Γράμμα σε έναν νοικοκύρη

Γράμμα σε έναν νοικοκύρη. Δεκέμβρης 2008.

Τι να σου πω, ρε Κώστα, τι να σου πω. Σε βαρέθηκα και σένα.
φωτο/december-10-2008

05/12/2014
Αναδημοσιεύουμε ένα από τα πολλά κείμενα που είχαν κυκλοφορήσει τις μέρες του Δεκέμβρη του ’08, στο φόντο της δολοφονίας του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου και των συγκρούσεων που ακολούθησαν.
Δεν ξέρουμε αν το βρίσκετε υπερβολικό, όμως σήμερα, έξι χρόνια μετά κι ενώ «ένα ακόμη παιδί» κινδυνεύει να χάσει τη ζωή του, σίγουρα παραμένει σε πολλές πλευρές του επίκαιρο.
Σε άλλες ίσως όχι, αφού για παράδειγμα πολλές από τις συνήθειες του καταναλωτισμού που στοχοποιεί δεν έχουν καταφέρει να επιβιώσουν. Ίσως όχι τόσο λόγω μιας ραγδαίας αλλαγής των συνειδήσεων, αλλά περισσότερο λόγω παντελούς έλλειψης χρημάτων και δουλειάς.
Μας έφαγαν τα success stories, εμάς, τους νοικοκύρηδες…

«Μου είπε η γυναίκα μου πως πήρες τηλέφωνο. Το αυτοκίνητο που κάηκε δεν ήταν το δικό μας, το έχουμε στο συνεργείο. Σε ευχαριστώ για το ενδιαφέρον. Μα αλήθεια, τίποτε άλλο δε σκέφτηκες όταν τα είδες όλα αυτά; Ή μήπως πήρες να ρωτήσεις για το Γιαννάκη;
Είναι κάπου στο δρόμο, είναι καλά. Αν φοβάμαι; Ναι. Αλλά ο δικός σου που είναι; Εσύ, τι να κάνεις τώρα που σου γράφω; Σε φαντάζομαι κολλημένο στην τηλεόραση να κλαις την περιουσία των άλλων σα να ήταν δικιά σου.

Μα, πέθανε ένας άνθρωπος ρε Κώστα.

Τα χέρια μου τρέμουν, δεν μπορώ να κρατήσω τα δάκρυά μου. Κλαίμε και μεις ρε Κώστα, συνήθως για τους λάθος λόγους όμως.
Όχι τώρα. Άκουσα τον υπουργό εσωτερικών να λέει ότι πρόκειται για μεμονωμένο περιστατικό.
Μεμονωμένο περιστατικό ήταν και η Χιροσίμα, έτσι; Στατιστικά μιλώντας. Μα που το είδαν αυτοί το μεμονωμένο περιστατικό;
Τι είναι μεμονωμένο στην περίπτωση ενός ατόμου που ασκήθηκε στις ειδικές δυνάμεις του στρατού μας, που γαλουχήθηκε με τα ιδανικά της αστυνομίας μας, που μπόρεσε να πυροβολήσει ένα μικρό παιδί;
Ένα κράτος που οπλίζει ένα ψυχικά ανάπηρο άτομο και το πείθει ότι επιτελεί κοινωνικό έργο, τι είναι, Κώστα; Μήπως είναι και αυτό μεμονωμένο περιστατικό; Και όλα τα υπόλοιπα;
Το ξύλο και τα χημικά που φάγανε οι φοιτητές επί Γιαννάκου; Η ζαρντινιέρα; Τα πράσινα παπούτσια; Οι πραίτωρες; Ποιος τους έφτιαξε όλους αυτούς;

Εμείς Κώστα τους πλάσαμε.
Με τον ηλίθιο θαυμασμό μας στους καταδρομείς, στο στρατό, στα εθνικά μας ιδανικά.
Με την αυτιστική μας προσήλωση στο μαγαζάκι μας, στην περιουσία μας. Εμείς φωνάζαμε Κώστα να έρθουν περισσότεροι αστυνομικοί, εμείς βγαίναμε στα παράθυρα των ειδήσεων και των εκπομπών να ζητήσουμε ένοπλους φρουρούς να μας φυλάξουν από τους Αλβανούς, από τους Μαύρους, εμείς τα κάναμε όλα αυτά. Γιατί είμαστε σίγουροι πως ποτέ δεν θα πιάσουν εμάς, πάντα για τους άλλους φωνάζαμε.
Όμως είναι και τα παιδιά μας ρε Κώστα, αυτά γυρνάνε τη νύχτα και τι να κάνεις, να τα κλείσεις μέσα; Είναι τα παιδιά μας μεμονωμένα περιστατικά; Η μήπως θα γίνουν κάποτε;

