Ερευνώντας εργατικά ίχνη στον βυθό της ταξικής αμνησίας

Αναπνευστήρας #1

Υπάρχουν δύο τρόποι να αντιλαμβανόμαστε τον εαυτό μας, ως σύγχρονοι εργάτες/τριες. Ο πρώτος τρόπος, που ομολογουμένως δεν μας είναι αρεστός, είναι να μας βλέπουμε σαν κάτι παροδικό, σαν ένα μοιραίο παραστράτημα της μοίρας, σαν τον λαχνό που μας κλήρωσε η ζωή. Μια τέτοια θεώρηση, δυστυχώς, δεν μπορεί να δει πέρα από την μύτη της. Επιπλέον προσελκύει την μοιρολατρεία, τον συμβιβασμό και την παραίτηση, όπως το ωμό κρέας τις σφήκες. Ο δεύτερος τρόπος πρεσβεύει μια “ιστορική” οπτική πάνω στον εαυτό μας και συγκεκριμένα πάνω στον συλλογικό εαυτό μας, αυτό που αλλιώς ονομάζουμε και τάξη. Πράγμα δύσκολο, οπωσδήποτε, να “μαθευτεί” καθώς ευκολότερα “βιώνεται” αν και εφόσον υπάρχουν τα εφόδια για να βιωθεί: δηλαδή ο αδιαπραγμάτευτος πλούτος που μας κληροδότησαν η εργατική αλληλεγγύη, η εργατική μνήμη και άλλες υπό εξαφάνιση σήμερα έννοιες του 20ου αιώνα.

ΤΟ ΕΒΔΟΜΑΔΙΑΙΟ ΡΕΠΟ

Ένα ακανθώδες και συχνά ανομολόγητο πρόβλημα που αντιμετωπίζουν σήμερα οι εργαζόμενοι στην εστίαση είναι το εβδομαδιαίο πρόγραμμα της επιχείρησης και τα ρεπό τους μέσα σε αυτό. Συχνά τα προγράμματα καθορίζονται την τελευταία στιγμή με αποτέλεσμα οι προσωπικοί χρόνοι και η προσωπική ζωή των εργαζομένων να θυσιάζονται μπροστά στην ανοργανωσιά του αφεντικού ή στις κάθε φορά “επείγουσες” ανάγκες του μαγαζιού. Η δε Κυριακή, μια μέρα που παραδοσιακά έχει συνδεθεί με τη σχόλη, την ξεκούραση και την αργία από την δουλειά, για τους εργαζόμενους της εστίασης είναι το ακριβώς αντίθετο: μέρα εντατικής εργασίας. Κι αν μετά την καθιέρωση από 1/1/1984 της εβδομαδιαίας εργασίας των 40 (και κατ’ ανώτατο όριο 48) ωρών, το εβδομαδιαίο ρεπό προκύπτει ως αυτονόητο, τα πράγματα δεν ήταν πάντα έτσι.

ΒΟΥΤΙΑ ΣΤΗΝ Β’ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

Το παρακάτω απόσπασμα προέρχεται από το ΦΕΚ της 1ης Οκτωβρίου 1924, το οποίο περιέχει διάφορα προεδρικά διατάγματα του τότε προέδρου της δημοκρατίας, Παύλου Κουντουριώτη, που δημοσιεύτηκαν από την κυβέρνηση Θεμιστοκλή Σοφούλη, και ρυθμίζει το εβδομαδιαίο κυριακάτικο ρεπό για τους εργαζόμενους στην εστίαση γενικά.

Περί εβδομαδιαίας αναπαύσεως των υπαλλήλων των ξενοδοχείων, εστιατορίων, καφενείων κλπ.

Άρθρον 1

Αι διατάξεις του παρόντος διατάγματος εφαρμόζονται εις τας κάτωθι επιχειρήσεις:

  • Ξενοδοχεία ύπνου
  • Εστιατόρια
  • Καφφενεία
  • Ζυθοπωλεία
  • Ζαχαροπλαστεία
  • Γαλακτοπωλεία
  • Οινοπωλεία, μαγειρεία, ποτοπωλεία
  • Τα παντοπωλεία των εξοχικών κέντρων

Άρθρον 2

Το προσωπικό των εν τω άρθρω 1 επιχειρήσεων δικαιούται ανά περίοδο επτά ημερών αναπαύσεως είκοσι τεσσσάρων συνεχών ωρών.

