Ο άδικος θάνατος της Ανθής

Η Ανθή ήταν ένα κορίτσι απλό, πρόσχαρο και τόσο κομμένο και ραμμένο στα μέτρα μιας μικρής κοινωνίας ενός χωριού. Πάντα προλάβαινε την τσαπατσουλιά πριν συμβεί στην καθημερινότητα της αλλά και στων γύρων της. Κανείς δεν την ενοχλούσε ποτέ, γιατί ποτέ δεν έδωνε το παραμικρό δικαίωμα, δεν τους τραβούσε το ενδιαφέρον άλλωστε, την είχαν δεδομένη.


Ήταν κορίτσι που δεν παραπονιονταν ποτέ για τον εαυτό της και πάντα έδειχνε ενδιαφέρον μόνο για τον κόσμο, όλοι ξέραν πως σε μιά αναποδιά τους η Ανθή θα ήταν εκεί να συμπαρασταθεί όσο πιο απαρατήρητα μπορούσε. Να φτιάξει έναν καφέ παρηγοριάς στους συγγενείς, να βοηθήσει στις δουλειές των άλλων και γενικότερα να είναι παρούσα σε κάθε άσχημη κατάσταση μέσα απο απλά πρακτικά πράγματα, χωρίς να παίρνει θέση, να εκφράζει άποψη και συναισθήματα. Ήταν παντού και πάντα χωρίς να φαίνεται και να γίνεται αισθητή η παρουσία της.

Αν καμιά φορά οι οι δικοί της μιλούσαν για εκείνη στους άλλους έλεγαν συνήθως ”την Ανθή δεν την φοβόμαστε ό,τι κι αν συμβεί, είναι βράχος, δεν λυγίζει με τίποτα και πάντα μας βγάζει ασπροπρόσωπους. Μόνο περηφάνια θα μας προσφέρει, γιαυτό το μυαλό μας ανησυχεί για τα ξαδέρφια, τους θείους, τους γείτονες, τους συγχωριανούς, αυτοί κάποιες φορές μας ξαφνιάζουν και μας απογοητεύουν με τα στραβοπατήματα τους.”

Ώσπου η Ανθή κάποτε αποφάσισε να κάνει μια γενική καθαριότητα στο σπίτι και να το αλλάξει ακόμα προς το καλύτερο απο ό,τι το είχε πάντα. Θα το έφτιαχνε πιο τέλειο κι απ’το τέλειο που ήταν πριν. Περήφανοι οι γονείς της έσπευσαν να καυχηθούν στον περίγυρο για τον καινούργιο στόχο της κόρης τους.

Άρχισε λοιπόν και για μέρες απ’το πρωί ως το βράδυ να καθαρίζει το ήδη καθαρό, να συμμαζεύει το συμμαζεμένο με περισσότερη μανία απο πριν. Στη συνέχεια προσπαθώντας να φανεί έστω στο ελάχιστο η διαφορά του πιο καλύτερου απ’το τέλειο, έβαψε τους τοίχους, γυάλισε τα φύλλα απ’τις πρασινάδες και χρωμάτισε ακόμα και το πιο μικρό πετραδάκι που υπήρχε στον κήπο. Οι γονείς χαριτολογούσαν με τους επισκέπτες μιλώντας με επαίνους για όσα έκανε μες στο σπίτι μα ποτέ δεν πλησίασαν να την αγκαλιάσουν, να της πουν φτάνει, τσαλακώσου κι εμείς πάλι θα σε αγαπάμε. Η τελειότητα που αναζητούσαν απο εκείνη δεν ήθελαν να έχει όρια και θα τους ήταν βαρετό αν ποτέ έφτανε στο αποκορύφωμα της, έτσι πάντα δημιουργούσαν ψευδαισθήσεις δίνοντας ”περιθώριο” με το νου τους να πάει πιο πέρα απ’το αψεγάδιαστο και το αλάνθαστο. Την νύχτα που όλη η προσπάθεια της Ανθής κόντεψε τις προσδοκίες τους, εκείνοι πάλι άρχισαν να αναρωτιούνται με τι άλλο θα τους ενθουσίαζε η κόρη τους άραγε για να δώσουν τις καλύτερες εντυπώσεις στην κοινωνία του χωριού;

Εκείνο το βράδυ η Ανθή κοίταξε όλη την τελειωμένη δουλειά της σε όλες τις μεριές του σπιτιού και με κάθε λεπτομέρεια στα πάντα πριν πάει στο δωμάτιο της. Στην συνέχεια πήρε μια πεντακάθαρη λεκανίτσα, τη γέμισε με νερό και την πήρε μαζί στο κρεβάτι της. Έβγαλε ένα μαχαίρι που έκρυβε κάτω απ’το στρώμα, που κι αυτό ακόμα γυάλιζε στην κόψη του και τόσο καθαρό που καθρεφτίζονταν πάνω του το απογοητευμένο βλέμμα της. Άρχισε λοιπόν αργά, αργά να γρατσουνάει με την κόψη του την κοιλιά της, και ύστερα σιγά, σιγά να βαθαίνει τις πληγές της.

Μες στο μυαλό της, η λεκανίτσα με το νερό θα ήταν για να ξεπλένεται απο το αίμα κάθε φορά που θα κόβωνταν περισσότερο. Έφτασε κι εκείνη η στιγμή που δεν είχε τη διαύγεια και τη δύναμη να συνεχίσει. Έτσι σταμάτησε και σιωπηλά περίμενε, δεν φώναξε κανέναν, και δεν έκανε τον παραμικρό θόρυβο.

Καθώς χάνονταν κι έσβηνε, μικρές κινήσεις των ματιών της πρόδιδαν την ανησυχία της για το αίμα που κατρακυλούσε πια στα σεντόνια και θα τα λέρωνε.

Αυτό ήταν το τέλος της τέλειας δυστυχισμένης Ανθής, που ακόμα και στις τελευταίες της ανάσες δεν έβρισκε λύτρωση η ψυχή της. Έφυγε τόσο μόνη, χωρίς φίλους, με δυό γονείς που δεν πρόσεξαν ποτέ τα μέσα της, παρά μόνο τα έξω της και τα φαίνεσθε προς τους άλλους. Μες στην θλίψη τους, και με το πέρασμα του χρόνου κατάλαβαν τα συνεχή αδικαιολόγητα λάθη τους, και ικέτευαν θεούς και δαίμονες να γυρίσουν τον χρόνο πίσω να άλλαζαν την συμπεριφορά τους απέναντι της, μα δεν είχε καμιά σημασία αυτό πιά για εκείνη.

Άβυσσος μπορεί να γίνει η ψυχή του καθενός μας.

Ο πιο απλός, ο πιο συνηθισμένος, ακόμα και ο πιο χαμογελαστός άνθρωπος στο φως της μέρας που συναντούμε μπορεί να κουβαλάει μέσα του τα πιο σκοτεινά μυστικά. Που ουδέ ποτέ θα μας κινούσε την παραμικρή υποψία για το χάος που κρύβεται πίσω ακόμα κι απο ένα γαλήνιο βλέμμα.

Πάνος Κοντοστέργιος