Οι Δύο Γκάντι – Μύθοι και Πραγματικότητες
“…οι νεκροί έχουν έναν τρόπο να γίνονται άγιοι στα μάτια των επιζώντων…”
― Rachel Vincent, My Soul to Take
Γράφει ο Κωνσταντίνος Σαπαρδάνης
Η ταινία ξεκινάει με τη δολοφονία του Γκάντι. Ο ηλικιωμένος ηγέτης, αδύναμος και μειλίχιος, υποδέχεται θαυμαστές του για να προσευχηθούν μαζί. Ο συνοφρυωμένος και σκληρός φανατικός τον πλησιάζει και αφού του υποκλίνεται, τον πυροβολεί τρεις φορές, ανάμεσα σε ένα πλήθος που πανικοβάλλεται και τρέχει να σωθεί. Δεν μπορεί ο θεατής παρά να αισθανθεί συμπάθεια για το θύμα, αφού μην έχοντας παρακολουθήσει ακόμα τα περιστατικά της ζωής του, βλέποντας στο πρώτο πλάνο τη στυγνή, εν ψυχρώ, και αχρείαστη δολοφονία του, αδυνατεί να δεχτεί άλλη εικόνα του Γκάντι παρά, όχι μόνο του θύματος, αλλά και του ήρωα. Την ηρωοποίηση επιλέγει λοιπόν ο σκηνοθέτης, που συνεπάγεται την ωραιοποίηση των σημείων μιας ζωής σύνθετης και αντιφατικής. Σε μια άλλη σκηνή νωρίς στην ταινία, ο ήρωας δείχνεται σε σύγχυση και αδύναμος να υλοποιήσει τους στόχους του, όπου η γυναίκα του τον καθησυχάζει λέγοντάς του «είσαι απλά ένας άνθρωπος». Η ταινία όμως συνεχίζει δείχνοντάς τον να καταφέρνει να κάνει πράξη το όραμά του και ο θεατής μένει με το συμπέρασμα ότι τελικά ίσως δεν είναι «απλά ένας άνθρωπος», ίσως είναι κάτι παραπάνω. Η προσωπολατρία του Γκάντι γεννήθηκε πριν το θάνατό του, ενισχύθηκε μετά τη δολοφονία του και συντηρήθηκε από την οσκαρική ταινία του Αττένμπορο και την εισαγωγή του στην ποπ κουλτούρα της σύγχρονης εποχής. Ας δούμε λοιπόν αν το είδωλο του Γκάντι αντιστοιχεί στην πραγματικότητά του.
Το να πει κανείς ότι ο Γκάντι έδιωξε τους Άγγλους από την Ινδία προδίδει μια απλοϊκή ανάγνωση της ιστορίας. Οι Άγγλοι μετά το τέλος του 2ου Παγκοσμίου Πολέμου αναγκάστηκαν να ξεχάσουν κάθε ελπίδα διατήρησης της Βρετανικής Αυτοκρατορίας και αποσύρθηκαν από κάθε γωνιά της γης όπου κρατούσαν εδάφη. Δεν μπορούσαν να δικαιολογήσουν τις αποικιοκρατικές τους περιπέτειες μετά τη νίκη του μεγάλου εχθρού, του ιμπεριαλιστικού εθνικοσοσιαλισμού της Γερμανίας. Ήδη από το τέλος του προηγούμενου Μεγάλου Πολέμου, ήταν φανερό ότι οι μέρες της Βρετανικής Αυτοκρατορίας ήταν μετρημένες. Το ερώτημα πλέον δεν ήταν αν, αλλά πότε, θα ερχόταν η ώρα. Ο Γκάντι είχε ταχθεί στον σκοπό της ανεξαρτησίας από τότε που αυτό έγινε φανερό, και είχε καταφέρει να εμπνεύσει τους συμπατριώτες του να αντισταθούν στον ξένο αποικιοκράτη. Είχε όμως εντοπίσει τον εχθρό όχι στους ίδιους τους Άγγλους, αλλά στον μοντερνισμόπου συνόδευε την παρουσία τους στην Ινδία. Δήλωνε ότι το νέο έθνος θα έπρεπε να καταδικάσει τη βιομηχανία και την τεχνολογία, και να επανακαθορίσει την ταυτότητά του στους ρυθμούς του αργαλειού (που για δύο ώρες τη μέρα δούλευε ο ίδιος συμβολικά μέχρι το θάνατό του) και της ζωής στο χωριό.
