αντι)σεξιστική βία

…Ο φαλλογοκεντρισμός σημαίνει την άρρητη γλώσσα του άντρα. Γλώσσα γιατί ακριβώς αποτελεί το σύνολο των κανόνων, επενδύσεων και (προ)θέσεων που συναρμόζονται σε μια τακτική δομή προκειμένου να επικοινωνηθούν. Άρρητη διότι δεν μιλιέται. Ή ακόμη καλύτερα: η ανδρική γλώσσα είναι άρρητη επειδή μιλιέται απ’ όλους. Όχι απλά δεν γνωρίζουμε άλλη πέρα απ’ αυτή· δεν υπάρχει διαφορετικό πεδίο έκφρασης έξω απ’ τα περιθώριά της. Πράγματι: όπου υπάρχει ήχος ο ανδρικός κώδικας καταλαμβάνει την πυκνότητα και την ποιότητά του, από τον μπάσο ψίθυρο στ’ αυτί μέχρι το καβλωμένο ξελαρρύγγιασμα. Ακόμη κι εν κενώ επικοινωνιακών μέσων η αρρενωπότητα βρίσκεται εκεί για να
στελεχώσει μια παύση, μια σιωπή, την στάση του λόγου. Στο βλέμμα, το νεύμα, την τοποθέτηση του σώματος. Παντού.

Άρα είναι μια γλώσσα καθολική. Αλλά είναι και μια γλώσσα απόλυτη διότι είναι προϊόν συγκεκριμένου πολιτικού συσχετισμού. Και φυσικά δεν χρειάζεται να αναφέρουμε το ποιος κερδίζει. Η ιδιοτροπία, ωστόσο, του φαλλογοκεντρισμού (ως σημείου, αλλά και μέσου αναφοράς) έγκειται στο βαθύτερο κοινωνικό, αφού -αν και όλοι είμαστε φορείς του συντακτικού του συγκεκριμένου κώδικα- κάποιοι είναι προνομιακοί χρήστες του. Ο ετεροφυλόφιλος άνδρας, λοιπόν, είναι ο μεγάλος νικητής που λέμε. Ακριβώς επειδή είναι η βασική αναφορά και ταυτόχρονα η αφετηρία αυτού του λόγου: στα πλαίσια της χρήσης του ο ίδιος γίνεται αόρατος, ο τρόπος που τον
εκφέρει δεν αμφισβητείται από κανέναν αφού είναι ο κυρίαρχος, ενώ αντίστοιχα όλες/οι όσες/οι ξεφεύγουν απ’ την αρρενωπή κανονικότητα ορατοποιούνται ως Άλλο, είναι διαρκώς αντικείμενα προς εξέταση, η γνώση του κώδικα απόμέρους τους αμφισβητείται. 2 Έχοντας εξάλλου αυτά κατά νου είναι τουλάχιστον αστεία η θέση που θέλει τον λόγο σεξιστικό (ή μη) ανεξάρτητα από το υποκείμενο που τον εκφέρει: Η ερώτηση “τι σόι άντρας είσαι εσύ;” έχει, παραδείγματος χάρη, διαφορετικό νόημα όταν εκφράζεται από τον μπαμπά, τον λοχία, τον αφεντικό και διαφορετικό από μια γυναίκα σε άμυνα. Αν και βλέπουμε πως το να εντοπίζεις ενιαία τον σεξισμό θα ήταν πολύ βολικό. Αλλά μόνο για τους άνδρες. Ε;

Βλέπουμε, λοιπόν, μέχρι εδώ πως η ανδρική είναι μια γλώσσα δεδομένα καθολική και απόλυτη – αποκλειστική. Τώρα, όμως, θα πρέπει να συμφωνήσουμε και πως είναι apriori εχθρική. Το βασικό, άλλωστε, για την στρατηγική μας τοποθέτηση είναι ακριβώς αυτή η διαπίστωση, η κατανόηση του γεγονότος πως αξιωματικά το κάθε τι είναι σεξιστικό εκτός (μόνο τότε) αν είναι αντισεξιστικό. Γκρίζα ζώνη δεν υπάρχει. Τα υπόλοιπα είναι εκπτώσεις και σχετικοποιήσεις. είναι δυνατόν να υπάρχει κάτι λιγότερο ή περισσότερο έμφυλα ρατσιστικό, αφού είτε θα εντάσσεται στην αρρενωπή διαλεκτική που περιγράψαμε παραπάνω είτε όχι.

