Γυναίκες στα στρατόπεδα των Ναζί

Το γυναικείο σώμα στα στρατόπεδα συγκέντρωσης γυναικών έχανε κάθε αξία, δεχόταν κάθε πειραματισμό, μάθαινε να ζει στον εξευτελισμό και σε ένα ατελείωτο μαρτύριο θανάτου. Μια πολύ σημαντική παράμετρος ήταν η γύμνια του σώματος, η συνεχής δημιουργία συνθηκών ντροπής έτσι ώστε να χαθεί κάθε αξιοπρέπεια, να επιτευχθεί η ζωοποίηση. Όπως γράφει ο Πρίμο Λέβι «Η άχρηστη βαναυσότητα της προσβολής της αιδούς καθόριζε την ύπαρξη όλων των Λάγκερ. Οι γυναίκες του Μπίρκεναου διηγούνται πως, από τη στιγμή που αποκτούσαν μια καραβάνα (από σμαλτωμένη λαμαρίνα), θα έπρεπε να τη χρησιμοποιήσουν για τρεις διαφορετικές χρήσεις: για να πάρουν την καθημερινή σούπα, για τις φυσικές τους ανάγκες τη νύχτα, όταν απαγορευόταν η χρήση του αποχωρητηρίου, και για να πλυθούν όταν υπήρχε νερό στα λουτρά». Και παρακάτω: «Στο Λάγκερ μπαίναμε γυμνοί: μάλλον κάτι παραπάνω από γυμνοί, γιατί όχι μόνον ήμασταν χωρίς ρούχα και παπούτσια (τα οποία κατάσχονταν), αλλά επίσης με ξυρισμένο το κεφάλι και όλο μας το σώμα. Το ξύρισμα ήταν ολικό και εβδομαδιαίο και η συλλογική και δημόσια γύμνια ήταν μια συνθήκη επαναλαμβανόμενη, τυπική και πλήρης νοήματος. Ήταν κι αυτή βία. Καθημερινά στο Λάγκερ εξαναγκαζόμασταν να γδυθούμε αμέτρητες φορές: έλεγχος των ψειρών, έρευνα των ρούχων, έλεγχος της ψώρας, πρωινό πλύσιμο, επιπλέον για τις περιοδικές επιλογές κατά τις οποίες μια “επιτροπή” αποφάσιζε ποιος ήταν ακόμα ικανός για δουλειά και ποιος προοριζόταν για εξόντωση»[1]. Στο Ravensbrück με ξυρισμένο κεφάλι έφταναν οι Εβραίες, οι Πολωνές κλπ και όχι οι Άριες, πχ οι Γερμανίδες, οι Αυστριακές, οι Νορβηγές. Αναμφίβολα το ξύρισμα του κεφαλιού στόχευε στον εξευτελισμό. Τα μαλλιά συμβολίζουν άλλοτε τον ανδρισμό, άλλοτε τη θηλυκότητα. Στόχος της κοπής τους ήταν να χαθεί οποιοδήποτε, έμφυλο ή μη, στοιχείο της προσωπικότητας. Η αφαίρεση του ονόματος είχε έναν παρόμοιο χαρακτήρα επίσης. Το όνομα της κρατούμενης αντικαθιστούσε ένα τατουάζ στο χέρι με έναν αριθμό. Ο αριθμός ήταν το όνομά της. Πέρα από την εκμηδένιση, οι Ναζί αξιοποίησαν και οικονομικά όλη αυτή τη διαδικασία. Χρησιμοποίησαν το μαλλί σαν πρώτη ύλη – «στις 6 Φεβρουαρίου του 1943, ο Himmler πληροφορείται ότι το Υπουργείο Οικονομίας παρέλαβε τρεις χιλιάδες κιλά ανθρώπινο μαλλί από το Άουσβιτς και το Μάϊντανεκ». Αντίστοιχα, βέβαια το τατουάζ με τον αριθμό στην αρχή γινόταν μόνο για τις Εβραίες, μετά για όλες τις γυναίκες. Οι μόνες που εξαιρούνταν ήταν οι Γερμανίδες, αρκεί να μην ήταν Γερμανοεβραίες.

