Η βασίλισσα Φρειδερίκη είχε αποφασίσει πώς θα έκανε πράξη αυτό που σκέφτηκε. Θα εξαφάνιζε τους κομμουνιστές. Και εάν ο άνδρας που θαύμαζε, ο Αδόλφος Χίτλερ, δεν τα είχε καταφέρει με τους Εβραίους, εκείνη είχε κάτι διαφορετικό στο μυαλό της. Όχι τόσο αιματηρό, αλλά εξίσου σκληρό και απάνθρωπο. Θα έπαιρνε τα παιδιά όλων των ανταρτών, όλων των κομμουνιστών και θα τα έκλεινε σε ειδικές παιδουπόλεις στο πλαίσιο των Kinderdorf της χώρας της.
Η Φρειδερίκη Λουίζα Θηρεσία Βικτώρια Μαργαρίτα Σοφία Όλγα Καικιλία Ελισάβετ Χριστίνα, πριγκίπισσα του Ανοβέρου και δούκισσα της Βρουνσβίκης, έστρωσε το μεταξένιο φόρεμά της, κάθισε σε μια καρέκλα και έσμιξε τα παχιά της φρύδια.
Μεσαιωνικός πύργος Μπλάνκεμπουργκ. Όρη Χαρτς, Γερμανία, 1933
Κοίταξε όλο μίσος, σαν φίδι, τη μητέρα της. «Εγώ είμαι μέλος του ναζιστικού κόμματος και ακολουθώ τον μεγάλο μας Φύρερ και εσύ μου ζητάς να πάω στην Αγγλία;» τη ρώτησε φτύνοντας τις λέξεις. Και όχι μόνο αυτό, αλλά μου ζητάς να παντρευτώ ποιον; Τον πρώτο σου ξάδερφο. Πφφφ, πρίγκιπας Παύλος της ποιας, της Ελλάδας. Αηδίες.
Αυτός κοιμάται όρθιος
Η μητέρα της, πριγκίπισσα Βικτώρια Λουίζα της Πρωσίας, την πήρε από το χέρι, τη σήκωσε όρθια και την πήγε στο παράθυρο του σαλονιού τους: «Θα κάνεις ό,τι σου λέω. Αν είμαστε τυχεροί, Φρειδερίκη, κάποια μέρα όλα αυτά που βλέπεις δεν θα είναι τίποτε μπροστά σε αυτά που θα έχεις. Πού ξέρεις, μπορεί να γίνεις και βασίλισσα της Ελλάδας».
1η Απριλίου 1947, Ελλάδα – βασιλικά ανάκτορα
«Έλα, Παύλο, σταμάτα πια, δεν ωφελεί σε τίποτε να θρηνείς. Πάει, τελείωσε. Ο συχωρεμένος έφυγε. Τώρα ο Βασιλεύς της Ελλάδας δεν είναι ο Γεώργιος, αλλά ο Παύλος ο Α’.
Ο σύζυγός μου, εσύ δηλαδή, εάν δεν το έχεις καταλάβει».
Η Φρειδερίκη μιλούσε χαιρέκακα προς τον σύζυγό της καθώς έβγαζε το πανάκριβο παλτό της και το άφηνε στα χέρια μιας γυναίκας από το υπηρετικό προσωπικό που στεκόταν αμίλητη πίσω της. «Και φυσικά η βασίλισσα αυτού του τόπου είμαι εγώ» μονολόγησε. «Σε άκουσα» της φώναξε με λυγμούς από το μέσα δωμάτιο ο Παύλος και έκλεισε με δύναμη την πόρτα του γραφείου του, όπου είχε αποσυρθεί για να της δείξει τη δυσαρέσκειά του.