«Η σωτηρία της Ινδίας συνίσταται στο να ξεχάσει αυτά που έμαθε τα τελευταία 50 χρόνια. Οι σιδηρόδρομοι, τηλέγραφοι, νοσοκομεία, δικηγόροι, γιατροί και όλα αυτά πρέπει να φύγουν.»
Ο Νεχρού (ο πρώτος Πρωθυπουργός της ανεξάρτητης Ινδίας, κεντρική φιγούρα του κινήματος ανεξαρτητοποίησης και πηγή αντίλογου στον Γκάντι) θεωρούσε ότι αυτό ήταν ουσιωδώς λαθεμένο, όπως και αδύνατο. Θεωρούσε ότι οι απόψεις αυτές του Γκάντι φανέρωναν την αγάπη και τον θαυμασμό του για τη φτώχεια, τη δυστυχία και την ασκητική ζωή. Στο τέλος, ήταν ο Νεχρού που διαπραγματεύτηκε τους όρους της ανεξαρτησίας.
Ο Γκάντι δε φαίνεται να καταλάβαινε από πολιτική φιλοσοφία, ούτε τι ακριβώς συνεπάγονται όροι όπως φασισμός, καπιταλισμός, ναζισμός, μαρξισμός. Όσον αφορά το δίλλημα καπιταλισμού/κομμουνισμού, ο Γκάντι πρότεινε μια εναλλακτική λύση μεταξύ των δύο οικονομικών συστημάτων. Ένας πλούσιος θα μπορούσε να κρατήσει την περιουσία του και την ιδιοκτησία ενός εργοστασίου, αλλά θα έπρεπε να έχει συναίσθηση της κοινωνικής ευθύνης που προκύπτει από τη θέση του, και να δουλεύει δίπλα στους εργάτες που απασχολεί. Το σκεπτικό του αυτό, που αναπτύσσει με αοριστίες και ηθικολογίες, πιο πολύ θυμίζει έκθεση μαθητή γυμνασίου παρά τα φωτισμένα λόγια ενός σοφού ηγέτη. Στη δημοκρατία εντόπιζε όντως κάποια συστημικά προβλήματα, όπως το ότι είναι τρωτή στις πιέσεις της άρχουσας τάξης που δε θα δίσταζε να χρησιμοποιήσει τη βία για να προστατεύσει τα συμφέροντά της, αλλά ισοπέδωνε τον προβληματισμό του λέγοντας ότι η δημοκρατία «δεν είναι διόλου καλύτερη από τις υπόλοιπες μορφές διακυβέρνησης».
Σύμφωνα με τον Τζωρτζ Όργουελ, οι διδαχές του Γκάντι δεν μπορούν να συμβιβαστούν με την δυτική αριστερή ιδεολογία, με το ότι ο άνθρωπος είναι το μέτρο των πάντων και με το ότι ο στόχος μας πρέπει να είναι η καλυτέρευση της ανθρώπινης κατάστασης σε αυτή τη γη, που είναι η μόνη που έχουμε. Μπορούν μόνο να έχουν νόημα αν υπάρχει θεός και αν ο υλικός κόσμος γύρω μας είναι απλά μια αυταπάτη από την οποία πρέπει να ξεφύγουμε.