Πέρα από τη γύμνια, το ξύρισμα, και τα τατουάζ που περίμεναν τις κρατούμενες από την αρχή της διαβίωσής τους

στα Lager, ιδιαίτερα άτυχες ήταν αυτές οι οποίες θα έπρεπε να γεννήσουν μέσα στα στρατόπεδα. Στην περίπτωση του γυναικείου στρατοπέδου του Άουσβιτς, μια παράγκα όλη κι όλη ήταν αυτή όπου ξεγεννούσαν τα παιδιά. Από μαρτυρία της πρώην Πολωνής κρατουμένης Στανισλάβα Λεσίνκα γνωρίζουμε ότι «Μέσα στην παράγκα δεξιά και αριστερά υψώνονταν τετραώροφα σανιδένια κρεβάτια κι εκεί, πάνω σε βρόμικες κουρελούδες με λεκέδες από ξερά αίματα και περιττώματα, ξάπλωναν από 2-3 γυναίκες στο καθένα… Στη μέση, στο διάδρομο ήταν χτισμένο ένα τραπέζι-σόμπα που άναβε απ’ τις δύο άκρες. Εκεί ξεγεννούσαν τις γυναίκες… Άλλη θέρμανση δεν είχε η παράγκα, η παγωνιά τρυπούσε τα κόκαλα, απ’ το ταβάνι κρέμονταν σταλακτίτες. […] Ως το Μάη του 1943 όλα τα βρέφη που γεννιόντουσαν στο στρατόπεδο τα σκότωναν με τον πιο φριχτό τρόπο. Τα έπνιγαν στο βαρέλι με τις ακαθαρσίες, στη λεγόμενη βούτα. Την εξόντωσή τους την είχε αναλάβει η Κλάρα, μια Γερμανίδα, πρώην νοσοκόμα, που είχε καταδικαστεί για παιδοκτονία… Ακούγαμε τις μπουρμπουλήθρες την ώρα που έπνιγε τα βρέφη. Την άλλη μέρα η δυστυχισμένη μάνα έβλεπε το κορμάκι του παιδιού της έξω από την παράγκα, καταφαγωμένο από τα ποντίκια»[2]. Η μητρότητα τιμωρούταν, λοιπόν, με αποτρόπαιο τρόπο.

Όπως παρατηρεί και η Φραγκίσκη Αμπατζοπούλου: «οι γυναίκες έπρεπε να τιμωρηθούν όχι μόνο για τη φυλή τους αλλά και για το φύλο τους: η Εβραία γυναίκα είναι εκείνη που εγγυάται για τη συνέχιση της φυλής, εφόσον αυτή γεννά τα παιδιά και η μητρότητα είναι άμεσα ελέγξιμη, αντίθετα από την πατρότητα. Σύμφωνα με τη φυλετική λογική το παιδί της Εβραίας είναι αυταπόδεικτα ένας Εβραίος, ακόμη κι όταν αγνοεί κανείς την ταυτότητα του πατέρα ή όταν είναι βέβαιο ότι ο πατέρας είναι Άριος. Η μητρότητα στα στρατόπεδα τιμωρούταν αυστηρά. […] Το ίδιο ισχύει και για τα πειράματα στείρωσης των γυναικών. […] Δεν μπορώ να σκεφτώ κάποια χειρότερη μορφή βιασμού του γυναικείου σώματος. Οι περισσότερες Εβραίες που υπέστησαν τα πειράματα πέθαναν και το ποσοστό θνησιμότητας των γυναικών ήταν μεγαλύτερο από εκείνο των αντρών. […] Η σεξουαλική επαφή μαζί της απαγορεύεται από τον κανονισμό, εφόσον η Εβραία θεωρείται φυλετικά “ακάθαρτη”. Θα βιασθεί λοιπόν με άλλους τρόπους. Η διωκτική φαντασία, σε συνδυασμό με την φυλετική ιατρική, στο σημείο αυτό επέδειξαν μεγάλη εφευρετικότητα»[3]. Είναι σήμερα γνωστό ότι όσες υφίσταντο “ιατρικά” πειράματα ονομάζονταν από τους Ναζί “κουνέλια”. Η πρώτη φάση πειραμάτων συμπεριλάμβανε εισαγωγή στο σώμα ουσιών που βρίσκονταν στο ξύλο ή στο γυαλί, η δεύτερη φάση αφορούσε τη “μεταμόσχευση οστών” από ένα άτομο σε ένα άλλο. Άλλη μια σημαντική παράμετρος ήταν και ένα είδος τεχνητής εμμηνόπαυσης για τις γυναίκες, στην ουσία αμηνόρροια η οποία προκαλούταν, σύμφωνα με κάποιους γιατρούς, από την κακή διατροφή. Ωστόσο, στο φαγητό οι ναζί έβαζαν βρωμιούχα άλατα για να σκοτώνουν τις σεξουαλικές επιθυμίες!