Η Φρειδερίκη δεν του έδωσε σημασία. Προχώρησε πάνω στο παχύ χαλί και πήγε στο σαλόνι. Κάθισε, σταύρωσε τα πόδια της και τα κοίταξε με αποστροφή:
«Πώς είναι δυνατόν να είμαι τόσο όμορφη και να έχω τόσο χοντρά πόδια;». Σηκώθηκε, προχώρησε σε έναν καθρέπτη και ξανακοίταξε το σημείο του σώματός της που μισούσε. «Αυτό σου βγήκε σε καλό. Εάν δεν είχες χοντρά πόδια, τώρα θα ήσουν παντρεμένη με τον Πέτρο, αλλά δεν θα ήσουν Βασίλισσα. Ποιον, τον Πέτρο, τον πρίγκιπα που έχει παντρευτεί μια κομμουνίστρια Ρωσίδα. Τον μισώ» σκέφτηκε λίγο δυνατότερα από όσο θα έπρεπε.
«Ποιον μισείς, Φρειδερίκη»; Ο Παύλος με το κεφάλι του να αρχίζει να αραιώνει από μαλλιά, είχε ακουμπήσει στην κάσα της μεγάλης ξύλινης πόρτας και κοίταζε τη γυναίκα του. «Τους κομμουνιστές» απάντησε ετοιμόλογα το πρώην μέλος της ναζιστικής Νεολαίας της Γερμανίας και νυν βασίλισσα των Ελλήνων. «Θέλω να τους εξαφανίσω από τη χώρα αυτή. Και εκείνους και τη γενιά τους»…
Παιδιά τα θύματα
Η βασίλισσα Φρειδερίκη είχε αποφασίσει πώς θα έκανε πράξη αυτό που σκέφτηκε. Θα εξαφάνιζε τους κομμουνιστές. Και εάν ο άνδρας που θαύμαζε, ο Αδόλφος Χίτλερ, δεν τα είχε καταφέρει με τους Εβραίους, εκείνη είχε κάτι διαφορετικό στο μυαλό της. Όχι τόσο αιματηρό, αλλά εξίσου σκληρό και απάνθρωπο. Θα έπαιρνε τα παιδιά όλων των ανταρτών, όλων των κομμουνιστών και θα τα έκλεινε σε ειδικές παιδουπόλεις στο πλαίσιο των Kinderdorf της χώρας της. Εκεί τα παιδάκια θα ξεπλένονταν από το μίασμα του κομμουνισμού, δεν θα γίνονταν εκκολαπτόμενοι συμμορίτες, εκδοροσφαγείς ΕΑΜοβούλγαροι κατσαπλιάδες. Θα μάθαιναν με αυστηρότατες μεθόδους τα ιδεώδη του ελληνοχριστιανικού πολιτισμού.
Ένας άλλος ελληνοχριστιανικός πολιτισμός λάμβανε χώρα εκείνη την περίοδο στη Μακρόνησο και σε άλλα ξερονήσια…
Η Ιστορία δε γράφεται με μια «Ελένη» και ένα παιδομάζωμα. Η Ιστορία γράφεται από πολλές «Ελένες» και μαζικά παιδομαζώματα.
Το 1947 οι Άγγλοι σιγά-σιγά αρχίζουν να αποχωρούν από τα ελληνικά δρώμενα, αφού αδυνατούν να αντεπεξέλθουν στις οικονομικές απαιτήσεις του νέου καθεστώτος και τη θέση τους αναλαμβάνει ένας ακόμη ισχυρότερος σύμμαχος: οι ΗΠΑ. Η στάση της ΕΣΣΔ και το περίφημο «σβαρνούτ» του Στάλιν, που με Άγγλους και Αμερικάνους χώρισαν τον κόσμο σε σφαίρες επιρροής, είναι μέχρι και παγερή απέναντι στο αντάρτικο που στο όνομα ενός οράματος πολέμησε τους ναζί και τους συνεργάτες τους.
Οι ΗΠΑ ανοίγουν την κάνουλα σε έναν λαό που πεινάει, ενώ ταυτόχρονα θέλουν να εξολοθρεύσουν εντελώς τους «αντάρτες» που πλέον ονομάζονται «συμμορίτες».
Εκείνους που μέχρι πριν από δυο χρόνια πολεμούσαν στο πλευρό των συμμάχων, αλλά τώρα τη θέση τους έχουν πάρει οι πρώην συνεργάτες (και οι έχοντες στάση απάθειας) των ναζί. Στις 12 Μαρτίου ο πρόεδρος των ΗΠΑ ανακοινώνει το «δόγμα Τρούμαν». Ταυτόχρονα, επειδή οι μαθημένοι στον ανταρτοπόλεμο και μπαρουτοκαπνισμένοι αντάρτες κάθε άλλο παρά εύκολος στόχος ήταν για τους Άγγλους, οι Αμερικάνοι εφαρμόζουν την τακτική της καμένης γης και των διωγμών προκειμένου να τους εγκλωβίσουν.