Άρθρον 3

Πας διευθυντής ή διαχειριστής των εν τω άρθρω 1 επιχειρήσεων υποχρεούται να έχη ανηρτημένον εις καταφανή μέρη του καταστήματος πίνακα αναγράφοντα:

  • Το ονοματεπώνυμον των απασχολουμένων εις την επιχείρησιν αυτού προσώπων μετά της ηλικίας αυτών.
  • Την ημέραν της εβδομάδος καθήν χορηγείται εις έκαστον εργάτην ή υπάλληλον η εβδομαδιαία εικοσιτετράωρος ανάπαυσις.

Αι εργάσιμοι ώραι του προσωπικού δέον να κανονίζωνται κατά τρόπον ώστε κατά χρονικόν διάστημα δύο ή περισσοτέρων εβδομάδων η εικοσιτετράωρος ανάπαυσις να συμπίπτει εκ περιτροπής και καθ ημέραν Κυριακήν.

Τα παραπάνω οπωσδήποτε δεν μπορούν να ιδωθούν ξέχωρα από το ιστορικό και κοινωνικό πλαίσιο που διαδραματίζονταν, καθώς αρέσκονται να λένε οι ιστορικοί. Το μικρό μέγεθος αυτού του άρθρου, όμως, μας περιορίζει από το να μιλήσουμε εκτενώς για τις ποικίλες ιστορικές και κοινωνικές προκείμενες της σχετικής με την κυριακάτικη αργία των εργατών της εστίασης νομοθεσίας. Μια φευγαλέα ματιά, όμως, στην κυριακάτικη αργία καθεαυτή κρίνεται απαραίτητη.

 

Η ΚΥΡΙΑΚΑΤΙΚΗ ΑΡΓΙΑ

Το ζήτημα της κυριακάτικης αργίας μπορεί να μπήκε στον δημόσιο διάλογο από την μεριά των εργατικών κινητοποιήσεων πολύ νωρίτερα απ’ ότι μπορεί να φανταστεί κανείς[1], όμως η αποφασιστική στάση του Στρατιωτικού Συνδέσμου να δείξει ένα φιλολαϊκό πρόσωπο και η συμμαχία που σύναψε με συντεχνίες εργοδοτών και μαγαζατόρων στα πλαίσια ενός γενικότερου μεταρρυθμιστικού πνεύματος, οδήγησε τελικά στην ψήφιση του σχετικού νόμου το 1909. Η πρώτη, ωστόσο, μαζική κινητοποίηση υπέρ της κυριακάτικης αργίας έγινε το 1872 από κάποιους “μακρακιστές”, μια hardcore οργάνωση ορθόδοξων χριστιανών της εποχής. Το ζήτημα ετέθη στο προσκήνιο για δεύτερη φορά πάλι από θρησκευόμενους κύκλους το 1899 και ειδικότερα από τον Μητροπολίτη Αθηνών και ζηλωτές χριστιανούς που ήθελαν να επιβάλουν τον υποχρεωτικό εκκλησιασμό τις Κυριακές.[2]

 

Ενώ από τους εργαζόμενους το αίτημα για αργία την Κυριακή αντιμετωπίστηκε γενικά θετικά στα πλαίσια γενικότερων και πολύχρονων εργατικών κινητοποιήσεων για μείωση του εβδομαδιαίου χρόνου εργασίας, από την μεριά της εργοδοσίας οι αντιδράσεις ήταν επαμφοτερίζουσες και σίγουρα όχι ενιαίες.