Ο Λέβι μας μεταδίδει πως τα Lager ήταν πρώτα στρατόπεδα εξόντωσης και εκμηδένισης της προσωπικότητας και, έπειτα, στρατόπεδα εργασίας. Είναι ενδεικτικό αυτό από το είδος της «εργασίας» στο οποίο υποβάλλονταν χιλιάδες κρατούμενες και στην περίπτωση του Ravensbrück όπου η καταναγκαστική δουλειά των κρατουμένων, πριν την εισαγωγή τους σε εργοστάσια, συχνότατα δεν είχε κανένα απολύτως παραγωγικό αποτέλεσμα για τη γερμανική βιομηχανία των ναζί: «Οι γυναίκες του Ravensbrück διηγούνται πως πέρασαν ατέλειωτες μέρες στο διάστημα της καραντίνας (πριν από το σχηματισμό των ομάδων για να δουλέψουν στο εργοστάσιο) φτυαρίζοντας αμμόλοφους: σε κύκλο, στη ζέστη του Ιουλίου, κάθε κρατούμενη έπρεπε να μετακινεί την άμμο από τον δικό της σωρό στο σωρό της διπλανής, δεξιά της, σε ένα είδος γύρω-γύρω όλοι χωρίς σκοπό και χωρίς τέλος, εφόσον η άμμος επέστρεφε στο σημείο από όπου είχε ξεκινήσει»[4].

Παρατηρούμε εδώ άλλη μια εξευτελιστική διαδικασία στην οποία το γυναικείο σώμα δεσμεύεται να συμμετέχει υπό την απειλή εξόντωσης. Στο, δε, Μπίρκεναου όπου οι ανειδίκευτες γυναίκες (λόγω του συνήθους τότε καταμερισμού εργασίας) υπήρξαν χιλιάδες σε σχέση με τους άντρες, είχε δημιουργηθεί ένα ολόκληρο κομάντο για γυναίκες, το κομάντο «Μεξικό», στο οποίο τοποθετούνταν οι γυναίκες που θεωρούνταν άχρηστες.Εκεί θα κρινόταν η τύχη τους, η οποία συνήθως ήταν η εξόντωση μετά έναν-δύο μήνες. Μέσα σε ένα τέτοιο χρονικό διάστημα η Danuta Czech μας πληροφορεί ότι πέρασαν περίπου 50,000 Εβραίες[5].

Τα βασανιστήρια με σκυλιά εναντίον γυναικών δεν σπάνιζαν στα KZ. «Οι περισσότερες αναφέρουν ότι συχνά οι φρουροί έριχναν πάνω τους τα σκυλιά για να διασκεδάσουν. Λέει η Στέλλα Ναχούμ: “Σ’ αυτό το κομάντο είχε σκυλιά, τα είχανε πάντα από πίσω μας. […] ήταν μια κοπελίτσα μικρή, αυτές ήταν τέσσερις αδελφές, Κερκυραίες, δεν μπορούσε να βαδίσει, το χιόνι ήταν ψηλό, ή θα σου έμενε η αρβύλα, ή θα έχανες τη γραμμή σου, στέλνουν τα σκυλιά από πίσω της και την κατασπαράξανε, αυτό δεν θα το ξεχάσω ποτέ. Την κάνανε κομμάτια, κάτι σκυλιά μέχρι εκεί απάνω, σαν θηρία μεγάλα”». «Τόσο τυφλός είναι ο φασίστας σφαγέας, μπροστά στη φύση» έχει γράψει ο Αντόρνο «που σκέφτεται το ζώο μόνον ως μέσον για να ταπεινώσει τους ανθρώπους. Γι’ αυτόν ισχύει […] ότι “ήξερε να μεταμφιέζει το μίσος (του) για ορισμένα πράγματα και ανθρώπους σε ευσπλαχνία απέναντι στα ζώα”. […] Το ανάλαφρο χάιδεμα στα μαλλιά των παιδιών και το τρίχωμα των ζώων σημαίνει: αυτό το χέρι μπορεί να εξοντώσει. Χτυπά χαϊδευτικά το ένα θύμα προτού πατάξει το άλλο…».[6]