Τον Απρίλιο τέθηκε σε εφαρμογή από την κυβέρνηση το σχέδιο «Τέρμινους» με σκοπό την εκμηδένιση των αντάρτικων ομάδων που δρούσαν στην Κεντρική και Βόρεια Ελλάδα. Μάταια. Θα χρειαστούν πολλά «Τέρμινους» και πολλές επιχειρήσεις «Πυρσός» μαζί με μπόλικες βρισιές από Αμερικάνους αξιωματικούς προς τους αξιωματικούς του Εθνικού Στρατού για να καμφθεί το αντάρτικο. Μέχρι να αρχίσουν να πέφτουν οι ναπάλμ στον Γράμμο και το Βίτσι, ο καπεταν-Μάρκος κυριολεκτικά έκανε πλάκα με τους «εθνικόφρονες» τους οποίους καθημερινά ο Τζέιμς Βαν Φλιτ στόλιζε με διάφορα κοσμητικά επίθετα και έλεγε ότι «σπαταλούν άχρηστα τη βοήθεια των ΗΠΑ».
Το «Τέρμινους» ήταν η τακτική της καμένης γης και το άδειασμα των χωριών της υπαίθρου από τους κατοίκους τους, προκειμένου όχι μόνο να διασκορπιστούν οι συμπαθούντες το αντάρτικό, που ήταν και η πλειοψηφία του κόσμου, αλλά και οι αντάρτες να μην μπορούν να βρουν εφόδια, φαγητό και πληροφορίες από τους ντόπιους.
Χωριό Λευκοθέα, Άργος Ορεστικόν
«Πρέπει να φύγω, να ανέβω στο βουνό. Θα με περάσουν από μαχαίρι εδώ. Σε ικετεύω να προσέχεις τα παιδιά μας». Ο Κώστας Κάτσας τακτοποιούσε ένα πρόχειρο σακίδιο και μέσα έβαζε το πιστόλι Λούγκερ που ως αντάρτης του ΕΛΑΣ είχε αποσπάσει από έναν Γερμανό αξιωματικό. Η γυναίκα του, η Μαργαρίτα, με δάκρυα στα μάτια, είχε στην αγκαλιά της τον επτάχρονο Βασίλη και τη δίχρονη Ευγενία. Καθόταν απέναντί του και έγνεφε σε ό,τι της έλεγε. «Εσύ να προσέχεις, Κωστή μου, μη σε σκοτώσουν».
Ο αντάρτης γονάτισε και τους έσφιξε και τους τρεις στην αγκαλιά του.
«Σας λατρεύω. Θα προσέχω, δεν θα σκοτωθώ. Βασίλη μου, να προσέχεις τη μαμά και την αδερφή σου, ναι; Και να θυμάσαι, ό,τι και να ακούσεις, γιε μου, εσείς είστε η ζωή μου. Να εδώ στην καρδιά μου βάζω τη φωτογραφία σας και κάθε πρωί θα σας μιλώ, όπου και να είμαι. Τα πρωινά να κάνεις ησυχία και μπορεί να με ακούσεις». Ο Βασίλης με κατακόκκινα ματάκια κούνησε το κεφαλάκι του καταφατικά και ο αντάρτης έβαλε τη φωτογραφία στην τσέπη του πουκαμίσου του. Τους ξαναφίλησε και με δυο δρασκελιές βγήκε από το σπίτι και χάθηκε μέσα στη νύχτα, πίσω στο βουνό. Έκλαιγε γοερά μέχρι που του κόπηκε η ανάσα. Σε λίγη ώρα ξημέρωνε.
Δεν πρέπει να είχαν περάσει δυο ώρες από το ξημέρωμα, όταν ολόκληρο το χωριό το έζωσαν χωροφύλακες και ΜΑΥδες.