Ο Γκάντι δεν μπορούσε να δει καμία εξουσιαστική πάλη, παρά υπό το πρίσμα της σχέσης εξουσίας μεταξύ Άγγλων και Ινδών. Σε άρθρο του 1940 –όπου απευθύνεται στο σύνολο των Βρετανών-, αφού καταδικάζει κάθε βιαιοπραγία και κάθε πόλεμο ως «ουσιωδώς ανήθικο» παροτρύνει τους Βρετανούς να αφήσουν τα όπλα και να επιτρέψουν στους Ναζί:
«….να καταλάβουν το όμορφό σας νησί, με τα πολλά όμορφα κτήριά σας. Θα τα δώσετε όλα αυτά, αλλά όχι τις ψυχές, ούτε το νου σας. Αν αυτοί οι κύριοι θελήσουν να καταλάβουν τα σπίτια σας, θα τα εγκαταλείψετε. Αν δεν σας αφήσουν να φύγετε ελεύθερα, θα τους επιτρέψετε να σας σφάξουν, άντρες, γυναίκες και παιδιά, αλλά θα αρνηθείτε να υποταχθείτε σε αυτούς.»
Αυτά είναι τα λόγια ενός ανθρώπου που έπαιρνε τον διαχωρισμό σώματος και ψυχής στα σοβαρά. Αυτή είναι η μίζερη επιλογή που είχε να προσφέρει ο Γκάντι στους αμυνόμενους και υπερασπιστές του ελεύθερου κόσμου Άγγλους, όχι στην περίπτωση που θα έχαναν τον αγώνα, όχι σαν μια διέξοδο για αξιοπρεπή ήττα, αλλά με την ελπίδα να τους παρασύρει σε μια θρησκοληπτική ιδεολογία που ο ίδιος ακολουθούσε επί 50 χρόνια. Η απουσία ειρωνείας όταν περιγράφει τους Ναζί με τις λέξεις «αυτοί οι κύριοι (gentlemen)» είναι ανατριχιαστική.
Δεν είναι εξάλλου οι τακτικές πασιφισμού που πίεσαν τους Άγγλους να απεμπλακούν από την αποικία τους. Το 1941 είδε τον στρατό του Χιροχίτο να φτάνει στα σύνορα της Ινδίας και μάλλον θεώρησε ότι ήταν καλή ευκαιρία να κάνει σλόγκαν τη δήλωση «Εγκαταλείψτε την Ινδία» (Quit India) στους Βρετανούς και να ανοίξει το δρόμο για να ξεκινήσει το ομώνυμο κίνημα, όχι από τον ίδιο, αλλά από το Κογκρέσο. Όταν δηλαδή οι Άγγλοι, απομονωμένοι και εγκλωβισμένοι στη χώρα τους από τους Γερμανούς, θα είχαν μεγάλη δυσκολία στο να επέμβουν στρατιωτικά στην Ινδία, με τους εχθρούς τους Ιάπωνες τόσο κοντά. Μάλλον θα πρέπει να αναρωτηθούμε αν αυτή η τακτική ήταν καν «πασιφιστική», αφού ο Γκάντι φαίνεται να ήταν διατεθειμένος να αφήσει τους Ιάπωνες να πολεμήσουν για λογαριασμό του.
Όσον αφορά την ύποπτη ιδεολογία του πασιφισμού, όταν το 1938 ρωτήθηκε για το τι έπρεπε να κάνουν οι Γερμανοί Εβραίοι για να σταματήσει το κυνήγι τους από το νέο φασιστικό καθεστώς, απάντησε ότι αυτοί θα έπρεπε να κάνουν ομαδικές αυτοκτονίες, για να κάνουν γνωστές στον κόσμο και στους Γερμανούς πολίτες τις πρακτικές βίας του Χίτλερ. Μετά τον πόλεμο, και αφού ολόκληρος ο κόσμος έγινε μάρτυρας του μεγέθους της σφαγής, ο Γκάντι δικαιολόγησε την άποψή του με το ότι η παράδοση των Εβραίων στους δολοφόνους τους τουλάχιστον θα δικαίωνε τον θάνατό τους, που έτσι κι αλλιώς επήλθε. Ο Γκάντι, αν μη τι άλλο, ήταν ειλικρινής. Γιατί αν δεν είσαι έτοιμος να αφαιρέσεις καμία ζωή, πρέπει να είσαι έτοιμος να δεις κάποιες ζωές να χάνονται με κάποιον άλλο τρόπο.