Είτε στην είσοδό της, λοιπόν, στο Ravensbrück είτε στην καθημερινότητά της (την «εργασία») και εν τέλει στο θάνατό της, η γυναίκα κρατούμενη αποτελεί εκμηδενισμένο σώμα. Η κορύφωση αυτής της διαδικασίας λαμβάνει χώρα είτε όταν τολμά να εκδηλωθεί το σώμα της θηλυκά (με μία γέννα) είτε όταν μέσω του κύκλου της εξαθλίωσης φτάνει στον τελικό της προορισμό, τον θάλαμο αερίων και την καμινάδα του κρεματορίου. Είναι προφανές ότι τα «εργατικά χέρια» δεν ήταν το βασικό κίνητρο για τη λειτουργία των Lager των Ναζί. Η «selektion» που διεκπεραίωναν προόριζε και κατεύθυνε τους κρατούμενους είτε στη γραμμή της ζωής είτε στη γραμμή του θανάτου. Όμως, όλα τα μέτρα που έπαιρναν μέσα στα KZ δεν ήταν μέτρα επιμόρφωσης εργατών αλλά μέτρα προετοιμασίας θανάτου. Από το στοίβαγμα στα τρένα χωρίς φαί και νερό κατά τη μεταφορά στα στρατόπεδα μέχρι την επίτευξη της απόλυτης εξαθλίωσης με διάφορα μέσα, το κίνητρο ήταν η γερμανική μανία εξόντωσης και όχι οτιδήποτε άλλο. Η έννοια «ικανότητα για εργασία» ήταν άλλος ένας κωδικός της ναζιστικής διόγλωσσας με βάση τον οποίο κρινόταν ότι ο α’ και όχι ο β’ μελλοθάνατος θα ζούσε για ακόμη λίγες ώρες, ή μέρες ή μήνες (άγνωστο πόσο) ζωντανός. Επιλεγόταν να ζήσει αυτός που δεν φαινόταν τόσο εξαθλιωμένος. Και φρόντιζαν, από κει και πέρα, με την καθημερινότητα του KZ να τον ή την εξαθλιώσουν ώστε στην επόμενη selektion να είναι μέσα στη γραμμή του θανάτου ακόμη κι αυτός που προηγουμένως γλίτωσε. Ήταν επόμενο πως οι κρατούμενοι και οι κρατούμενες έπρεπε να ψάξουν μέσα σε ένα παρανοϊκό σύμπαν να βρουν ψυχικά αποθέματα. Οι γυναίκες συνήθιζαν μάλιστα να τρίβουν με κόκκινο χαρτί τα μάγουλά τους για να φαίνονται υγιείς!

[youtube https://www.youtube.com/watch?v=O_MRDdJszDk&version=3&hl=el_GR]

Μια “τούρτα γενεθλίων”, δηλαδή μια φέτα ψωμί με ίχνη μαργαρίνης, που προσέφεραν οι συγκρατούμενες στην Έρικα ή ένα νυχτικό που προσπάθησε να βρει η Ρασέλ Παρέντε ανταλλασσοντας λίγες πατάτες ήσαν λεπτομέρειες που κρατούσαν ζωντανή στις κρατούμενες την ελπίδα, την ανθρώπινη επικοινωνία και τη σχέση με τις αξίες της προηγούμενης ζωής τους. Στις μαρτυρίες των γυναικών βλέπουμε πόσο σημαντικό ρόλο έπαιξε η αλληλεγγύη. Η Σάρα Ναχμία, στην ανέκδοτη προφορική μαρτυρία της, αφηγείται ότι χρωστά τη ζωή της στην Πολωνή γιατρό Wanda, η οποία την “ανέλαβε”, και αυτό σήμαινε ότι την πήρε υπό την προστασία της, και όχι μόνο στον χώρο του νοσοκομείου”. Αυτό ήταν ένα συνηθισμένο φαινόμενο. Πάμπολλες είναι οι αφηγήσεις περιστατικών που δείχνουν την αυτοθυσία και την προσπάθεια για βοήθεια ανάμεσα σε εντελώς εξαθλιωμένες γυναίκες».[7]

Αντίστοιχη μαρτυρία έχουμε από μια αγωνίστρια της ΕΠΟΝ , η οποία ήταν μία από τις 16 Ελληνίδες του Ravensbrück. Περιγράφει το ότι μια μέρα που δούλευε στον τόρνο, αφαιρέθηκε και άρχισε να φαντάζεται πως επέστρεψε στο σπίτι της στην πατρίδα της. Η Aufseherin που την επέβλεπε στη δουλειά της, της πέταξε έναν κάλυκα δίπλα στο κεφάλι της. «Ένιωσε, φαίνεται, πως το νούμερο 42320 ταξίδευε αλλού. Είχε για λίγες στιγμές δραπετεύσει από την κόλασή του. Είχε διαπράξει ένα έγκλημα! Από νούμερο, τόλμησε να ξαναγίνει άνθρωπος. Ένα κορίτσι που ονειρευόταν. Όχι! Έπρεπε, ώσπου να πεθάνω, να είμαι το νούμερο 42320 και τίποτε άλλο… Ανταλλάξαμε ματιές με τις συμπατριώτισσές μου. Μιλούσαμε μόνο με τα μάτια. Πονάμε, πεινάμε, παγώνουμε, καιγόμαστε στον πυρετό και δουλεύουμε. Τα μάτια μόνο μας απομένουν για να μιλάμε μεταξύ μας. […] Συνεχίζαμε, κι απ’ αυτό το έσχατο μετερίζι, τον αγώνα του λαού μας. Της γενιάς μας. Ανυπόταχτες! Άνθρωποι ! Όχι νούμερα…».[8]