Άνοιγαν πόρτες, έδιναν λίγα λεπτά προθεσμία στους κατοίκους να πάρουν τα απαραίτητα και τους μετέφεραν στην κοντινότερη πόλη. Η πόρτα του σπιτιού του Κάτσα έτριξε, τα μάνταλα έσπασαν έπειτα από μερικές κλοτσιές και μέσα εισέβαλε μια ομάδα από ΜΑΥδες. Ο μικρός Βασίλης είχε αγκαλιάσει το πόδι της όρθιας μητέρας του και τους κοίταζε δίχως φόβο.
Η Ευγενία φοβισμένη από τον θόρυβο έκλαιγε στην αγκαλιά της. «Πάρτε τα παιδιά έξω» είπε ο επικεφαλής και με τη βία οι πρώην συνεργάτες των Γερμανών και νυν εθνικόφρονες απέσπασαν από τη μάνα τα παιδιά που τώρα ούρλιαζαν και τα δυο. Ο Βασίλης κλοτσούσε στον αέρα και φώναζε «μαμά» μέχρι που ένα δυνατό χαστούκι έκανε το αυτί του να σφυρίξει. Το μάγουλο κοκκίνισε και ένα χέρι τον έπιασε από τα μαλλιά και τον τράβηξε έξω μαζί με την αδερφή του.
«Τα παιδιά μου, τομάρια» ούρλιαξε η Μαργαρίτα και χίμηξε προς την πόρτα. Ο υποκόπανος από το τουφέκι ενός ΜΑΥ την πέταξε πίσω. Της έσπασε τα δόντια και το στόμα της έγινε μια πληγή. «Σε θυμάμαι εσένα» γύρισε και είπε σε εκείνον που τη χτύπησε. «Είχες γερμανοντυθεί». Τον έφτυσε στο πρόσωπο μαζί με σάλια, αίμα και κομμάτια από δόντια.
Την ώρα που ο μικρούλης Βασίλης καθόταν στο φορτηγό της Χωροφυλακής με την Ευγενία στην αγκαλιά του, δίπλα σε άλλους τρομαγμένους συγχωριανούς του, ο επικεφαλής των ΜΑΥδων ρωτούσε μέσα στο σπίτι τη Μαργαρίτα που βρισκόταν ο άνδρας της. Όταν το φορτηγό έπαιρνε τη στροφή της κατηφόρας για να βγει από το χωριό, ο ΜΑΥς έμπηγε βασανιστικά αργά το ακονισμένο του μαχαίρι στον λαιμό της γυναίκας που σφάδαζε από την αγωνία του θανάτου. Ύστερα έφτυσε πάνω στο πτώμα της, σκούπισε τη λάμα στο παντελόνι του και έκλεισε την κατεστραμμένη πόρτα πίσω του.
Ο Βασίλης μαζί με την αδερφούλα του οδηγήθηκαν σε ένα από τα 52 «ιδρύματα» της Φρειδερίκης που η ίδια αποκαλούσε «Παιδουπόλεις» και ο κόσμος τα έλεγε «ιδρύματα της Φρείκης».
Απαράδεκτη
Η κατάσταση που επικρατούσε στις παιδουπόλεις της Φρειδερίκης μπορεί να χαρακτηριστεί με δυο λέξεις: Απαράδεκτη και απάνθρωπη. Σε μικρά παιδιά που το μεγαλύτερο ήταν μέχρι 16 ετών γινόταν μια άθλια κατήχηση που ισοπέδωνε τους γονείς τους και ό,τι εκείνοι είχαν κάνει. Οι συνθήκες εκπαίδευσης δεν άγγιζαν καν τις συνθήκες εκπαίδευσης σε σχολεία της Νοτίου Αφρικής, εκεί όπου η Φρειδερίκη είχε μεταβεί με τον σύζυγό της κατά τη διάρκεια του πολέμου για «μεγαλύτερη ασφάλεια», την ώρα που στα βουνά και τις πόλεις της Ελλάδας οι άνθρωποι δολοφονούνταν ή έδιναν το αίμα τους για την ελευθερία.
