Παλαιστίνη: Νίκη της αντίστασης
Είναι φαίνεται γραφτό στη μοίρα του Παλαιστινιακού λαού να γιορτάζει τις ηθικές αλλά και στρατιωτικές νίκες του πάνω σε σωρούς ερειπίων. Οι ξέφρενοι πανηγυρισμοί που ακολούθησαν την ανακοίνωση της εκεχειρίας με το Ισραήλ δεν ήταν η χαρά του ανίσχυρου, που πιστεύει ότι τελείωσαν τα δεινά του, αλλά η κραυγή χαράς ενός λαού που απέδειξε ότι μπορεί αν αντισταθεί σε έναν από τους ισχυρότερους στρατούς της Μέσης Ανατολής.
Παρά το γεγονός ότι θρηνούν περισσότερους από 2.000 νεκρούς, περίπου 100.000 άστεγους και τρομακτική καταστροφή βασικών υποδομών οι Παλαιστίνιοι θα αποτελούν για αρκετές ακόμη δεκαετίες το απόλυτο σύμβολο ενός λαού που αντιστέκεται.
Ύστερα από τόσα χρόνια συγκρούσεων το Ισραήλ φαίνεται να μην κατανοεί τον βασικότερο κανόνα μιας ασύμμετρης μάχης σε κατοικημένες περιοχές: ότι ο χρόνος είναι ο μεγαλύτερος εχθρός του τακτικού στρατού. Ύστερα από 50 ημέρες της πιο βάρβαρης επίθεσης που έχει γνωρίσει η ανθρωπότητα τα τελευταία χρόνια, οι ισραηλινές ένοπλες δυνάμεις δεν κατάφεραν κανένα στρατηγικό τους στόχο. Αντίθετα, από τις πρώτες ημέρες, όταν επιχείρησαν να μετακινήσουν και χερσαίες δυνάμεις στο εσωτερικό της Γάζας, ήταν σαφές ότι δεν μπορούσε να κάμψουν την ένοπλη παλαιστινιακή αντίσταση. Ο σχετικά μεγάλος αριθμός νεκρών ισραηλινών στρατιωτών και τα ιδιαίτερα χαμηλά ποσοστά αμάχων που σκοτώθηκαν από την πλευρά του Ισραήλ καταρίπτουν, ως ένα βαθμό και την άποψη ότι οι Παλαιστίνιοι μαχητές πραγματοποιούν απλώς “τυφλά” χτυπήματα – ένα από τα βασικά επιχειρήματα των υποστηρικτών του Ισραήλ που επιχειρούν να αποδείξουν ότι και οι δυο πλευρές ευθύνονται για εγκλήματα πολέμου και εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας.
Για τρίτη συνεχή φορά μέσα σε διάστημα έξι χρόνων το Ισραήλ πέτυχε μια ακόμη στρατηγική ταπείνωση καταφέρνοντας να ενισχύσει πολιτικά τον αντίπαλό του – στη συγκεκριμένη περίπτωση την Χαμάς. Παρά το γεγονός ότι ο πρόεδρος Αμπάς επιχείρησε να καρπωθεί την είδηση της ανακωχής, όλοι πλέον αναγνωρίζουν ότι η ισραηλινή επιδρομή έσωσε την αντίπαλη οργάνωση, η οποία για πρώτη φορά αμφισβητούνταν ανοιχτά στο εσωτερικό της Γάζας. Οι επιπτώσεις του αποκλεισμού και η αδυναμία πληρωμής των δημοσίων υπαλλήλων σε συνδυασμό με καταγγελίες διαφθοράς είχαν οδηγήσει την δημοτικότητα της Χαμάς στα χαμηλότερα επίπεδα των τελευταίων χρόνων. Υπό αυτές τις συνθήκες, άλλωστε, είχε αναγκαστεί να αποδεχθεί και τους περισσότερους όρους που είχε θέσει ο Μαχμούντ Αμπάς για το σχηματισμό κυβέρνησης εθνικής συνεννόησης, που θα οδηγούσε τους Παλαιστίνιους σε εκλογές. Η σύγκρουση όμως με το Ισραήλ ενίσχυσε και πάλι το κύρος της στο εσωτερικό της Γάζας, μαζί φυσικά με όλες τις ένοπλες οργανώσεις που πολέμησαν το Ισραήλ.
Στην πραγματικότητα βέβαια ο μεγάλος νικητής δεν είναι κάποια από τις δυο κυρίαρχες οργανώσεις της Γάζας ή της Δυτικής Όχθης αλλά η αίσθηση ομοψυχίας που κυριάρχησε στα παλαιστινιακά εδάφη και η οποία ωθεί και τις πολιτικές ηγεσίες των διαφορετικών παρατάξεων σε νέα πολιτικά μονοπάτια.
Το βασικότερο πρόβλημα των Ισραηλινών ήταν ότι η μεγάλη διάρκεια της επίθεσης, σε συνδυασμό με την παρουσία ξένων δημοσιογράφων και μέσα στη Γάζα, προκάλεσε μια πρωτοφανή αντιστροφή του διεθνούς κλίματος ακόμη και σε χώρες που παραδοσιακά στήριζαν το Ισραήλ.