Άλλες, μάλιστα, τολμούσαν να αντιπαρατεθούν σε αυτή την εξαθλίωση με τον πιο ρητό τρόπο. Αν το γυναικείο εβραϊκό σώμα εκατομμύρια φορές υποδουλώθηκε και διαμελίστηκε, υπήρξαν και περιπτώσεις όπως αυτής της Mala Zimetbaum η γενναία συμπεριφορά της οποίας ενίσχυσε τα ψυχικά αποθέματα εκατοντάδων άλλων γυναικών κρατουμένων. Η Mala Zimetbaum ήταν μια νεαρή Πολωνοεβραία που το καλοκαίρι του 1944 κατάφερε να αποδράσει από το Άουσβιτς-Μπίρκεναου. Συνελήφθη, όμως, ξανά στα σύνορα με τη Σλοβακία και στάλθηκε πίσω στο στρατόπεδο. «Ενώ περίμενε τους ανακριτές της στο κελί, μια σύντροφος κατόρθωσε να την πλησιάσει και τη ρώτησε: “Πως τα πας Μάλα;”. Απάντησε “Εγώ είμαι πάντα καλά”. Είχε καταφέρει να κρύψει πάνω της ένα ξυράφι”. Πριν την κρεμάσουν έκοψε μια αρτηρία του καρπού της. “Ο SS που εκτελούσε χρέη δημίου προσπάθησε να της αποσπάσει το ξυράφι και η Μάλα μπροστά σε όλες τις γυναίκες του στρατοπέδου, τον χαστούκισε στο πρόσωπο με το ματωμένο χέρι της. Αμέσως έσπευσαν άλλοι φρουροί εξαγριωμένοι: μια κρατούμενη, μια Εβραία, μια γυναίκα τόλμησε να τους προκαλέσει! Ποδοπατήθηκε έως θανάτου και άφησε την τελευταία της πνοή για καλή της τύχη στο καρότσι που τη μετέφερε στο κρεματόριο».[9]

Προσωπικές Μαρτυρίες από το στρατόπεδο συγκέντρωσης γυναικών του Ravensbrück από τις Ruth Meyerowitz , Doris Greenberg, Eva Braun Levine, Blanka Rothschild, Machla Spicehandler Braun, Hilda Kusserow, Gabrielle Weidner
θα βρείτε εδώ

Πηγές
[1] Αυτοί που βούλιαξαν και αυτοί που σώθηκαν – Πρίμο Λέβι (Άγρας)
[2] Ολοκαύτωμα: άγνωστες πτυχές, Εσδρά Μωυσή, έκδοση της Ισραηλιτικής Κοινότητας Λάρισας (2006), κείμενο “Η μαμή του
Άουσβιτς” (σελ. 26-8)
[3] Η γραφή και η βάσανος: ζητήματα λογοτεχνικής αναπαράστασης, Φραγκίσκη Αμπατζοπούλου (Εκδόσεις Πατάκη, 2000)
[4] Πρίμο Λέβι, ό.π.
[5] Παρατίθεται στο Αμπατζοπούλου, (1997), ό.π., σελ.37.
[6] Διαλεκτική του Διαφωτισμού – Αντόρνο/ Χόρκχαϊμερ (Νήσος, 1996)
[7] Αμπατζοπούλου, ό.π.
[8] Λούλα Βλαχούτσικου-Γιαννακοπούλου, Κρατούμενη στα στρατόπεδα Ράβενσπρουκ και Μπούχενβαλντ (Παρέμβαση από το Γενικό Κρατικό Νοσοκομείο, Νοέμβριος 1998, προς το Προεδρείο της Ημερίδας για την Διεκδίκηση των Γερμανικών Αποζημιώσεων).
[9] Πρίμο Λέβι, ό.π.

Το κείμενο αναδημοσιεύεται από το τρίτο τεύχος του περιοδικού Terminal 119,  για την κοινωνική και ατομική αυτονομία.

eagainst


Σύντομο URL: http://wp.me/pyR3u-aMs