 

ΤΑ ΜΙΚΡΑ ΚΑΙ ΤΑ ΜΕΓΑΛΑ ΑΦΕΝΤΙΚΑ

Αυτοί που αντέδρασαν δυναμικότερα στην καθιέρωση της κυριακάτικης αργίας δεν ήταν οι μεγάλες επιχειρήσεις του κέντρου αλλά τα πολλά και μικρά μαγαζιά των συνοικιών. Ο λόγος ήταν απλός: οι μικρές επιχειρήσεις μπορούσαν να σταθούν ανταγωνιστικά απέναντι στις μεγάλες παρατείνοντας το ωράριο λειτουργίας τους, δηλαδή αναγκάζοντας τους υπαλλήλους τους να δουλεύουν περισσότερο. Μέσω της υπερεργασίας των εργατών τους, και κατά συνέπεια της απόσπασης απόλυτης υπεραξίας, μπορούσαν να υποσκελίζουν αυτά που έχαναν λόγω της μειωμένης πελατείας, του μικρού κύκλου εργασιών και των χαμηλότερων τιμών που υποχρεωτικά παρείχαν τις υπηρεσίες τους από τα μεγάλα και πολυτελή καταστήματα του κέντρου.

Μάλιστα, αυτή η ενδοαφεντικάνικη αντινομία είχε και τις τραγελαφικές στιγμές της. Για παράδειγμα, ο Φ. Ηλιόπουλος, πρόεδρος της συντεχνίας αρτοποιών, συμμάχησε ανοιχτά με το εργατικό κίνημα για την προώθηση του αιτήματος της κυριακάτικης αργίας με αποκορύφωμα να παροτρύνει δημόσια τους αρτεργάτες να ιδρύσουν σωματείο για την νομοθέτησή της.

 

ΤΑ ΚΟΥΡΕΙΑ

Η ίδια εικόνα και στους κουρείς. Τα μικρά κουρεία των συνοικιών αντιτάχθηκαν σφόδρα στην ρύθμιση και αρνήθηκαν να την εφαρμόσουν διότι καταστρέφονται εκ της εφαρμογής του νόμου της Κυριακής Αργίας καθώς ο νόμος της Κυριακής αργίας των κουρείων καθ’ όλην την ημέραν της Κυριακής είναι όχι καταστρεπτικός αλλά και ολέθριος διά τους βιοπαλαιστάς κουρείς των Αθηνών, τους εργαζόμενους άνευ βοηθών ή και με έναν ή δύο τοιούτους.[3]

Βέβαια, αυτός που έστειλε τη παραπάνω επιστολή στην εφημερίδα “ΕΜΠΡΟΣ” λεγόταν Κ. Ιγγλέσης και είχε το αξίωμα του προέδρου του συλλόγου κουρέων καταστηματαρχών. Αμφιβάλλουμε αν οι “ένας ή δύο τοιούτοι”, δηλαδή οι εργαζόμενοι των μικρών αφεντικών κουρέων  της περιόδου, είχαν την ίδια άποψη με τον Ιγγλέση ή αν προτιμούσαν -αντί να δουλεύουν- να βολτάρουν την Κυριακή στον Πειραιά ή το Νέο Φάληρο μαζί με το “μέγα μέρος των κατοίκων που είναι φρεσκοξυρισμένοι”, όπως αναφέρει στο άρθρο.

 

Η ΕΣΤΙΑΣΗ

Αντίστοιχες απόψεις για το ζήτημα με αυτές που εξέφεραν οι καταστηματάρχες των κουρείων και των εμπορικών καταστημάτων συναντάμε και στα εστιατόρια, τους φούρνους και τα ζυθοπωλεία. Τα μεγάλα αφεντικά είναι υπέρ της θέσπισης και τα μικρά ενάντια. Αυτή η διχογνωμία, που στην ουσία της συνιστά μια ιστορική μορφή ενδοκαπιταλιστικής σύγκρουσης μεταξύ προωθημένων και καθυστερημένων τμημάτων του ελληνικού επισιτιστικού κεφαλαίου των αρχών του αιώνα, αποτυπώνεται γλαφυρά στην συζήτηση που διεξήχθη στην Βουλή για το θέμα:

Άρχεται κατόπιν η συζήτησις επί της προτάσεως νόμου περί προσθήκης διατάξεων εις τον νόμον περί Κυριακής αργίας.