Είναι ακόμα λάθος να θεωρούμε τον Γκάντι ως τον «πατέρα του πασιφισμού». Την έννοια αυτή την άντλησε αυτούσια από τη θρησκεία του Τζαϊνισμού, οι πρακτικοί της οποίας περπατάνε με το κεφάλι κατεβασμένο για να μην πατήσουν ούτε ένα έντομο, και δεν πλένουν τα ρούχα τους για να μην προκαλέσουν το θάνατο ούτε καν σε μικροοργανισμούς που ενδεχομένως φιλοξενούν. Οι θρησκευτικές του εμμονές όμως δεν επηρέαζαν μόνο την πολιτική του στάση, αλλά και την οπτική του για την ανθρώπινη φύση. Θεωρούσε ότι τα παιδιά γεννιούνται ηθικά και αργότερα μόνο διαφθείρονται από την κοινωνία. Στην κομμούνα του «Φάρμα Φίνιξ» (Phoenix Farm), έβαζε τα παιδιά να παίζουν μαζί αγόρια και κορίτσια (πάντα με επίβλεψη ενήλικα). Κάποτε έμαθε ότι ένα αγόρι κι ένα κορίτσι έκαναν έρωτα και, αφού έβαλε να κόψουν τα μαλλιά του κοριτσιού για να «εξουδετερώσουν το φύλο της», επέβαλε νηστεία στον εαυτό του για να αποτρέψει τέτοιες συμπεριφορές. Το ζευγάρι δε συγκινήθηκε και επανέλαβε το αμάρτημα. Ο Γκάντι επιδόθηκε στην ίδια τακτική αυξάνοντας τη διάρκεια της δοκιμασίας. «Ηθικός εκβιασμός» είναι η έκφραση που χρησιμοποιούσε ο ίδιος για να περιγράψει την χρήση της νηστείας ως μέσο επιρροής.
Πίστευε ότι στο γάμο οι σύζυγοι πρέπει να κάνουν σεξ αποκλειστικά και μόνο για λόγους αναπαραγωγής και στη συνέχεια να ζουν σαν αδέλφια, και αρνιόταν ότι οι γυναίκες αισθάνονται απόλαυση από την πράξη του σεξ. Επί χρόνια, και ενώ ζούσε σε μοναστήρι, απαγόρευε από τους ακολούθους του να κοιμούνται με τις συζύγους του, από τις οποίες όμως απαιτούσε να κοιμούνται δίπλα του γυμνές, ώστε να δοκιμάζει τις αντοχές του στην σεξουαλική αποχή. Το ίδιο έκανε αργότερα, προς το τέλος της ζωής του με την 17χρονη Άμπα και τη 18χρονη Μανού (ανιψιές του και οι δύο). Σε ποιον θα συγχωρούσαμε σήμερα τέτοια συμπεριφορά;
Σε διάφορες περιπτώσεις ο Γκάντι ξεκινούσε τις δηλώσεις του με τη φράση «ο θεός με προειδοποίησε ότι…» ή «ο θεός μου είπε ότι…». Για συνηθισμένους ανθρώπους τέτοιος τρόπος ομιλίας θα αντιμετωπιζόταν τουλάχιστον με καχυποψία (αρκεί να θυμηθούμε τον Τζωρτζ Μπους), και όποιον παριστάνει ότι έχει ανοιχτή γραμμή με το θεό μπορούμε εύκολα να τον χαρακτηρίσουμε παράφρονα· για τον Γκάντι όμως δεν επιφυλάσσουμε τέτοιου είδους κριτική.
Πολλές ασάφειες και παρεξηγήσεις αφορούν και τη στάση του απέναντι στο σύστημα κοινωνικού διαχωρισμού σεκάστες. Ο Γκάντι δεν ήθελε να καταργηθεί το ρατσιστικό αυτό σύστημα, αλλά μόνο να βελτιώσει την κατάσταση των «κατώτατων» (untouchables), που αναλάμβαναν τα απεχθέστερα επαγγέλματα, από τον καθαρισμό βόθρων μέχρι τη διαχείριση πτωμάτων.
