Το παραμύθι της όμορφης πόλης που νανούρισε την σκέψη…Οποιαδήποτε ομοιότητα με πραγματικά ονόματα είναι συμπτωματική

Δεν έπαψαν ποτέ να μας μαγεύουν τα παραμύθια. Μεγαλώνοντας συνηθίσαμε να τα ακούμε από τα ρημαγμένα στόματα πολιτικών ανδρείκελων που φοράνε δημοκρατικές μάσκες και έτσι μαγεμένοι από τα γλυκά τους λόγια, χορεύουμε σαν μαριονέτες, στον δικό τους χορό. ένας χορός που μυρίζει μονάχα θάνατο. Το θάνατο της σκέψης σου…

Οποιαδήποτε ομοιότητα με πραγματικά ονόματα είναι συμπτωματική…

Μια φορά κι έναν καιρό, σε μια μικρή πόλη που τη λένε Μπόλο, ζούσανε πολλοί άρχοντες. Ο βασιλιάς τους άλλαζε κάθε 4 ή 5 χρόνια. Τον ψήφιζαν οι δούλοι…

Υπήρχε και μια λίμνη έξω από την πόλη. Η Άρλα. Κάποτε σε αυτήν ζούσαν σπάνια πουλιά. Ήταν ένας μικρός παράδεισος. Ύστερα ένας παλιός βασιλιάς την ξέρανε και έκανε χωράφια να τα μοιράσει στους δούλους, να ‘χουν να οργώνουν, να θερίζουν, να πουλάνε, να ταΐζουν τα παιδιά τους.  Αυτά όμως γίνανε παλιά. Τώρα η Άρλα ξαναζωντάνεψε. Τεχνητά. Και δίνει νερό πάλι σε χωράφια του Χρυσού Κάμπου γύρω της αλλά και στα σπίτια των δούλων στα γύρω χωριά. Όμως η Άρλα αρρώστησε. Αρρώστησε με δηλητήρια. Και ποτίζει δηλητήρια τους δούλους και τις καλλιέργειές τους.

Λίγα χιλιόμετρα μακριά από την Άρλα, ένας άρχοντας, μεγάλος και τρανός, είχε στήσει μεγαλοσιδεράδικο. Δουλεύουν εκεί πολλοί δούλοι. Μάλιστα πολλοί από τους δούλους αυτούς θεωρούν τους σκλαβωμένους εαυτούς τους, ανώτερους από τους άλλους ανθρώπους και φιλάνε κάτι ματωμένα χέρια που σφάζουν και ουρλιάζουνε υστερικά για μια ανώτερη φυλή.  Ο μεγαλοσιδεράς όμως δεν ασχολείται με αυτά. Τον νοιάζει μόνο το χρήμα του. Έτσι ως επιχειρηματικό μυαλό, έκανε μια ωραιότατη συμφωνία, και όλα τα παλιοσίδερα της ηπείρου ολάκερης, τα “κραπ”, καταλήγουν στο δικό του σιδεράδικο. Πληρώνεται για αυτό. Τα παλιοσίδερα αυτά καθώς ξεψυχάν πάνω στο χώμα όπου είναι στοιβαγμένα και βρέχονται από τη βροχή, αφήνουν στη γη να τρέξει το δηλητήριο που κρύβαν σε όλο το κορμί τους, κι αυτό με τη σειρά του καταλήγει στην Άρλα. Οι δούλοι λοιπόν πίνουν δηλητήριο, πλένονται και μαγειρεύουν με δηλητήριο, ποτίζουν τις καλλιέργειες και τα ζωντανά τους με δηλητήριο. Κανείς όμως δεν σταμάτησε τον μεγαλοσιδερά. Ούτε οι ίδιοι οι δούλοι συγκινήθηκαν που το σώμα τους δηλητηριάζεται και θα πεθάνει από αυτό, γιατί όλοι προτίμησαν να δουλεύουν στο σιδεράδικο.