Οι κ.κ. Σιμόπουλος και Αγγελόπουλος ζητούν να μη εξαιρεθούν της αργίας οι αρτοποιοί. Ο πρώτος προσθέτει ότι οι τρώγοντες γερμανικόν άρτον ας τον φάγουν και ολίγον ξερόν.

Ο κ. Δ. Ράλλης λέγει ότι πρέπει εις έκαστον φούρνον να μένη εις μόνον μέχρι της μεσημερίας διά ν’ απασχολήται με τα ψητά, το σύνηθες φαγητόν των λαϊκών τάξεων κατά τας Κυριακάς.

Ο κ. Καφαντάρης υποστηρίζει ότι πρέπει κατά τας Κυριακάς να κλείουν και τα ζυθοπωλεία διότι θα ελκύσουν προς εαυτά τας εργατικάς τάξεις και θα τους καταστήσουν αλκοολικούς.

Ο κ. Βοζίκης ζητεί να του εξηγηθεί τι διαφέρει το μαγειρείον από το εστιατόριον.

Ο κ. Ράλλης λέγει ότι μαγειρείον είναι το εστιατόριον του λαού.

Ο κ. Ράλλης λέγει ότι τα μαγειρεία είναι λαϊκά κέντρα εις τα οποία ο εργάτης θα εύρει κατά την Κυριακήν τον συνάδελφόν του να συνομιλήσει και να συμφάγει μετ’ αυτόν. Δεν δυνάμεθα λοιπόν να στερήσωμεν τας λαϊκάς τάξεις των κέντρων τούτων.

Ο κ. Ράλλης λέγει ότι τέλος πάντων πρέπει να το είπωμεν ξάστερα ο κόσμος θέλει να πάρη και το παγωτόν του.

Γίνεται συζήτησις κατόπιν αν πρέπει τα εξοχικά κέντρα να μένουν ανοιχτά την Κυριακή μέχρι της 1 μετά το μεσονύχτιον ή μέχρι της δευτέρας.

Ο  κ. Δραγούμης επί τέλους λέγει ότι πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι αι ώραι είναι ελληνικαί και ότι όταν λέγωμεν την 1ην μ.μ. ώραν πρέπει να είμεθα πεπεισμένοι ότι θα φθάσωμεν εις τας 2.[4]

 

Αν εξαιρέσει κανείς την τελευταία αποστροφή του Δραγούμη, που περιγράφει με απόλυτη ευκρίνεια μια πτυχή της ελληνικής ιδιαιτερότητας που ήταν από τότε γνωστή και η οποία είναι απόλυτα αληθής, οι υπόλοιπες παπάτζες των βουλευτών και το τάχα μου νοιάξιμό τους για “τας εργατικάς και λαϊκάς ανάγκας “ είναι η βιτρίνα μιας οδυνηρής και πολύ ωμής διαπίστωσης που το πολιτικό προσωπικό των αφεντικών είχε υπόψη του από τότε. Και αυτή η διαπίστωση δεν ήταν άλλη από το γεγονός ότι τα αφεντικά είχαν απέναντί τους ένα νεοσχηματισμένο θηρίο που είχε λάβει την μορφή κοινωνικής τάξης, καταλάβαινε τον εαυτό του ως τέτοια και έφτιαχνε την γλώσσα και τον πολιτισμό του: το προλεταριάτο των αρχών του 20ου αιώνα. Η στιγμή που οι ανάγκες του και η αδιαπραγμάτευτη ικανοποίησή τους θα το ωθούσαν στο προσκήνιο της ιστορίας δεν θα αργούσε. Και το ήξεραν καλά αυτό ο Ράλλης, ο Βοζίκης και Δραγούμης, μολονότι ο τελευταίος ήταν δύσπιστος με την συνέπεια των ελλήνων στην ώρα των ραντεβού τους.

