«Πατριαρχία και δουλεία», στην αρχαία Αθήνα
Μετά την εκπορθηση μιας πόλης οι γυναίκες έβγαιναν στο σφυρί. Έτσι η σκλάβα γινόταν εμπόρευμα. Στον Αίαντα του Σοφοκλή οι Έλληνες, ταξιδεύοντας στην Λήμνο, αγοράζουν κρασί και το πληρώνουν με σκλάβες. Το μεγαλύτερο δουλεμπορικό κέντρο για σκλάβες ήταν η Δήλος, όπου ο αριθμός των γυναικών που έβγαιναν για πούλημα ξεπερνούσε ακόμα και τον αντίστοιχο στην αγορά της Αθήνας. Και στις δύο αγορές οι αγοραπωλησίες γίνονταν σαν να επρόκειτο για μοσχάρια ή άλογα. Οι υποψήφιοι αγοραστές ψαχούλευαν τα κορίτσια ανάμεσα στα σκέλια για να εξετάσουν αν ήταν παρθένες, έπιαναν τα στήθη τους για να δουν πόσο σφιχτά ήταν, τους άνοιγαν το στόμα για να δουν αν είχαν όλα τα δόντια ζητούσαν από τους δουλέμπορους πιστοποιητικά ότι το εμπόρευμα είναι υγιές και ότι μπορεί να επιστραφεί σε περίπτωση που διαπιστωθούν εκ των υστέρων ελαττώματα.
Από τη στιγμή που ο άνδρας αγόραζε το εμπόρευμα του, μπορούσε να το κάνει ότι ήθελε. Έχουν γραφτεί πολλά για την σεξουαλική εξαχρείωση που προκαλούσε η δουλεία. Εδώ, θα περιοριστούμε, να πούμε ότι η σιωπηρή άδεια που δινόταν στον άνδρα να κάνει ότι ήθελε με μια γυναίκα, χωρίς η γυναίκα αυτή να έπρεπε αναγκαία να αισθάνεται ικανοποίηση και χωρίς να μπορεί να αντισταθεί σ’ αυτές τις πρακτικές, καλλιεργούσε αναπόφευκτα την ψυχική αναλγησία, την πραγμοποίηση του ανθρώπου και το σαδισμό. Αλλά ακόμη και όταν ένας άνδρας αντιστεκόταν σε αυτούς τους πειρασμούς και μεταχειριζόταν τη σκλάβα «μόνο» για «φυσιολογικούς» σκοπούς, η εξαχρειωτική επίδραση μια τέτοιας σχέσης ήταν πάντα αισθητή. Ιδιαίτερα φθοροποιός ήταν η επίδραση αυτή στις σχέσεις του δουλοκτήτη με τη σύζυγό του, γιατί οι περισσότεροι άνδρες που αγόραζαν σκλάβες για σεξουαλικούς σκοπούς ήταν ήδη παντρεμένοι.
Στο λόγο του εναντίων της εταίρας Νέαιρας ο ψευδο-Δημοσθένης λέει: «Τις εταίρες τις έχουμε για τη διασκέδαση μας, τις παλλακίδες για τις καθημερινές μας ανάγκες και τις συζύγους για την παραγωγή νόμιμων παιδιών». Θα μπορούσε να προσθέσει: «Και για τα μικροπαραστρατήματά μας μέσα στο σπίτι μας έχουμε τις δούλες μας». Γιατί δεν υπήρχε σχεδόν κανένα νοικοκυριό της άρχουσας τάξης που ο νοικοκύρης ή οι γιοί του να μην χρησιμοποιούσαν τουλάχιστον μία σκλάβα ως σύνευνη(σύζυγο). Αν από τέτοιες σχέσεις γεννιόντουσαν παιδιά, τόσο το καλύτερο, γιατί αύξαναν την περιουσία του κυρίου: Ήταν φτηνότερο να κοιμάται κανείς με δούλες παρά να αγοράζει νέους σκλάβους (Ξεν. Οικ, ΙΧ, 5).
Στον περίφημο όρκο του Ιπποκράτη, ο γιατρός ορκίζεται να απέχει από τη σεξουαλική επαφή με τους αρρώστους του, γυναίκες και άνδρες, ελεύθερους και δούλους. Αυτό δείχνει έμμεσα ότι σε άλλους γιατρούς δεν ήταν ασυνήθιστο το φαινόμενο να εκμεταλλεύονται τις ευκαιρίες που τους πρόσφερε η δουλειά τους για να συνάψουν ερωτικές σχέσεις με τους πελάτες τους. Σε αυτό το σημείο λοιπόν ο Ιπποκράτης αποτελούσε εξαίρεση, καθώς εξομοιώνει τον κύριο με τον δούλο. Παρόλα αυτά η έννοια της εκμετάλλευσης των κατώτερων κοινωνικών στρωμάτων από τους ιατρούς της εποχής ήταν ένα συνηθισμένο φαινόμενο.
Στα στρώματα της αθηναϊκής αριστοκρατίας, όπου η μοιχεία ήταν μάλλον ο κανόνας παρά η εξαίρεση, οι δούλοι και οι δούλες δεν χρησίμευαν μόνο ως ερωτικοί σύντροφοι των συζύγων, παρά και ως έμπιστοι τους, ως άλλοθι, ως αγγελιαφόροι, ως κατασκευαστές σεξουαλικών αντικειμένων, π.χ. αυνανιστικών ή αντισυλληπτικών μέσων. Αυτό έδινε στους δούλους τη δυνατότητα να έχουν κάποιο έλεγχο πάνω στους κυρίους τους, οδηγούσε στον εκβιασμό και τη δωροδοκία και έτσι υπονόμευε την πειθαρχία της πατριαρχικής κοινωνίας.
Από σεξολογική άποψη, μπορεί κανείς να χαρακτηρίσει το δούλο και τη δούλα της ελληνικής πατριαρχίας τόσο ως φετίχ όσο και ως αντιφετίχ. Επειδή ο φετιχισμός και ο αντιφετιχισμός είναι και οι δυο πάντα προϊόντα της αλλοτρίωσης, αντιφετίχ γίνεται συνήθως ο άνθρωπος που συγκεντρώνει τη μεγαλύτερη περιφρόνηση της ομάδας. Στους Έλληνες αυτοί οι άνθρωποι ήταν οι δούλοι. Αλλά, καθώς ο φετιχισμός και ο αντιφετιχισμός είναι το ίδιο αλληλένδετοι όσο η αγάπη και το μίσος, οι γυναίκες των δούλων φετιχοποιούνταν στον ίδιο βαθμό που οι άνδρες τους λειτουργούσαν ως αντιφετίχ. Για να κατανοήσουμε λοιπόν την έλξη που ένιωθαν οι αρχαίοι Έλληνες για τις εταίρες, πρέπει να θυμόμαστε ότι οι εταίρες και οι πόρνες προέρχονταν σχεδόν αποκλειστικά από τις τάξεις των δούλων. Αυτό που γοήτευε τον Έλληνα στις πόρνες και τις εταίρες ήταν αφενός η γεύση του απαγορευμένου και αφετέρου το γεγονός ότι σ’ αυτό το θέμα δεν ίσχυε καμία απαγόρευση: Με τους δούλους του μπορούσε κανείς να κάνει ότι ήθελε.
Borneman, E., «Prostitution» in Griechenland, 1975
Duopouy, E., «Prostitution in Antiquity», 1895
Schlaifer, R., «Greek Theories of Slavery from Homer to Aristoteles», 1936
Mossé, C., «La formation de l’etat esclavagiste en Grèce», 1965