Δεν είναι τυχαίο ότι κανένα απ’ τα έγκλειστα παιδιά όχι μόνο δεν πήγε στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, αλλά δεν τέλειωσε καν τη δευτεροβάθμια.
Ένας ελάχιστος αριθμός κοριτσιών πήγε μέχρι την 3η τάξη του Γυμνασίου. (Υπολογίζεται στο 4%).
Η Φρειδερίκη και οι άλλες 72 κυρίες της καλής κοινωνίας, που συνέδραμαν στη δημιουργία των παιδουπόλεων, μάλλον δεν είχαν αγαθές προθέσεις για αυτά τα παιδιά. Μάλλον τα ήθελαν αμόρφωτα και ανίκανα να αντεπεξέλθουν στη μετέπειτα ζωή. Όταν κάποιο παιδάκι δεν περνούσε το όριο των 172 βαθμών τον χρόνο, τότε «κοβόταν» από αυτό το… πανεπιστήμιο και οι υπεύθυνοι το έστελναν να εργαστεί σε διάφορα μεγάλα εργοστάσια καπνού ή υφαντουργίας, οι ιδιοκτήτες των οποίων τα δημιούργησαν με τα χρήματα του δόγματος Τρούμαν σε μια μεταπολεμική Ελλάδα που ζούσε στον εμφύλιο και έγλειφε τις πληγές της.
Παιδάκια μετατράπηκαν σε φτηνή εργατική δύναμη
Επίσης σε πολλές περιπτώσεις, οικογένειες της «υψηλής» κοινωνίας επισκέπτονταν τις παιδουπόλεις για να αγοράσουν, στην κυριολεξία, υπηρετικό προσωπικό. Μαύρη σελίδα και οι εκατοντάδες παράνομες υιοθεσίες που έγιναν. Την επόμενη μέρα της υιοθεσίας το παιδί έφευγε για Αμερική για να ζήσει με τη νέα του οικογένεια. Όλα αυτά με το αζημίωτο και ενώ πολλά από αυτά τα παιδιά είχαν κάποιον συγγενή εν ζωή.
Η συνήθης τιμή για παράνομη υιοθεσία ήταν 4.000 δολάρια το κεφάλι. Και εάν κάποτε, έπειτα από χρόνια, ένας γονιός γυρνούσε από την εξορία ή τις χώρες του ανατολικού μπλοκ και ζητούσε το παιδί του, εισέπραττε την απάντηση: «Πέθανε». Όσα παιδάκια ήταν σαν τον Βασίλη και δεν συνετίζονταν υπήρχαν και άλλοι τρόποι. Τα περιστατικά κακοποίησης ανηλίκων και ξυλοδαρμών είχαν και αυτά τη θέση τους στον μακρύ κατάλογο της φρίκης των παιδουπόλεων της βασίλισσας.
Ο Γιώργος Χατζάτογλου, ένα από τα παιδιά του παιδομαζώματος της Φρειδερίκης, περιγράφει:
«Το στρατόπεδο είχε φρουρά και ήταν περιφραγμένο με συρματόπλεγμα 4 μέτρα ύψος. Υπήρχαν παιδιά ηλικίας από 2 μέχρι 16, που έκλαιγαν γιατί είχαν με τη βία αποχωριστεί απ’ τους γονείς τους. Μέναμε σε τολ, που το καλοκαίρι οι λαμαρίνες τους καίγανε και το χειμώνα πάγωναν. Κοιμόμασταν σε σιδερένια κρεβάτια, σε τρεις σειρές και χωρισμένα κατά 25άδες. Με την άφιξή μας στην παιδούπολη στο Καστρί, μας μοίρασαν στρατιωτικές φόρμες. Πρώτο μέλημά τους ήταν να μας στείλουν ιεροκήρυκα, να δημιουργήσουν κατηχητικά και στελέχη προσκόπων. Θυμάμαι ότι σε όλους τους τοίχους ήταν ζωγραφισμένη μια μορφή ενός αγριανθρώπου γενειοφόρου με μια χατζάρα στο στόμα, που έσταζε αίμα, να αρπάζει απ’ την αγκαλιά της μάνας το παιδί της. Επίσης, στους τοίχους υπήρχαν συνθήματα για το έθνος και τη βασίλισσα Φρειδερίκη. Μέσα σ’ αυτό το κλίμα γίνονταν η διαπαιδαγώγηση και η νουθέτηση για τη “μάνα μας” τη βασίλισσα. Νύχτα – μέρα αυτά διαρκώς μας έλεγαν».