Μυθική βία – Το δόγμα πούτσα και ξύλο

Για την βία τώρα. Το 1921, ο Walter Benjamin έγραφε στο Για μια κριτική της βίας τα ακόλουθα σχετικά με την διάκριση μυθικής – θεϊκής βίας: “Όπως σε όλα τα επίπεδα ο θεός αντιτίθεται στο μύθο, έτσι και η θεϊκή βία αντιτίθεται στη μυθική βία. Και μάλιστα δείχνει την αντίθεσή της με κάθε τρόπο. Αν η μυθική βία θεσπίζει το δίκαιο, η θεϊκή καταστρέφει το δίκαιο· αν η πρώτη θέτει όρια, η δεύτερη τα καταστρέφει απεριόριστα- αν η μυθική βία ενοχοποιεί και ταυτόχρονα τιμωρεί, η θεϊκή βία εξιλεώνει· αν η πρώτη απειλεί, η δεύτερη χτυπάει- αν η πρώτη είναι αιματηρή, η δεύτερη είναι θανάσιμη αναίμακτα.” Τι μας λέει ο Benjamin, λοιπόν; Πως εκεί που η μυθική βία είναι ετεροκανονικοποιητική, προσδιορίζει δηλαδή την/τον δέκτη της – χαράσσει τα όρια της/του, η θεϊκή είναι βία που
απελευθερώνει. Και για να έρθουμε στα δικά μας: Η δεύτερη αυτή βία είναι απελευθερωτική, όχι διότι εκφεύγει από τον εκφρασμένο αντρικό Λόγο όπως τον είδαμε πριν, αλλά ακριβώς επειδή βρίσκεται στον πυρήνα του για να τον καταστρέψει. Σαμποτάροντάς τον, αντιστρέφοντάς τον. Η μεγαλύτερη παγίδα για κάποιον είναι να πάρει τον εαυτό του στα σοβαρά και να μιλήσει – ενεργήσει με όρο
ιδεολογικής καθαρότητας. Τα χειρότερα φάουλ τα κάνεις όταν θεωρείς πως έχεις ξεκαθαρίσει – λήξει το κάθε θέμα και αντιστοίχως εφαρμόζεις σε κάθε συγκυρία μια τακτική ενιαία κι αδιάλλακτη, χωρίς να εντοπίζεις τα εκάστοτε διαφοροποιητικά στοιχεία. Κι αυτή φυσικά είναι μια ακόμη πτυχή της κυρίαρχης αρρενωπότητας: η προσήλωση στην αυθεντικότητα, την καθαρότητα της ανατρεπτικής δράσης. Η latto sensu ριζοσπαστική κουλτούρα (αντιρατσιστική, αντιφασιστική, αντισεξιστική) αναγνωρίζει στον εαυτό της την αναγκαιότητα της διαρκούς απεδαφικοποίησης από σημεία και τόπους που εγκλωβίζουν την λειτουργικότητά της. Για να επιστρέφουμε στην προηγούμενη εννοιολογική διάκριση πρέπει να αναφέρουμε πως η μυθική αυτή βία δημιουργεί το δικό της δίκαιο, το οποίο στην περίπτωσή μας είναι το ανδρικό. Τα μέσα της ανάπαράγουν, δηλαδή, εκείνο που θέλει να ανατρέψει. Μόνο περαιτέρω τεκμηριωμένα, πιο εξειδικευμένα. Και η βία αυτή (όπως και η διαλεκτική που την θεμελιώνει) είναι απόλυτη και δογματική: περιθωριοποιεί, στιγματίζει, εκκαθαρίζει. Αν αναλογιστούμε τώρα την λογική του
πούτσα-και-ξύλο (και σούβλα – για να μην ξεχνάμε την σημειολογία της διείσδυσης) σίγουρα θα την βρούμε ενοχλητική,
παράλληλα όμως θα πρέπει να διαπιστώσουμε πως δεν συχνάζει μόνο σε μέρη μακρινά από μας: Πόσο μεγάλη είναι στ’
αλήθεια η απόσταση ανάμεσα στη χειρονακτική υποτίμηση ενός κάγκουρα που χτυπάει την σύντροφό του από την κοινωνική υποτίμηση του ανατρεπτικού που σε σκηνικό φωνάζει δεν-χτυπάμε-γκόμενες-ρε; Η μόνη λύση είναι να επανεφεύρουμε εκείνη την θεϊκή βία που είναι ανταγωνιστικά θανάσιμη. Και για να είναι ανταγωνιστική θα πρέπει βεβαίως να είναι αντισεξιστική.