«Πιστεύω στο κοινωνικό διαχωρισμό σε κάστες (caste system), που είναι ο νόμος της ζωής. Ο νόμος της κάστας δεν είναι τίποτα άλλο παρά ο νόμος της διατήρησης της ενέργειας. Γιατί ο γιος μου πρέπει να είναι κάτι άλλο από ρακοσυλλέκτης αν είμαι κι εγώ τέτοιος; Ένας Σούντρα (κατώτερη κάστα) δεν μπορεί να λέγεται Μπράμιν (ανώτερη κάστα), ακόμα κι αν έχει όλα τα χαρακτηριστικά (qualities) ενός Μπράμιν εκ γενετής. Και είναι καλό για αυτόν να μην διεκδικεί τη θέση μιας κάστας στην οποία δεν έχει γεννηθεί. Είναι σημάδι ταπεινότητας.»
Όταν το 1932 το Νέο Σύνταγμα πρότεινε οι κατώτατοι να έχουν δικαίωμα ψήφου για να εκπροσωπούνται από κάποιον δικό τους αντιπρόσωπο στη τοπική διοίκηση (όπως οι υπόλοιπες κάστες), ο Γκάντι ξεκίνησε νηστεία μέχρι θανάτου για να αποτρέψει κάτι τέτοιο, καθώς θα αποτελούσε εκ νέου αναγνώριση της ύπαρξής τους ως ξεχωριστής κατηγορίας πολιτών. Όλοι καταδίκασαν τη στάση του: οι οπαδοί του, η κυβέρνηση, και οι ίδιοι οι κατώτατοι, που ο Γκάντι αποκαλούσε «Παιδιά του Θεού». Δήλωνε πως μιλούσε για λογαριασμό τους, την ίδια στιγμή που η πλειοψηφία των κατώτατων και ο Αμπεντκάρ, ο ηγέτης τους, ήταν ενάντιοι στη θέση του και υπέρ του δικαιώματος ψήφου, και θεωρούσαν τον όρο «Παιδιά του Θεού» πατερναλιστικό και υποτιμητικό. Ο Γκάντι όμως είχε πλέον πολύ μεγάλη επιρροή χάρη στην πρόσφατη επιτυχημένη του «Πορεία για το Αλάτι», και το Κογκρέσο της χώρας είχε επενδύσει στην εικόνα του ως ηγέτη και ως μεσσιανική φιγούρα, και έτσι κατάφερε και εκβίασε (λέξη που χρησιμοποίησε ο Αμπεντκάρ) συμβιβασμό. Έτσι, οι Ινδοί δεν θα έβγαζαν υποψήφιο ανά κάστα, αλλά συνολικά, και με ενισχυμένη αντιπροσώπευση για μια δεκαετία. Φυσικά, όπως θα ήταν αναμενόμενο, στην πράξη αυτό θα σήμαινε ότι οι ανώτερες κάστες, με μεγαλύτερη δύναμη και επιρροή, θα είχαν περισσότερες πιθανότητες να εκλέξουν κάποιον που θα εξυπηρετούσε τα δικά τους συμφέροντα και όχι των κατώτερων.
Σημαντική επιτυχία του Γκάντι θεωρείται το ότι ενέπνευσε το λαό της Ινδίας παροτρύνοντάς τον να ασκήσει πολιτική ανυπακοή. Ζητούσε από Ινδούς δικηγόρους, αστυνομικούς και δασκάλους να παραιτηθούν από τη δουλειά τους και από αγρότες να σταματήσουν να πληρώνουν φόρους. Είχε τόση απήχηση αυτή του η εκστρατεία που οι συμπατριώτες του δεν δίσταζαν να μπουν στη φυλακή παρανομώντας για τον κοινό σκοπό. Ακόμα και χωρίς να συλληφθούν, σκαρφάλωναν στα τείχη των φυλακών και ζητούσαν να φυλακιστούν. Κάποιοι υπερενθουσιώδεις όμως υποστηρικτές του δημιούργησαν επεισόδια σε μια διαδήλωση στην πόλη Chauri Chaura το 1922, όπου σκότωσαν 22 Ινδούς αστυνομικούς φωνάζοντας «Νίκη στον Μαχάτμα Γκάντι», ο οποίος καθόλου αδικαιολόγητα αποτροπιάστηκε από το βίαιο περιστατικό που έλαβε χώρα στο όνομά του. Αντί όμως να καταδικάσει μεμονωμένα το περιστατικό, ακύρωσε εξ ολοκλήρου την εκστρατεία σε ολόκληρη τη χώρα. Ο ίδιος παραδέχτηκε ότι η κίνηση αυτή ήταν πολιτικά ασύνετη αλλά θρησκευτικά ορθή, ότι η βία είναι αμαρτία ενάντια στον θεό και ότι η Ινδία δεν ήταν έτοιμη για αυτοδιακυβέρνηση. Μόλις το έκανε αυτό έχασε την υποστήριξη και τον θαυμασμό του λαού αλλά και της πολιτικής ηγεσίας της χώρας.