Η Σταυρούλα Ιωάννου πέρασε και αυτή από τη φρίκη της παιδούπολης:
«Μας είχανε μαζεμένα μια μέρα όλα μαζί στην Αθήνα. Ήταν Γενάρης ή Φλεβάρης και χιόνιζε αραιά, αλλά το κρύο τρύπαγε ώς το μεδούλι. Έκοβες καρφί. Μας είχαν στοιβαγμένα σε σειρά δίπλα στον δρόμο με τις στολές μας για να χαιρετίσουμε τη Φρειδερίκη που θα περνούσε με το αυτοκίνητο από μπροστά μας. Τουρτουρίζαμε και μπλαβιάζαμε δύο ώρες όρθια και μερικά κορίτσια είχαν και πυρετό. Μετά ήρθε και ο υπεύθυνος κι εμείς κάτσαμε “προσοχή”. “Έρχεται η Βασίλισσά μας” μας είπε και μας ορμήνεψε να φωνάξουμε “μάνα, μάνα” όταν τη δούμε. Αργότερα πέρασε το αμάξι της και την είδαμε μέσα με τη γούνα της και τα γάντια της και φωνάξαμε όπως μας είπαν, αλλά εκείνη δεν γύρισε καν να μας χαιρετίσει…».
Γράμμος, 25 Αυγούστου 1949, ξημέρωμα
Ο Κωστής Κάτσας βρισκόταν στο χαράκωμά του και είχε «πιάτο» όλη την πλευρά του βουνού. Τις προηγούμενες ημέρες είχε καταφέρει μαζί με τους ελάχιστους πλέον συντρόφους του να τρέψει σε άτακτη φυγή, όσες φορές το επιχείρησαν, τόσο τα ΛΟΚ όσο και τους στρατιώτες του Εθνικού Στρατού.
Μόλις είδε τις πρώτες ακτίνες του ήλιου να ξεπροβάλλουν πίσω από το θεόρατο βουνό, σκέφτηκε πως ήταν η ώρα για το «ραντεβού – υπόσχεσή» του. Πήγε πίσω, λίγα μέτρα μέσα στο δάσος, και έβγαλε τη φθαρμένη και τσαλακωμένη ασπρόμαυρη φωτογραφία από την τσέπη του βρόμικου πουκαμίσου του. Χάιδεψε με τα άγρια δάχτυλά του τα προσωπάκια του Βασίλη και της Ευγενίας. Βούρκωσε. Άρχισε να ψιθυρίζει στον γιο του, λες και τον άκουγε. Λόγια τρυφερά, λόγια γλυκά. Με την ανάστροφη του άλλου του χεριού που βαστούσε το δίκοχο του Δημοκρατικού Στρατού, σκούπισε τα δάκρυά του.
Ο Κώστας δεν άκουσε τον μακρινό βόμβο από αεροπλάνα που όλο και πλησίαζε στην πλαγιά που βρισκόταν. Δεν άκουσε καν τους συντρόφους του που φώναξαν: «Βαρελάκια». Η ναπάλμ έπεσε λίγα μέτρα μακριά του. Ρούφηξε όλο το οξυγόνο από την ατμόσφαιρα και το έβγαλε με ορμή σε μια τεράστια υγρή φλόγα που κατέκαψε τα πάντα. Εκείνος πρόλαβε μόνο να σφίξει τη φωτογραφία στο χέρι του και να σκύψει.
Μια εβδομάδα αργότερα στρατιώτες του Εθνικού Στρατού βρήκαν σε κείνη την καμένη πλαγιά λίγα απανθρακωμένα πτώματα. Ένα βρισκόταν πιο πίσω, κουλουριασμένο και γυμνό. Σαν από θαύμα μέσα στην κλειστή παλάμη του βαστούσε μια φωτογραφία που δεν είχε καεί…