Από την άλλη πλευρά της πόλης ήταν το βουνό. Κάποτε σε αυτό φημολογείται πως ζούσαν μυθικά πλάσματα, αλλά λίγη σημασία έχει πια, αφού οι κάτοικοί του είναι πιο αφιλόξενοι κι από καυτό πεζούλι σε πλατεία μεσημέρι καλοκαιριάτικου καύσωνα. Όμως η ομορφιά του, η φυσική του ομορφιά δεν περνά απαρατήρητη. Ενώ όμως είναι καταπράσινο και δροσερό, τα νερά του χάνονται. Ούτε για τις καλλιέργειες φτάνει το νερό, ούτε για να πιουν οι κάτοικοι το καλοκαίρι. Για αυτό πριν λίγα χρόνια, ένας περιφερειακός βασιλιάς, μαζί με τον βασιλιά της πόλης και των μεγάλων χωριών του βουνού, αποφασίσαν να στήσουν ένα φράγμα. Ένα φράγμα που θα δίνει νερό σε όλο το βουνό σχεδόν. Ένα φράγμα που εξ αρχής κατασκευάστηκε τόσο σαθρά και λάθος, που χάνει το νερό του. Και ξαναγυρνάμε στα ίδια. Οι δούλοι του βουνού φέτος θα διψάσουν.

Η δίψα όμως για νερό νικά ακόμη και τη δίψα για χρήμα, τη δίψα για εξουσία. Έτσι κάποιοι δούλοι βγάλανε πολλά από τα δεσμά τους και πιο ελεύθεροι φτιάξαν μια ομάδα, σχεδόν αναρχική στην εξουσία των αρχόντων και των βασιλιάδων, κι άρχισαν να επεξεργάζονται μια λύση ώστε οι δούλοι του βουνού να μην διψάσουν. Και δεν τους απασχόλησε μονάχα αυτό.

Οι σωλήνες της ύδρευσης στην πόλη του Μπόλου, φτιαχτήκαν μετά από τον μεγάλο σεισμό – που αναφέρει η γιαγιά μου ως βιβλική καταστροφή της αρχαιότητας – κι από τότε έμειναν οι ίδιοι. Πιείτε δούλοι του Μπόλου κι εσείς δηλητήρια μικρά και μεγάλα. Παλιοί σωλήνες το μισό νερό χάνεται. Νερό τούτη η πολιτεία του βουνού, του κάμπου και της πόλης, είχε και θα έχει άφθονο. Οι δούλοι του όμως δηλητηριάζονται και διψούν, γιατί ψηφίζουν αυτούς που λένε τα πιο όμορφα παραμύθια, αυτούς που θέλουν τη σκέψη σου σκλαβωμένη, διψασμένη και πάνω απ’ όλα δηλητηριασμένη.

Μα το πιο εκπληκτικό στην μικρή αυτή πόλη είναι τόσο οι δούλοι του, όσο και οι βασιλιάδες της.

Οι δούλοι αυτοί φοράνε παραπάνω δεσμά από πολλούς άλλους δούλους που ‘χω γνωρίσει. Δεν τους σκλάβωσε κανείς βασιλιάς ή άρχοντας, οικιοθελώς σκλαβώθηκαν, με χρυσές αλυσίδες, παροπίδες και παραμορφωτικά γυαλιά. Οι μύτες τους είναι τόσο ψηλά που εύκολα τις κουτσουλάει μια δεκαοχτούρα. Δεν ξέρουν να διασκεδάζουν ούτε να γελάνε αληθινά. Δεν ξέρουν να νιώθουν. Ντύνονται σαν πριγκιπόπουλα και στοιβάζονται σαν τις κότες στα παζάρια, σε μεγάλα κλουβιά με έντονα φώτα, πολύ αλκοόλ, ένα βουητό που θυμίζει μουσική και τους κάνει να κουνάνε λίγο τα μαδημένα τους φτερά, κι όλα αυτά για να ζευγαρώσουν και πριν από όλα να επιδείξουν πόσο γυαλίζουν παραπάνω από των υπολοίπων τα δικά τους δεσμά. Φυσικά τούτοι οι δούλοι της πόλης και ψηφίζουν και άποψη έχουν. Συνήθως καταδικάζουν τους ελεύθερους ως λεπρούς και ψηφίζουν το βασιλιά που θα ναρκώσει καλύτερα την όποια πιθανότητα σκέψης τους.