Για πρώτη φορά το 62% των Βρετανών υποστηρίζει ότι το Ισραήλ πραγματοποιεί εγκλήματα πολέμου ενώ στη Γαλλία το ποσοστό όσων υποστήριξαν την ισραηλινή επιδρομή έπεσε στο ιστορικά χαμηλό 12%.
Αυτή η μεταστροφή μεταφράζεται και σε περιορισμό της εξαγωγής όπλων προς το Ισραήλ. Η Ισπανία ανακοίνωσε πάγωμα της πώλησης όπλων ενώ στη Φινλανδία ο υπουργός Εξωτερικών και 250 προσωπικότητες ζήτησαν οριστική διακοπή κάθε είδους στρατιωτικής συνεργασίας αλλά και την επιβολή κυρώσεων. Ακόμη πιο θεαματική ήταν η επιτυχία του εμπορικού μποϊκοτάζ, που πραγματοποιούν οργανώσεις όπως το BDS, αναγκάζοντας αρκετούς ισραηλινούς παραγωγούς να προσφεύγουν πανικόβλητοι στην κυβέρνηση ζητώντας επιδοτήσεις. Ακόμη και η ΕΕ, που παραδοσιακά στηρίζει με κάθε μέσο τη γενοκτονία των Παλαιστινίων, έχει ανακοινώσει ότι από 1η Σεπτεμβρίου απαγορεύει την εισαγωγή ζωικών προϊόντων που προέρχονται από ισραηλινούς εποικισμούς σε κατεχόμενα παλαιστινιακά εδάφη.
Θλιβερή εξέλιξη, για ολόκληρο τον πλανήτη αποτέλεσε και πάλι η αμερικανική κοινή γνώμη που συνέχισε να υποστηρίζει τη σφαγή στη Γάζα σε ποσοστό 57%. Δεχόμενοι την καθημερινή διαστρέβλωση της πραγματικότητας από τα αμερικανικά μέσα ενημέρωσης οι πολίτες των ΗΠΑ πιστεύουν, σε ποσοστό που αγγίζει το 70%, ότι η χώρα τους πρέπει να αυξήσει τις εξαγωγές οπλικών συστημάτων προς το Ισραήλ.
Παρόλα αυτά για πρώτη φορά στην ιστορία των τελευταίων δεκαετιών το ενδεχόμενο να οδηγηγηθεί το Ισραήλ στο ποινικό δικαστήριο της Χάγης για εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας έφτασε να ακούγεται σε διεθνή μέσα ενημέρωσης – αν και οι πιθανότητες παραμένουν ισχνές.
Η αδυναμία της ισραηλινής πολεμικής μηχανής μεταφράζεται σταδιακά και σε πολιτικούς τριγμούς και στο εσωτερικό του Ισραήλ. Τα σημάδια εκφασισμού της ισραηλινής κοινωνίας, που κυκλοφόρησαν για πρώτη φορά σε τέτοια έκταση στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, αντικατοπτρίζουν και την ακόμη πιο δεξιά στροφή που αναμένεται να πάρει το πολιτικό σκηνικό στο Τελ Αβίβ. Ο αιμοσταγής Νετανιάχου, ο οποίος πλέον έχει φτάσει να συμπεριλαμβάνεται στην κατηγορία των “κεντρώων μετριοπαθών”, έδειξε ότι δεν ελέγχει ούτε το υπουργικό του συμβούλιο αφού απέφυγε να περάσει την πρόταση εκεχειρίας από ψηφοφορία – όπου αναμενόταν να υποστεί ταπεινωτική πολιτική ήττα. “Απλώς άρπαξε την ευκαιρία να τερματίσει τις επιχειρήσεις” σχολίαζε την επόμενη ημέρα η ισραηλινή εφημερίδα Χααρέτζ.
Ενδεικτικό του αδιεξόδου στο οποίο οδηγείται το Ισραήλ είναι ότι η επιθυμία του ακροδεξιού πολιτικού κατεστημένου αλλά και της κοινής γνώμης για όλο και περισσότερο αίμα Παλαιστινίων προσκρούει αναγκαστικά στο ρεαλισμό της στρατιωτικής ηγεσίας που γνωρίζει καλύτερα τα όρια των επιχειρησιακών της δυνατοτήτων. Στρατιωτικοί αναλυτές και επιτελείς των ενόπλων δυνάμεων προειδοποιούσαν συνεχώς ότι οι κραυγές των πολιτικών για χερσαία εισβολή και κατάληψη της Γάζας δεν μπορεί να συζητείται σοβαρά υπό αυτέ τις συνθήκες. Μια χώρα όμως στην οποία οι πολιτικοί ζητούν περισσότερα από όσα μπορούν να δώσουν οι στρατιωτικοί θυμίζει τις τελευταίες ημέρες του Χίτλερ στο Βερολίνο.
Άρης Χατζηστεφάνου
Εφημερίδα ΠΡΙΝ