 

(συνεχίζεται…)

Σημειώσεις:

[1]    Ήδη από το 1890 έγιναν απεργίες με επίκεντρο τα εμπορικά καταστήματα ένδυσης και υπόδησης του αθηναϊκού κέντρου, αργότερα το 1909-1910 στους τυπογράφους, 1896-1899 στους ζαχαροπλάστες, 1894, 1902 και 1903 στους κουρείς και 1904-1905 στους αρτοποιούς.

[2]    Για περισσότερα πρβλ. Νίκος Ποταμιάνος, Ευγενή παχύδερμα και πάσχοντες εργάτες: επίκαιρες ιστορίες από τις αρχές του 20ου αιώνα, εκδ. Ασίνη, Αθήνα 2016 και ίδιου, Οι Νοικοκυραίοι: μαγαζάτορες και βιοτέχνες στην Αθήνα 1880-1925, εκδ. Π.Ε.Κ., Ηράκλειο 2016

[3]    Εφημ. ΕΜΠΡΟΣ, 4-3-1910

[4]    Εφημ. ΕΜΠΡΟΣ, 4-3-1910

Αναπνευστήρας #2

Οι σερβιτόροι, τα γκαρσόνια και οι αρτεργάτες

Στην σειρά άρθρων με τον γενικό τίτλο “αναπνευστήρας” θα παίρνουμε βαθιές ανάσες και θα καταδυόμαστε στο δαιδαλώδες παρελθόν της εργατικής τάξης, των αγώνων της, των ορίων της και των αντιφάσεών της στην Ελλάδα και όπου αλλού κρίνουμε σκόπιμο κάθε φορά. Η ακατάσχετη επέλαση της αμνησίας και της απάθειας, όχι μόνο στις εκφάνσεις της “ταξικής μνήμης” αλλά σε κάθε στιγμή της κοινωνικής ζωής, δυστυχώς έχει δημιουργήσει τις προϋποθέσεις για την εμφάνιση ενός νέου τύπου “εργαζόμενου-ανθρώπου” που πεθαίνει κάθε βράδυ και γεννιέται κάθε πρωί. Και δεν είναι απαραίτητα κακό να ξεχνάει κανείς την ιστορία του και να αναγεννάται καθημερινά. Αλλά θα πρέπει να συμβιβαστεί με την αδυσώπητη πραγματικότητα ότι πλέον θα έχει οριστικά μετατραπεί σε ένα φτερό αφημένο στον άνεμο της καπιταλιστικής κακοκαιρίας και της καταιγίδας του θεάματος. Στον “αναπνευστήρα” δεν θα το βάλουμε κάτω. Λοιπόν; Βαθιά ανάσα και βουτάμε…

Στο προηγούμενο κατά σειρά κείμενο του “αναπνευστήρα” εξετάσαμε ακροθιγώς την πρώιμη νομοθεσία του ελληνικού κράτους για την κυριακάτικη αργία και τις αντιφάσεις που γέννησε μέσα στις τάξεις των τότε μικροαστών καταστηματαρχών η πατερναλιστική απόφαση της κυβέρνησης του Στρατιωτικού Συνδέσμου να θεσπίσει το μέτρο αυτό, παρότι η εφαρμογή του συνάντησε πολλά εμπόδια, πρωτίστως από τους μικρούς επιχειρηματίες των συνοικιών, οι οποίοι πλήθαιναν όλο και περισσότερο σε μια Αθήνα που, σημειωτέον, μεταξύ 1880-1920 πενταπλασίασε τον πληθυσμό της. Στο κείμενο που ακολουθεί θα καταδυθούμε στο παρελθόν των εργατών της εστίασης των αρχών του 20ου αιώνα, και συγκεκριμένα σε επαγγέλματα όπως αυτά του σερβιτόρου, του μάγειρα, του αρτεργάτη και του ζαχαροπλάστη. Θα δούμε ζαχαροπλάστες να απεργούν για αύξηση του μισθού τους, αρτεργάτες να φτιάχνουν ισχυρά σωματεία και γκαρσόνια να ζητούν μείωση του χρόνου εργασίας τους, σαμποτάροντας μια διαμαρτυρία των αφεντικών τους.