Οι ελεύθεροι. Οι ελεύθεροι είναι κάτι περίεργα τυπάκια. Όλα διαφορετικά μεταξύ τους. Η ελευθερία τους ξεκινά στο ότι αμφισβήτησαν τα πάντα και τον ίδιο τους τον εαυτό, πέταξαν στα σκουπίδια τα χρυσά τους δεσμά που τους είχαν από παιδιά φορέσει οι νοικοκυραίοι δούλοι γονείς τους, και έτσι πορεύονται ελεύθεροι και λίγοι. Συνηθίζουν να ζούνε την ζωή τους και να προσπαθούν διαρκώς να διασκεδάσουν, να μοιραστούνε χαμόγελα και να υπερασπιστούν χωρίς κανένα φόβο κάθε πλάσμα που αδικείται ή υποφέρει. Αυτοί λοιπόν είναι οι “λεπροί” του Μπόλου, που οι δούλοι και οι βασιλιάδες και οι άρχοντες σιχαίνονται.

Πριν χρόνια όμως αυτή η πόλη είχε αναδείξει μεγάλη αγάπη για την τέχνη.Θεατρικές παραστάσεις, ωδεία, συναυλίες…Μια φαντασμαγορική βιτρίνα θεαμάτων έκρυβε το χοντρό σκουλήκι που με τη βρωμερή του ανάσα σάπιζε κάθε ζωντανό κύτταρο πολιτισμού στην πόλη. Το σκουλήκι αυτό όμως είχε μυριάδες πόδια και χέρια, στόματα και μάτια κολλημένα στο κορμί του. Χέρια που άρπαζαν λεφτά και τάιζαν στόματα. Μάτια που βλέπανε και πόδια που τρέχανε να φέρουν κι άλλο φαΐ στο σκουλήκι, κι άλλο χρήμα. Πόσοι και πόσοι δούλοι που περπατούσανε στα τέσσερα γίνανε άρχοντες μέσα στο σκουλήκι. Σήμερα το ταμείο της χολέρας τους έκοψε σύνταξη και σβήστηκαν από το χάρτη του ενεργού τεχνοσκώληκα. Άλλωστε δεν έμεινε και κάτι όρθιο για να ρημαχτεί πια.

Είχε έρθει κι εκείνος ο επισκέπτης άρχοντας πριν χρόνια. Μάστορας. Μεγαλομάστορας. Τύφλα να ‘χουν τα μαστόρια του γεφυριού της Άρτας. Κείνο τον καιρό όλοι οι δούλοι ήταν ανάστατοι γιατί ο αυτοκράτορας είχε φέρει στην γερασμένη χώρα αγώνες παγκόσμιους. Χαίρονταν γιατί κάποτε οι αγώνες γινόταν μόνο σε τούτη τη χώρα. Η γνωστή εποχή που τους φούσκωνε τα στήθη και τους έκανε να νιώθουν ανώτεροι από όλο τον υπόλοιπο πλανήτη μέσα σε ένα ρεσιτάλ ηλιθιότητας, έπαρσης, άγνοιας και εθελοντικής σκλαβιάς…Ο πρωτομάστορας λοιπόν πήρε κι έστησε ένα σταδιάκι κολοσσαίο σκέτο, υπερπαραγωγή, κι αποχώρησε ησύχως με φουσκωμένες τσέπες, κλείνοντας πονηρά το μάτι στο χοντρό χταπόδι.

Το χοντρό χταπόδι ήταν φίλος του. Μαζί κλείνανε χρόνια τα μαστορέματα, πότε έμπαινε βιτρίνα ο ένας, πότε ο άλλος. Το χοντρό χταπόδι άπλωνε αθόρυβα πλοκάμια σε όλη την πόλη εδώ και χρόνια. Συνεργαζόταν και με ένα θαλάσσιο ελέφαντα που έπαιζε στα δάχτυλα τις ορέξεις της κοινής γνώμης.