Δεν ήταν η πρώτη φορά όμως που έβαλε τρικλοποδιά στον εαυτό του. Το 1918 είχε ξεκινήσει μια παρόμοια εκστρατεία (Κέμπα) όπου και πάλι προωθούσε την άρνηση των χωρικών από το να πληρώσουν δυσβάσταχτους φόρους και μάλιστα κατάφερε να πετύχει συμβιβασμό με τις αρχές, ώστε οι φόροι να πληρώνονται μόνο από πλούσιους αγρότες ενώ οι φτωχοί απαλλάχθηκαν πλήρως. Ένα μήνα όμως μετά τη νίκη του, και ενώ οι Άγγλοι απαιτούσαν την εκ νέου στρατολόγηση Ινδών για να πολεμήσουν στο πλευρό τους, ο Γκάντι τάχτηκε υπέρ των Βρετανών και είπε ότι οι Ινδοί, σαν πιστοί υπήκοοι της Αγγλικής Αυτοκρατορίας, έπρεπε να βοηθήσουν τους Άγγλους στον πόλεμο, την ίδια στιγμή που Ινδοί πολιτικοί υποστήριζαν ότι δεν έπρεπε να δοθεί στους Άγγλους στρατιωτική βοήθεια, αν αυτοί δεν έδιναν την υπόσχεση ότι μετά το τέλος του πολέμου θα εξασφάλιζαν την ανεξαρτησία της χώρας.
Αλλά και παλιότερα, όταν ήταν στη Νότια Αφρική και δήλωνε ότι «η λευκή φυλή της Νότιας Αφρικής πρέπει να είναι η επικρατούσα φυλή», ο Γκάντι έγινε εθελοντής στον Πόλεμο των Μπόερ και συγκέντρωσε ακόμα 1.100 Ινδούς (που θεωρούσε «έποικους όπως οι Άγγλοι») για να πολεμήσουν ως εθελοντές στο πλευρό της Αυτοκρατορίας κατά των μαύρων ιθαγενών. Και το 1906, όταν οι Βρετανοί κήρυξαν πόλεμο στους Ζουλού, αυτός τους παρότρυνε να στρατολογήσουν και Ινδούς που ζούσαν εκεί, όπως και έκαναν. Για τους ιθαγενείς έλεγε: «η μοναδική τους φιλοδοξία είναι να συλλέξουν έναν αριθμό βοδιών για να αγοράσουν μια γυναίκα, και μετά να περάσουν τη ζωή τους στη νωθρότητα και τη γύμνια» και «ο νέγρος πρέπει να φορολογείται γιατί δεν δουλεύει αρκετά, ο Ινδός πρέπει να φορολογείται γιατί δουλεύει πάρα πολύ».