Πρέπει επιτέλους να αποφασίσουμε ποια είναι η υπέρτατη αξία της δημοκρατίας μας.
Είναι η ζωή, ή είναι η περιουσία;
Άκουσα τον πρωθυπουργό να καθησυχάζει εμάς, τους νοικοκύρηδες.
Είπε περισσότερα για τις καταστροφές και τις αποζημιώσεις από όσα είχε να πει για το φόνο.
Και μάλιστα, μίλαγε για όλους αυτούς που βγήκανε και τα σπάσανε σα να μίλαγε για το δολοφόνο.
Είπε ότι κινήθηκαν ενάντια σε ολόκληρη την κοινωνία. Αν αυτοί κινήθηκαν ενάντια σε ολόκληρη την κοινωνία, τότε ο δολοφόνος τι έκανε;
Θα μπορούσαν να ήταν τα παιδιά μας αυτά, Κώστα, να κλαίγαμε τα παιδιά μας, το καταλαβαίνεις;

Και οι ζημιές; Θα μου πεις. Άμα μου καίγανε εμένα το μαγαζί, τα ίδια θα έλεγα; Δεν ξέρω ρε Κώστα τι θα έλεγα, πάντως δεν θα μίλαγα και πολύ.
Το μαγαζί μου είναι χρεωμένο μέχρι τα μπούνια, δεν ανάβω λάμπες για να μην καίω ρεύμα.
Κάθε μήνα πάω στην τράπεζα και το δάνειο δεν κατεβαίνει το διαβολεμένο. Απόλυσα όλους τους υπαλλήλους, όχι πως τους πλήρωνα και αυτούς δηλαδή, ακόμα τους χρωστάω.
Ευτυχώς που δε με καρφώσανε και για τα ένσημα δηλαδή.
Χτύπησε και η κρίση, λένε.
Τι κρίση ρε Κώστα είναι αυτή που ρίχνει τους τόκους των καταθέσεων και αυξάνει τους τόκους των δανείων;
Που πάνε όλα αυτά τα λεφτά ρε; Ποιοι είναι αυτοί που κυκλοφοράνε με τις τζιπάρες ακόμα;
Μας δουλεύουνε ρε παλιόφιλε, ψιλό γαζί, και να σου πω και κάτι, εγώ χαιρόμουν όταν έβλεπα τις τράπεζες να καίγονται. Ναι, έλεγε η γυναίκα μου, έγινε ένας φόνος, αλλά αυτό δεν είναι δικαιολογία για να βγουν και να τα κάψουν. Δεν είναι δικαιολογία;
Γιατί ψάχνετε μια δικαιολογία πίσω από όλα αυτά;
Να σου πω γιατί Κώστα;
Γιατί αν μου ορκιστείς ότι ούτε μια φορά στη ζωή σου δεν σου πέρασε η ιδέα να βγείς και να τα κάνεις όλα λαμπόγυαλο, τότε δε σε ξέρω καθόλου.
Δικαιολογία ψάχνουμε όλοι, γιατί ξέρουμε τι ευχαρίστηση είναι να ξεσπάς πάνω σε όλα αυτά που σε περιορίζουν.
Πάνω στο κωλάμαξό σου που το χρυσοπληρώνεις ακόμα και στα παίρνουνε σε κάθε σέρβις.
Πάνω στην κωλοτηλεόραση που σε θεωρεί ηλίθιο.
Πάνω στα κωλομάγαζα της συμφοράς στα οποία είσαι υποχρεωμένος να τα σκας για να φας, να ντυθείς, να διασκεδάσεις.
Την περασμένη εβδομάδα είχαμε επέτειο με τη γυναίκα μου, και έψαχνα για ώρες τι να της πάρω, ξέρεις γιατί;
Γιατί δεν ήξερα τι να της πω.
Έτσι καταντήσαμε ρε Κώστα, και καμιά φορά μου ‘ρχεται να τα σπάσω όλα μα δεν έχω το κουράγιο.
Βγήκαν αυτοί οι νεαροί και τα σπάσαν;
Γιατί άραγε; Μήπως αισθάνονται το ίδιο με μας;
Απλώς αυτοί έχουν λίγη παραπάνω λύσσα και λίγο λιγότερο φόβο.
Έχουνε και μια φυζίκ δικέ μου, εμείς με τα κοψίδια και τα κρασά δες πως καταντήσαμε, με το ασανσέρ στον πρώτο και αν.