Τούτος ο τελευταίος ήταν ξεχωριστή κατηγορία. Δεν ήταν άρχοντας, ούτε δούλος, ούτε ελεύθερος. Ήταν ένας αποφασισμένος μαριονετίστας. Αθόρυβος και αποκρουστικά κακιασμένος, αλλά και ευφυέστατος. Το παρά τον όγκο του ελισσόταν γρήγορα και διακριτικά σαν χέλι στους βρώμικους κόλπους των σκουληκιασμένων γραφειοκρατικών υπηρεσιών της πόλης.

Το χοντρό χταπόδι κάποτε έμπλεξε σε ένα σκληρό παιχνίδι μαζί με καρχαρίες, σουπιές και ψόφια ψάρια. Οι καρχαρίες όμως το ξέβρασαν το χταπόδι σε μια ξέρα. “Είμαι αθώο το έρμο” χτυπιόταν το χταπόδι καθώς ξεραινόταν στο φως του ήλιου.

Έφτασε όμως η πόλη του Μπόλου να συγχιστεί πολύ άσχημα από τους τελευταίους της βασιλιάδες. Όλα διαλυμένα και ρημαγμένα με άδεια ταμεία και πολλές λακκούβες στους δρόμους, δυσκόλευαν πολύ τις δουλικές όρνιθες να βαδίζουν πάνω στα στιλέτα που τις κάνανε να γέρνουν σαν γριές καμπουριασμένες γαλοπούλες στο δρόμο. Οι δούλοι άρχισαν να αγανακτούν. Δεν ακούγαν ευχάριστα παραμύθια και δυασανασχετούσαν. Ήρθαν οι εκλογές. Ο περασμένος βασιλιάς φρόντισε να καταστρέψει με μεγάλη μαεστρία την πόλη. Φλουπ φλουπ λοιπόν, πιάνει ένας από τους καρχαρίες το χταπόδι και το βουτά στη θάλασσα. “Θες να γίνεις βασιλιάς;” το ρώτησε. Το χταπόδι ξεθάρρεψε κι υπέγραψε τη συμφωνία.

Κανείς δεν περίμενε πως το χταπόδι θα διεκδικήσει το στέμμα. Κανείς και όλοι μαζί. Το χταπόδι έπιασε να κάνει αυτό που ήξερε καλύτερα. Άπλωνε πλοκάμια και αμολούσε μελάνι. Τούτου η βιτρίνα δεν ήταν πολιτισμικά θεάματα, όχι, ήξερε πως αυτά δεν τα εκτιμούσαν πια οι δούλοι. Τούτο το χταπόδι αγκαζέ με το θαλάσσιο ελέφαντα για σύμβουλο και κάμποσους δούλους λακέδες wanna be άρχοντες, βάζανε μπροστά τη βιτρίνα της έγνοιας για τον άνεργο, για τον έμπορο, το αδέσποτο και τον φτωχό. Τον απλό τον σκλαβωμένο τον κοσμάκη.

Φυσικά αυτό το παιχνίδι του θρόνου ήταν στανταράκι. Δεν είχε αντιπάλους με ίδια μελάνια και τα δικά του πλοκάμια είχαν απλωθεί εδώ και χρόνια. Κι άρχισε το στημένο παιχνίδι της φιλανθρωπίας, του φτηνού θεάματος, των απλών αναγκαίων κινήσεων που απαιτούσαν δίκαια από τους βασιλιάδες εδώ και χρόνια οι δούλοι, οι εντυπωσιασμοί, τα happenings, και από πίσω οι βιασύνες να πουληθεί το εμπόρευμα. Εμπόρευμα που δεν ήταν εμπόρευμα αλλά δημόσιο αγαθό. Κι εκεί αντιδρούσαν τόσο οι ελεύθεροι με φωνές, όσο και δούλοι που βγάζαν και καμιά παροπίδα ενίοτε να ξύσουν το μάτι τους. Το χταπόδι όμως ήταν κουφό στις φωνές και ήξερε να σε σύρει στη λάσπη πιο κάτω από το ίδιο αν ήθελε. Ήξερε να παίξει τα νεύρα σου το ίδιο επιδέξια όσο ο μαριονετίστας σύμβουλός του και στον επίλογο να φορέσει και μια μάσκα φιλανθρώπου που αδικείται από σκυλιά πολιτικών παραμυθάδων.