Ένας από τους βασικούς στόχους του Γκάντι ήταν η συναδέλφωση όλων των Ινδών, ανεξαρτήτου θρησκείας, και συγκεκριμένα μεταξύ Μουσουλμάνων και Ινδουιστών. Οι σχέσεις αντιπαλότητας μεταξύ των δύο θρησκειών όμως εντείνονταν όσο πλησίαζε η ώρα της ανεξαρτησίας. Οι Μουσουλμάνοι έβλεπαν με καχυποψία την αύξηση της δύναμης επιρροής των Ινδουιστών και ανησυχούσαν για τη θέση τους στο νέο έθνος. Για να πάρει ο Γκάντι τους Μουσουλμάνους με το μέρος του, υποστήριξε το 1920 να αναγνωριστεί ο Σουλτάνος της Τουρκίας σαν «Χαλίφης του Ισλάμ», ένα αίτημα κάποιων Ινδών Ισλαμιστών. Το κίνημα αυτό (Κίνημα Κιλαφάτ) θεωρούνταν ιμπεριαλιστικό, προωθούμενο από φονταμενταλιστές Μουσουλμάνους και βασισμένο σε μια παν-ισλαμική ιδέα. Η στάση αυτή του Γκάντι μάλλον ήταν άστοχη (εκτός από φαινομενικά αντίθετη στον αντι-ιμπεριαλιστικό αγώνα του), αφού ήδη οι Τούρκοι είχαν αποκηρύξει τον Σουλτάνο της Κωνσταντινούπολης και ακολουθούσαν τον Κεμάλ που είχε έδρα την Άγκυρα. Το 1924, το χαλιφάτο διαλύθηκε και οι Τούρκοι ανακήρυξαν δημοκρατία στη χώρα τους. Έτσι ο Γκάντι έχασε όποια στήριξη είχε κερδίσει από το Κίνημα Κιλαφάτ, αλλά και από τον ανερχόμενο αριθμό μετριοπαθών Μουσουλμάνων που επέλεξε να αγνοήσει όταν το στήριξε.
Ο Γκάντι όχι μόνο απέτυχε στις προσπάθειές του να συμφιλιώσει τις δύο θρησκευτικές ομάδες, αλλά φαίνεται ότι με την παρουσία του και το ρόλο του στα πολιτικά πράγματα κατάφερε και αποξένωσε ακόμα πιο πολύ τους Μουσουλμάνους, που έβλεπαν πλέον την νεωτεριστική Τουρκία (το πρώην χαλιφάτο) να κερδίζει έδαφος στην παγκόσμια πολιτική σκηνή με τον μεταρρυθμιστή Κεμάλ. Η Ινδία μετά την ανεξαρτησία θα είχε ανάγκη τη δυτική τεχνογνωσία και τα οφέλη τις βιομηχανοποίησης αν ήθελε να ανταποκριθεί με αξιοπρέπεια και να σταθεί στα πόδια της σε έναν κόσμο που γινόταν όλο και πιο μικρός. Στη θέση ενός μεταρρυθμιστή όμως, έβλεπαν έναν ρακένδυτο αυτόκλητο Μεσσία που αρνιόταν τον εκσυγχρονισμό. Στο πρόσωπο του Γκάντι δεν έβλεπαν τίποτα γνώριμο, αλλά αντίθετα, αναγνώριζαν κάτι αντιφατικό με τη δικιά τους ισλαμοκεντρική οπτική.
Οι εντάσεις συνεχίστηκαν, και το 1946 ξέσπασαν συγκρούσεις στην Καλκούτα, με πολλούς νεκρούς, που γρήγορα επεκτάθηκαν σε όλη την Ινδία. Ο Γκάντι συντετριμμένος και απογοητευμένος, ξεκίνησε νηστεία μέχρι θανάτου άλλη μια φορά, καλώντας όλους τους συμπολίτες του να σταματήσουν τις βιαιοπραγίες. Κάποιοι ιστορικοί λένε ότι πέτυχε να μειωθούν οι φρικαλεότητες και στα δύο στρατόπεδα των εχθροπραξιών, που όχι άδικα χαρακτηρίζονται σαν εμφύλιος πόλεμος, μέχρι που ένα χρόνο μετά, Βρετανοί, Ινδοί και Μουσουλμάνοι ηγέτες αποφάσισαν συμβιβασμό, και την ίδρυση δύο χωρών: του Πακιστάν για τους Μουσουλμάνους και της Ινδίας για τους Ινδουιστές και τους υπόλοιπους. Το ρεύμα μετανάστευσης έφερε περαιτέρω συμπλοκές και θανάτους, και ο Γκάντι ο ίδιος θεώρησε πλήρη αποτυχία τις προσπάθειές του για συμφιλίωση αλλά και για την επίτευξη ανεξαρτησίας της Ινδίας (όπως αυτός την οραματιζόταν).