Πως καταντήσαμε έτσι ε;
Πουλήσαμε και λίγο πολυτεχνείο, παπάρια, από έξω περάσαμε και πιάσαμε μια ματιά για να λέμε στα παιδιά μας και να κοκορευόμαστε.
Θυμάσαι, και τότε κάτι τέτοιο δεν έγινε;
Μας λέγανε να πάμε σπίτια μας και ότι κάποιοι ταραξίες βγήκαν και κουνιούνται. Και μεις φτάσαμε με τα πόδια ως την Πατησίων, παρόλο που μισοπιστεύαμε αυτά που μας τσαμπουνάγανε.
Κατά τύχη γίναμε η γενιά του Πολυτεχνείου και είχαμε γνώμη για τα πάντα. Ποιος μας έκανε έτσι ρε Κώστα; Εμείς οι ίδιοι. Το μαγαζάκι μας, η γυναικούλα μας, κουτουκάκι, Θεοδωράκης, εφορία και άγιος ο Θεός.
Ψήφισα Νέα Δημοκρατία εγώ, είχα βαρεθεί το ΠΑΣΟΚ.
Εσύ; Άσε, τα ίδια έ;

Ξέρεις κάτι ρε Κώστα;
Εδώ και κάποια χρόνια αισθάνομαι σα να μην υπάρχω.
Δεν σε κοροϊδεύω, το νιώθω.
Σαν όλα αυτά που συμβαίνουν γύρω μου να μη συμβαίνουν καθόλου. Ανώτατοι υπάλληλοι πέφτουν στο κενό, και όλοι ασχολούνται με το ντιβιντί, ποιος το πήρε, ποιος το έδωσε, αν ήταν αληθινό κλπ. Κοτζάμ υπουργοί βρίσκονται μπλεγμένοι με μίζες και δεν ξέρω τι και ο πρωθυπουργός ασχολείται με το πώς θα «αλλάξει το κλίμα».
Το κλίμα, το καταλαβαίνεις; Αισθάνομαι ότι κανείς δεν ασχολείται με την πραγματικότητα, όλοι έχουν καβαλήσει το καλάμι τους και πάνε όπου τους πάει αυτό.
Ότι τίποτα πια δεν έχει να κάνει με την αλήθεια ή το ψέμα, αξίες με τις οποίες μεγαλώσαμε.
Όλα έχουν να κάνουν με μια προσποίηση, εμείς πρέπει να προσποιούμαστε ότι όλα πάνε καλά, αυτοί να προσποιούνται ότι όλα πάνε καλά και να είμαστε μια ευτυχισμένη οικογένεια.
Άσχετα από όλα όσα συμβαίνουν γύρω μας. Άσχετα από την ψευτιά, την υποκρισία, την απάτη που μας την πετάνε στα μούτρα. Δε βλέπω πια ειδήσεις, συγχίζομαι και μου το απαγόρεψε ο γιατρός. Συγχύζομαι γιατί αισθάνομαι ότι δεν υπάρχω για κανέναν.
Ότι κανένας δεν υπάρχει γύρω μου, ότι πρέπει να σκύβω το κεφάλι και να βγαίνω για ψώνια για να με βλέπουν οι άλλοι και να λένε: να ένας ευτυχισμένος και φιλήσυχος πολίτης.
Και τι να πω εγώ ρε Κώστα; Σάμπως δεν έχω κλέψει και εγώ; Δεν κλέβω συστηματικά την εφορία, τους υπαλλήλους μου, την πολεοδομία, τους πελάτες. Μικροπράγματα θα μου πεις, για την επιβίωση.
Ναι, αλλά ο αναμάρτητος, πρώτος τον λίθον, έτσι δεν είναι;

Εμείς φταίμε ρε Κώστα, τα κάναμε σαν τα μούτρα μας, μην το αρνείσαι. Ψάχνουμε να βρούμε πού θα τα φορτώσουμε για να βγούμε και μεις καθαροί και να επιστρέψουμε στην ομαλότητα.
Πλησιάζουν και οι γιορτές ε; να πάμε να ψωνίσουμε με την ησυχία μας.

Τι να σου πω, ρε Κώστα, τι να σου πω.
Σε βαρέθηκα και σένα.
Μπούχτισα να μιλάω και να μη με ακούει κανείς.
Ό, τι είπαμε είπαμε. Βαρέθηκα και τις εξυπνάδες της τηλεόρασης.
Βαρέθηκα αυτή τη σκατένια γεύση στο στόμα.
Ξέρεις τι λέω;
Θα πάρω τηλέφωνο το γιό μου και θα πάω να τον βρω.
Και να πάτε να πνιγείτε όλοι σας.
Έχω αίμα στα χέρια μου.
Σήμερα σκότωσαν ένα παιδί.»

γράμμα σε έναν νοικοκύρηΔεκέμβρης ’08