Ύστερα το χταπόδι κατήγγειλε ένα μαστόρεμα του φίλου του, του μεγαλομάστορα. “Όπα μεγαλομάστορα, πολλές φακές έφαγες για να ‘χεις δύναμη να χτίσεις την αποθήκη της ιστορίας…” Φυσικά, όλοι οι δούλοι θαύμασαν το θάρρος του χταποδιού που ξεμπρόστιασε την υπερβολική κατανάλωση των φακών και δεν είδε πως στην πίσω γωνία ο μεγαλομάστορας μίλαγε με κάτι βόρειους άρχοντες, μεγαλοσκουπιδιάρηδες, που θέλανε να θησαυρίσουν από τα σκουπίδια των δούλων, όπως θησαύριζε και ο μεγαλοσιδεράς στην αρχή του παραμυθιού.

Το χταπόδι μας όμως είχε και μια μεγάλη σύμμαχο. Μια ύαινα με πλαστικά μάγουλα. Τούτη η ύαινα είχε βοηθό ένα παγόνι. Όμως το παγόνι είχε προβλήματα με τα αδελφάκια του. Συνεχώς η ύαινα έτρεχε να ξελασπώσει τα μικρά παγόνια. Και το χταπόδι φυσικά. Το ένα μικρό παγόνι λοιπόν, δήλωσε κάποια στιγμή θηριοδαμαστής. Και από την εποχή των λαμπρών αγώνων, οι βασιλιάδες της πόλης καλούσαν το μικρό παγόνι για να αδειάζουν οι δρόμοι από αδέσποτα σκυλιά.

Το μικρό παγόνι με την παρέα του λοιπόν το έκανε αυτό. Όμως ταυτόχρονα έκαναν και το άλλο, και αυτοί φιλούσαν τα ματωμένα χέρια που σφάζουν και ουρλιάζουνε υστερικά για μια ανώτερη φυλή. Και πάνω στη λατρεία του λευκού δέρματος λατρέψανε και τις λευκές σκόνες. Ύστερα κάποια από τα χέρια που φιλούσαν μπήκανε σε σιδερένια κλουβιά (άρχοντες οι τελευταίοι όχι δούλοι), και η ύαινα έτρεξε να κρύψει τις λευκές σκόνες και τις φιλίες με τα φυλακισμένα ματωμένα χέρια.

Όμως όλα αυτά διόλου δεν σταμάτησαν το παγόνι και την παρέα του να δουλεύουν για τους βασιλιάδες. Μόλις όμως κάποιοι δούλοι κι ελεύθεροι άρχισαν να αντιδρούν για τα εξαφανισμένα αδέσποτα και τις αληθινές ιστορίες σκύλων που πέθαναν από πείνα σε κλουβιά, το παγόνι και η παρέα του θαλάμωσαν και μπροστά βγήκαν άλλοι λάτρεις των ματωμένων χεριών, φίλοι του παγονιού και του χταποδιού, που όμως δηλώνανε με πάθος το αντίθετο. Βγήκαν στους δρόμους της πόλης έτοιμοι να παραπλανήσουν και να ζαλίσουν δούλους κι ελεύθερους  με ένα αγαθό προσωπείο, φιλόζωο, φιλικό. Με μοναδικό σκοπό να διεκδικήσουν με τις ευλογίες όλων τη διεύθυνση μιας μεγάλης και πολύ κερδοφόρας φυλακής εγκαταλειμμένων ζώων.

Το χταπόδι εκείνο που δεν έμαθε ποτέ, όπως και ο μαριονετίστας, είναι πως μπορεί να νανούρισαν συνειδήσεις με ωραία παραμύθια, δεν κατάφεραν όμως ποτέ έστω να ζαλίσουν τα μυαλά των ελεύθερων…

Τούτο το παραμύθι δεν έχει τέλος και σίγουρα κανείς δεν μπορεί να προβλέψει ποιοι θα ζήσουν καλά και ποιοι καλύτερα…

Ηλέκτρα Προσήλια