 

ΒΟΥΤΙΑ ΣΤΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ ΤΟΥ 1910

Με επίδικο εάν τα καφενεία θα παραμένουν ανοιχτά μέχρι τη 1 μ.μ. ή τις 2 μ.μ., στις 24 Ιουλίου 1910 οι καφεπώλες καταστηματάρχες του κέντρου των Αθηνών και των συνοικιών προχώρησαν σε απεργία. Στην απεργία συμμετείχαν επί το πλείστον καφεπώλες των συνοικιών, τους οποίους αφορούσε άμεσα το μέτρο, στρεφόμενοι εναντίον της αστυνομικής διάταξης που ρύθμιζε το ωράριο λειτουργίας των καταστημάτων. Μολονότι η απεργία δεν είχε μεγάλη συμμετοχή, η κυβέρνηση υποχώρησε τελικά μετά από δύο μέρες και δέχτηκε ως ημίμετρο να παραμένουν ανοιχτά τα καφενεία μέχρι τις 1:45 και κατόπιν, αφού γίνει η καθαριότητα, να κλείνουν στις 2 μ.μ. Ο κ. Καλαποθαράκος, διευθυντής του θρυλικού καφενείου του κέντρου “Παρθενών”[1], ερωτηθείς από την εφημερίδα ΕΜΠΡΟΣ, απάντησε τα παρακάτω ενδιαφέροντα για την απεργία:

 

Εγώ δεν ανεμίχθην καθ’ ολοκληρίαν καθώς και οι λοιποί συνάδελφοί μου οι εν τοις Χαυτείοις, ως μη υπαγόμενα εις την αστυνομικήν ταύτην διάταξιν. Κατά πόσον δε έχουν δίκαιο οι των συνοικιών καφεπώλαι δεν γνωρίζω. Φρονώ όμως ότι η αστυνομία εις την περίστασιν ταύτην δεν θα παραλογίζεται.[2]

 

Όπως φαίνεται, οι ιδιοκτήτες των κεντρικών καφενείων δεν πλήττονταν άμεσα από το μέτρο διότι στήριζαν την οικονομική τους λειτουργία αφενός στην μεγάλη πελατεία που τους εξασφάλιζε η θέση του καφενείου στο εμπορικό κέντρο, αφετέρου στην πρωινή και απογευματινή εργασία που οπωσδήποτε είναι περισσότερο ξεκούραστη από την βραδινή. Στον αντίποδα, όπως είδαμε ότι συνέβη με τα κουρεία και τα παντοπωλεία στην στάση που κράτησαν απέναντι στην θεσμοθέτηση της κυριακάτικης αργίας, οι καφετζήδες των συνοικιών πόνταραν στα διευρυμένα ωράρια λειτουργίας των καταστημάτων τους, ακόμα και μέχρι τις 2 μ.μ. ή και αργότερα, για να υποσκελίσουν την χασούρα τους. Όμως τα διευρυμένα ωράρια λειτουργίας σήμαιναν υπερεργασία (δηλαδή απόσπαση απόλυτης υπεραξίας) για τους εργαζόμενους στα καφενεία των γειτονιών. Επιπλέον, η εργασία μέχρι τις 2 μ.μ. και μάλιστα σε συνθήκες συνοικιακού καφενείου, είναι εύλογο να μην ευχαριστούσε και πολύ τους εργάτες της εποχής. Γι’ αυτόν τον λόγο, μετά την λήξη της απεργίας, πολλοί εργάτες των συνοικιακών καφενείων αρνήθηκαν να δουλέψουν με διευρυμένο ωράριο, μέχρις ότου παγιοποιηθεί η στάση της κυβέρνησης. Την πρώτη ημέρα της απεργίας, μάλιστα, ομάδα εργατών-μέλη του σωματείου γκαρσονιών, προσπάθησε να εμποδίσει την αντιπροσωπεία του συνδικάτου καφεπωλών να συναντηθεί με τον υπουργό, υπενθυμίζοντας τα πάγια αιτήματα του σωματείου για αύξηση των ωρομισθίων και μείωση του χρόνου εργασίας.

