Όταν η γειτονιά σωπαίνει συνέννοχα

Πρόκειται για πραγματικά γεγονότα στη δεκαετία του ’90, με ψεύτικα ονόματα για προφανείς λόγους, που διαδραματίστηκαν σε μια “ήσυχη” γειτονιά του Βόλου.

Η Μάρω, από μικρή ορφανή και με ελαφρά διανοητική διαταραχή, παντρεύτηκε τον Τάσο. Νταβατζής στο επάγγελμα. Η Μάρω μέσα σε μια δεκαετία απέκτησε γύρω στα 7 παιδιά από διαφορετικούς άντρες. Άντρες πελάτες της Μάρως που πλέον είχε μετατρέψει με τη βοήθεια του Τάσου, το πατρικό της σε μεταμοντέρνο μπουρδέλο.

Οι πελάτες όμως σύντομα κατάλαβαν πως το μεταμοντέρνο σπίτι της Μάρως ικανοποιούσε και άλλα βίτσια. Παιδεραστία για την ακρίβεια. Συχνά γυρνώντας από το απογευματινό φροντιστήριο Αγγλικών έβλεπα τα παιδιά της Μάρως να φεύγουν σε μηχανάκια με ηλικιωμένους. Ή επίσης συχνά, όταν κάποιο από τα 7 παιδιά ερχόταν στο σχολείο, μας αφηγούταν με τι τρόπο εξασφάλισε τις 1000 δραχμές και ένα παγωτό κερασμένο από τον παππού Νίκο, τον θείο Κώστα, ή τον φίλο της μαμάς τον κύριο Μπάμπη. Για κάθε επίσκεψη σε κάθε ένα από αυτούς τους κυρίους η Μάρω αντέμοιβε τα παιδιά της με μια μέρα κοπάνας από το σχολείο και ξύπνημα αργά το μεσημέρι.

Όμως υπήρχε στη γειτονιά και ο κύριος Πέτρος. Οικογενειάρχης, με παχύ πορτοφόλι και ακριβή ζωή, σωστός νοικοκυραίος, όπως λέγανε και οι καθως πρέπει κυρίες της γειτονιάς. Ο κύριος Πέτρος είχε βαφτίσει δυο παιδιά από Αλβανία. Βρήκε δουλεια στους γονείς τους και σπίτι να μείνουν, και πάνω στην αγάπη που είχε για τα βαφτιστήρια του δεν παρέλειπε ποτέ να τα χαιδεύει μέσα από τα ρούχα τη στιγμή που με το άλλο χέρι τους χάριζε παγωτό.

“Μαμά, ο Λάκης της Μάρως μας είπε σήμερα ότι έκανε αυτά με τον θείο Κώστα. Και όταν παίζαμε μήλα στο δρόμο, ο κύριος Πέτρος χάιδευε τον Αλέξη και τον Δημητράκη για να τους δώσει παγωτό”

Τότε το χέρι της μάνας, της γιαγιάς, των συγγενών όλων, έκρυβε το στόμα. Μια κίνηση που σε διέταζε να σταματήσεις να μιλάς και να σωπάσεις μαζί τους. Μετά από λίγο: “Να μην ξανακάνεις παρέα με τα παιδιά της Μάρως και να μην πλησιάζεις τον κύριο Πέτρο”. Οι πατεράδες δε περιορίζονταν σε μια άλλη κίνηση, αυτή της αδιαφορίας και της απαξίωσης που ανασηκώνεις τους ώμους σου.

“Μαμά, η Ελενίτσα σήμερα έκλαιγε στο διάλειμμα και η μαμά της δεν ήρθε να την πάρει από το σχολείο γιατί ο μπαμπάς της την χτύπησε κι έχει παντού μελανιές στο πρόσωπο. Ούτε στο φούρνο πήγε το πρωί να πάρει ψωμί για το σπίτι.”

“Να μην ξαναπάς σπίτι της Ελενίτσας και να μην κάνεις παρέα μαζί της. Εμείς είμαστε νοικοκύρηδες. Δεν θα μπλέξουμε τώρα με δαύτους” (απάντηση πατέρα, η μητέρα για ακόμη μια φορά σωπαίνει)

“Η κυρά Τασία έριξε φόλα στο σκυλάκι που παίζαμε στη γειτονιά.” Σιωπή.

Παντού σιωπή. Σε όλα σιωπή. Μόνο ως κουτσομπολιό στον καφέ με τις νοικοκυρές γειτόνισσες άκουγες να αναφέρονται τα περιστατικά. Αυτά τα γεγονότα δίναν την αίσθηση σε όποιον δεν επηρεαζόταν από αυτά, πως είναι ανώτερος, χρησιμότερος στην κοινωνία και σωστός. Επιβεβαιώνονταν έτσι τα χιλιάδες κόμπλεξ που κουβαλούσε αυτή η γειτονιά από χρόνια. Και μαζί τους σώπαιναν και  τα παιδιά μεγαλώνοντας στην καθωσπρέπει γειτονιά.

Κοντά στο 2000 στη γειτονιά νοίκιασε ένας τοξικομανής ο οποίος όμως δεν ενόχλησε ποτέ κανέναν. Είχε δυο λυκόσκυλα που τα αγαπούσε πολύ. Οι γείτονες για να αποβάλλουν το “βδέλυγμα” από την “καλή” γειτονιά, ρίξαν ομαδικώς φόλα στα δυο λυκόσκυλα. Εκείνος όταν αντίκρισε τα σκυλιά του να σπαρταράνε στην αυλή του, άρχισε να ουρλιάζει. Οι γείτονες τότε κάλεσαν την αστυνομία. Τα “όργανα” επί ευκαιρίας ψάξανε και το σπίτι του. Βρήκανε ναρκωτικά, τον συνέλαβαν και η γειτονιά εκείνο το βράδυ έπεσε ήσυχη για ύπνο.

Κάποιος που μετακόμισε από Αθήνα στη γειτονιά κατήγγειλε την Μάρω στην αστυνομία και με εισαγγελική παρέμβαση τα παιδιά μεταφέρθηκαν σε ορφανοτροφείο.

Ο μόνος που δεν σώπασε.

Τα υπόλοιπα συνεχίστηκαν και ίσως συνεχίζονται και μέχρι σήμερα…

Vectrum