Το παρακάτω είναι απόσπασμα συνέντευξης ενός θαυμαστή του Μαχάτμα, παρμένο από ένα εξωραϊστικό για τον Γκάντι βιβλίο του Βεντ Μέχτα:
«Παρά το ότι συμπαραστάθηκε, βοήθησε τους συμπατριώτες του, τους εξαθλιωμένους από την εγγλέζικη σκλαβιά, στο τέλος της ζωής του ένιωθε πως είχε αποτύχει σε όλους τους στόχους του – και, κατά μια έννοια είχεαποτύχει. Και στο να συναδελφώσει τους Ινδουιστές με τους Μουσουλμάνους, και στον αγώνα του να βελτιώσει τη ζωή των κατώτερων τάξεων, και στην προσπάθειά του να καθιερώσει αληθινή οικονομική και κοινωνική δημοκρατία. Αυτό που κατάφερε όμως, ήταν να προχωρήσει πολύ στην Γνώση του Θεού. Να πλησιάσει τον Θεό, αν θέλετε.»
κ. Πατέλ, αρχισυντάκτης της «Συνοπτικής Εργασίας» (τα άπαντα του Γκάντι)
Φυσικά όλα αυτά τα αγνοεί ο σκηνοθέτης, ο οποίος στα γλυκανάλατα και καρτποσταλικά πλάνα του υπονοεί (αν δεν δηλώνει ρητά) ότι ο Γκάντι ήταν ο Δαβίδ που τα έβαλε μονάχος με ολόκληρη αυτοκρατορία, ο υποστηρικτής της ισότητας μεταξύ κάθε ανθρώπου, ο εφευρέτης του πασιφισμού, και ένας ταπεινός άνθρωπος με ατέλειωτη σοφία που κάθε Ινδός κρέμεται (ή θα έπρεπε να κρέμεται) από τα χείλη του. Το κάνει αυτό γιατί τον συμφέρει, γιατί είναι η εύκολη και ασφαλής οδός. Θα μπορούσε κάλλιστα να δείξει το μέγεθος της αποτυχίας του και το πλήθος των περιστάσεων που είχε άδικο. Όπως θα μπορούσε να δείξει πόσο απόλυτος ήταν στις σκέψεις του για τις ανθρώπινες σχέσεις και ιδιωτικές συμπεριφορές, αλλά και πόσο έτοιμος ήταν να οδηγήσει στην αυτοθυσία τόσους πολλούς ανθρώπους στο όνομα της δικιάς του ιδέας για το τι σημαίνει αξιοπρέπεια, ταπεινοσύνη και μεταφυσική λύτρωση. Ίσως σώζεται από το γεγονός ότι η εικόνα του ειδώλου που παρουσιάζει έχει γίνει πηγή έμπνευσης ανά τον κόσμο στον αγώνα κατά της βίας και για την υπεράσπιση των ανθρώπινων δικαιωμάτων, ακόμα κι αν αυτή είναι κάλπικη.
Πηγές:
- Ο Τζωρτζ Όργουελ για τον Γκάντι
- Ο Κρίστοφερ Χίτσενς για τον Γκάντι
- Pen & Teller’s Bullshit – Holier Than Thou (βίντεο)
- Φωτογραφίες
- Βεντ Μέχτα – Μαχάτμα Γκάντι
- Bikhu Parekh – Όλα Όσα Πρέπει να Γνωρίζετε
- Wikipedia
- Σεξουαλικές παρεκτροπές του Γκάντι
- Μύθοι και Πραγματικότητες για τον Μαχάτμα Γκάντι
- His Own Words – Gandhi Quotes
- Gandhi’s experiment with Islam and why it failed
- The Little Known Dark Side of Gandhi
eranistis.net