 

ΑΥΞΗΣΗ ΤΟΥ ΩΡΟΜΙΣΘΙΟΥ;

ΜΑ ΚΑΛΑ ΣΥΝΕΒΑΙΝΑΝ ΤΕΤΟΙΑ ΠΡΑΓΜΑΤΑ ΣΤΑ ΓΚΑΡΣΟΝΙΑ;

Τα γκαρσόνια των καφενείων της Αθήνας, μέσω των οργανώσεών τους, διατύπωναν κάθε χρόνο αιτήματα για αύξηση του μισθού, τα οποία συνήθως διευθετούνταν με διαπραγματεύσεις με το συνδικάτο των καταστηματαρχών καφεπολών, αλλά εξίσου συχνά κατέληγαν σε απεργία. Π.χ. Το 1920, κατόπιν οργανωμένων πιέσεων και διαμαρτυριών, η αδελφότητα καφεπολών, δηλαδή το σωματείο των οργανωμένων καταστηματαρχών του καφέ, αποφάσισε να αυξήσει τους μισθούς των γκαρσονιών κατά 15% στα συνοικιακά καφενεία και κατά 20% στα κεντρικά. Οι διεκδικήσεις δεν σταμάτησαν καθόλου, ακόμα και όταν εφαρμόστηκαν οι δεσμεύσεις των αφεντικών για αύξηση στους μισθούς, με αποτέλεσμα το 1925 και έπειτα από σειρά διαπραγματεύσεων που απέβησαν άκαρπες, οι σχέσεις με το εργατικό σωματείο να έχουν οξυνθεί αμετακλητα και η αδελφότητα να αρνείται να συνομιλήσει πλέον μαζί του.[3]

Απεργίες στον κλάδο της εστίασης και συγκεκριμένα στα καφενεία σημειώθηκαν τον Ιούλιο και τον Αύγουστο του 1921, τον Φλεβάρη και τον Ιούλιο του 1923, εν μέσω ευρύτερων εθνικών εξελίξεων καθότι την περίοδο εκείνη εκτυλισσόταν η εκστρατεία του ελληνικού στρατού στη Μικρά Ασία, η συντριπτική ήττα που την ακολούθησε και η αναδίπλωση των σχεδίων του ελληνικού μεγαλοϊδεατισμού. Όπως φαίνεται, όμως, οι τότε εργάτες των καφενείων της Αθήνας δεν καιγόταν καθόλου για τα εθνικά συμφέροντα του ελληνικού κράτους. Η εμμενής προσκόλλησή τους στα αυτόνομα ταξικά συμφέροντά τους, νοούμενα ως η πάγια ικανοποίηση των άμεσων υλικών αναγκών τους διαμέσου της εργασίας τους, φανερώνει σημάδια μιας ιστορικής ταξικής συνείδησης, σφόδρα αντεθνικής και πάντως αξιοζήλευτης για κάθε εποχή.

 

ΜΕΙΩΣΗ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ ΕΡΓΑΣΙΑΣ;

ΜΑ ΚΑΛΑ; ΣΥΖΗΤΟΥΣΑΝ ΤΕΤΟΙΑ ΠΡΑΓΜΑΤΑ ΟΙ ΕΡΓΑΤΕΣ ΠΡΙΝ ΕΝΑΝ ΑΙΩΝΑ;

Όπως είδαμε, με αιχμή το ζήτημα της κυριακάτικης αργίας, η οποία τελικά θεσμοθετήθηκε για τους εργαζόμενους της εστίασης το 1924, η μείωση του χρόνου εργασίας αποτελούσε διαχρονικό αίτημα από μεριάς των εργαζομένων. Τόσο ο περιορισμός του χρόνου εργασίας των υπαλλήλων και των εργατών όσο και η καθιέρωση μιας εβδομαδιαίας αργίας επιτεύχθηκαν με το ταυτόχρονο και υποχρεωτικό κλείσιμο των καταστημάτων και των μαγαζιών, το οποίο επέτρεπε την την διασφάλιση της εφαρμογής του νόμου. Οι εσωτερικοί και κατά επάγγελμα ή κλάδο εσωτερικοί διαφορισμοί μπορεί να συνέχιζαν να υπάρχουν, ωστόσο στις μεγάλες πόλεις ο μέσος χρόνος εργασίας των εμποροϋπαλλήλων το 1914-1915 περιορίστηκε στις 11-12 ώρες την ημέρα, αν και πάγιο αίτημα του συλλόγου εμποροϋπαλλήλων της Αθήνας ήταν το δεκάωρο.