Μην πανικοβάλλεσαι: Είναι μόνο σεξισμός (και όσο τον θεωρητικοποιείς, τόσο χειρότερα κάνεις τα πράγματα)

Αλλά ας μην υποκύψουμε τώρα σ’ αυτήν την αρρενωπή μελαγχολία του ενοχικού. Η ουσία είναι αλλού: Η αυτοκριτική συνειδητοποίηση του βρώμικου σεξιστικού παρελθόντος και παρόντος μας είναι το πρώτο σημαντικό βήμα προς τον ριζοσπαστικό αντισεξιστικό Λόγο. Έτσι κλείνουμε αυτήν την πρώτη τοποθέτηση, επιφυλασσόμαστε για την συνέχεια και για το τέλος δανειζόμαστε λόγια: “…η ατομική πρακτική δεν μπορεί παρά να αναγνωριστεί στο όνομα των πράξεων ακριβώς αυτού του ατόμου. Δηλαδή, το μόνο που προτείνω ξεκάθαρα είναι να φέρουμε στο συνειδητό, να κάνουμε ρητό, να ονομάσουμε αυτό που κάνουμε. Να το ονομάσουμε, γιατί μας διαφεύγει, γιατί το έχουμε ντύσει με δικαιολογίες, άμυνες
και άλλα. Και να το πολεμήσουμε παράλληλα.”

Black για τον Χώρο Λυσσασμένων Νομικής
05012

1 Από τις Οργισμένες μειοψηφίες – Για μια πραγματικότητα που χτίζουμε;, έκδοση Αιρετικό,
πρώτο τεύχος, σελ. 26

2 “Με άλλα λόγια, ακόμα και οι ανθρωπολόγοι, οι «εντεταλμένοι από την κοινωνία» να κοιτάνε προσεκτικά αυτούς που φαίνονται, τους κυρίαρχους δε τους κοιτούν. Ποιος ανθρωπολόγος θα ασχοληθεί με τον λευκό δυτικό ετεροφυλόφιλο αρτιμελή άντρα; Γιατί αυτό; Γιατί «φαίνομαι» σημαίνει «γίνομαι ορατός», «διακρίνομαι» και άρα υφίσταμαι το βλέμμα του άλλου. Φαίνομαισημαίνει φωτίζομαι από το βλέμμα του κυρίαρχου. Έτσι, ο κυρίαρχος, από τη μεριά του δε φαίνεται καθώς ο ίδιος δε διακρίνεται, αλλά αυτός είναι που διακρίνει κάτι, κάποιον…άλλο.
(από το Είσαι και φαίνεσθαι – Glory Hopes)