Το ζήτημα της μείωσης του χρόνου εργασίας, μερική έκφανση του οποίου ήταν το εβδομαδιαίο ρεπό, αποτέλεσε επίσης την αφορμή για την συγκρότηση το 1904 του σωματείου αρτεργατών, ως μέλη του οποίου μπορούσαν να εγγραφούν οι μισθωτοί εργάτες και εργάτριες που δούλευαν στους φούρνους. Η ταχέως αναπτυσσόμενος πληθυσμός της Αθήνας σε συνδυασμό με την βαθμιαία εκμηχάνιση της αρτο-παραγωγής και την είσοδο του μηχανικού ζυμωτή και του ηλεκτρικού φούρνου στην παραγωγική διαδικασία, έδωσε μεγάλη ώθηση στον κλάδο της αρτοποιίας. Στο τελευταίο τέταρτο του 19ου και στην πρώτη δεκαετία του 20ου αιώνα οι φούρνοι άρχισαν να πληθαίνουν και ευκαιρίες επένδυσης δόθηκαν ακόμα και σε επιχειρηματίες που δεν είχαν κάποια προνομιακή μέχρι τότε επαφή με το αντικείμενο. Αυτή η ανάπτυξη του καπιταλιστικού κλάδου της αρτοποιίας, όμως, δημιούργησε αναπόδραστα και τον αρνητικό πόλο της: το προλεταριάτο των αρτεργατών που μαζί με τον κλάδο που δούλευε, άρχισε να διογκώνεται κι αυτό.

Το 1904 αποτελεί ημερομηνία σταθμό για τους αρτεργάτες καθώς, στο παρασκήνιο μιας απεργίας των αφεντικών τους για την αύξηση της τιμής του άρτου, συζητούν και οργανώνουν την δημιουργία του πρώτου σωματείου στον κλάδο. Ενός σωματείου που έμελλε να επιδείξει μεγάλη αγωνιστικότητα στα επόμενα χρόνια. Το σωματείο στεγάστηκε σε ένα επιβλητικό κτήριο επί της οδού Μενάνδρου 43, όπου σήμερα βρίσκεται το Β’ Περιφερειακό ΚΕΑΟ Αθήνας και ένα υποκατάστημα του ΙΚΑ.

Όπως είδαμε και στο προηγούμενο κείμενο, η αντιπαλότητα των μικροαστικών οργανώσεων, δηλαδή των συνδικάτων των μικρών μαγαζατόρων, απέναντι στις εργατικές διεκδικήσεις πρέπει να θεωρηθεί δεδομένη. Η ίδια ταξική αντιπαλότητα αποτελεί το υπόβαθρο της μελλοντικής (γύρω στο 1923) επαναπροσέγγισης των μικροαστών με τις αστικές οργανώσεις και τα κόμματα εξουσίας, όταν το τότε στρατιωτικό καθεστώς Πάγκαλου επέλεξε τελικά την κατά μέτωπο και στρατιωτικοποιημένη αντιπαράθεση με την οργανωμένη εργατική τάξη με σκοπό το τσάκισμα των μισθών και της προστατευτικής νομοθεσίας. Στον κλάδο της εστίασης, η όξυνση της ταξικής πάλης στις αρχές της δεκαετίας του 1920 είχε αποκτήσει, πλέον, ένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον.

Όμως γι’ αυτή την ιστορία θα χρειαστούμε ένα επιπλέον κείμενο…

(συνεχίζεται)

7ψχ